Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», στον τότε έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοιταλικογερμανικός πόλεμος. Στον πόλεμο αυτό υπήρξε ευρύτατη συμμετοχή Κυπρίων Εθελοντών. Στην ανατίναξη μάλιστα της Γέφυρας του Γοργοπόταμου το 1942 υπήρξε και κυπριακή συμμετοχή.
Βλέπε λήμμα
Μουσολίνι
Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τελεσίγραφο
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.
Νίκη
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.
Ο Γρίβας
Στον ελληνοιταλικό πόλεμο έλαβε μέρος και ο Γεώργιος Γρίβας ο οποίος υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό. Με την έναρξη του Β Παγκόσμιου Πολέμου, μετατέθηκε στη διεύθυνση επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Κατά την Ιταλική Εισβολή εναντίον της Ελλάδας ο Γρίβας μετατέθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο, ύστερα από διαρκή του αιτήματα, όπου και υπηρέτησε από τις 20 Ιανουαρίου 1941 ως επιτελάρχης της ΙΙ Μεραρχίας. Ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος τον τοποθετεί στο Γραφείο Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου και ορίζεται ως σύνδεσμος του Αλ. Παπάγου με τους διοικητές των μεγάλων μονάδων του μετώπου. Στα τέλη του 1940 είχε προαχθεί σε Αντισυνταγματάρχη. Παίρνει μέρος στην άμυνα κατά την Ιταλική επίθεση από 15 Ιανουαρίου
1941 έως 15 Φεβρουαρίου 1941 εις Κλεισούραν και στις 28 Φεβρουαρίου 1941 αντεπιτίθεται προς Λέκλι, Πεστάνι και Δκόλικο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Γρίβας, ίδρυσε στην Αθήνα την οργάνωση την Οργάνωση «Χ» η οποία είχε κυρίως δράση εναντίον του αριστερού ΕΑΜ.
Ανάμεσα σε άλλους επώνυμους Κυπρίους που έσπευσαν να καταταγούν εθελοντές ήταν και ο γνωστός λόγιος της Αμμοχώστου, Ευάγγελος Λουίζου, στενός φίλος του Γιώργου Σεφέρη ο οποίος μετέβη στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας. Παράλληλα, ο γιατρός Θεόδωρος Μαρσέλλος, από τη Λάρνακα, αναχώρησε με τη γυναίκα του για την Ελλάδα, μέσω …Τουρκίας, όπως και ο Λουΐζος, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον ελληνικό στρατό και στον Ερυθρό Σταυρό. Ύστερα από την κατάρρευση του μετώπου κατέληξε στη Ζαγορά του Πηλίου και στη συνέχεια βγήκε στο βουνό, όπου υπηρέτησε στον λόχο υγειονομικού του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στην περιοχή του Πηλίου. Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο εκδόθηκε το βιβλίο του «Χρυσά Βουνά. Το βιβλίο του αντάρτη» (Κύπρος: Λαϊκή Εκδοτική Εταιρεία, 1947), όπου περιγράφονται οι εμπειρίες του από το ελληνικό αντάρτικο.
Κύπριοι Εθελοντές
Tην 28η Οκτωβρίου 1940, όταν η Ελλάδα μπήκε στον Πόλεμο παρά το πλευρό των συμμάχων, ο κυπριακός λαός διακήρυξε την προθυμία του να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας του κόσμου. Οι Άγγλοι αρχικά υποδέχθηκαν με ευχαρίστηση τη στάση αυτή των Κυπρίων.
Ο Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου ανέφερε στις 31 Οκτωβρίου 1940, ότι μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο αρκετοί Κύπριοι, μεταξύ των οποίων και άτομα με βρετανική υπηκοότητα, υπέβαλαν στο ελληνικό Προξενείο αίτηση εθελοντικής κατάταξης στον ελληνικό Στρατό. Παρ’ ότι για όσους Κύπριους δεν κατείχαν τη βρετανική υπηκοότητα, ο κυβερνήτης του νησιού αντιμετώπισε ευνοϊκά το ζήτημα, η απουσία απάντησης από την ελληνική κυβέρνηση εξυπηρετούσε τις βρετανικές προθέσεις συγκρότησης από τους ίδιους ενός Συντάγματος Κυπρίων.
Αντίθετα, το βρετανικό Υπουργείο Αποικιών με έγγραφο του στις 7 Φεβρουαρίου του 1942, συνεχίζει να επισημαίνει τον ανεπιθύμητο πολιτικό αντίκτυπο της ενδεχόμενης στρατολόγησης Κυπρίων από την ελληνική κυβέρνηση. Στη συνέχεια, το Υπουργείο Πολέμου στις 3 Απριλίου 1942 απέρριψε την πρόταση του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Λονδίνο που αφορούσε την χορήγηση άδειας κατάταξης Βρετανών υπηκόων στον ελληνικό Στρατό. Τελικά, στην μοναδική περιοχή της Μέσης Ανατολής που η εξόριστη κυβέρνηση δεν είχε επιστρατεύσει τους Έλληνες, επιτράπηκε τον Ιούλιο του 1943 η πρόσκληση των κλάσεων 1932-1945 και η εθελοντική κατάταξη όσων είχαν γεννηθεί μετά το 1904, για τη συγκρότηση ενός ελληνικού συντάγματος, χωρίς, τελικά, να υλοποιηθεί αυτή η απόφαση. Η πλειοψηφία των Κυπρίων εθελοντών κατατάχθηκε στο Κυπριακό Σύνταγμα, και στην Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη, που ιδρύθηκαν από τους Βρετανούς τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο του 1941, αντίστοιχα.
Πάντως το βρετανικό ραδιόφωνο και οι Βρετανοί επίσημοι δεν έπαυαν να πλέκουν το εγκώμιο της Ελλάδας και των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Βρετανικές αρχές στο νησί είχαν αναρτήσει τεράστιες πινακίδες έξω από τα αγγλικά στρατολογικά γραφεία του νησιού, που καλούσαν τους Κυπρίους «να πολεμήσουν διά την Ελλάδαν και την Ελευθερίαν» και έλεγαν χαρακτηριστικά: «πολεμώντας για την ελευθερία των λαών, πολεμάτε για την δική σας ελευθερία». Περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν στο στρατό και πολέμησαν σε όλα σχεδόν τα μέτωπα.
Από την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου ιδρύεται στην Κύπρο το «Κυπριακό Σύνταγμα Στρατού». Το «Κυπριακό Σύνταγμα» αποτελείτο από λόχους, μονάδες μηχανοκίνητης μεταφοράς, μονάδων κινητών πλυντηρίων και Τεχνικών Μηχανικών και λίγο αργότερα εντάχθηκε και ένα τάγμα Πεζικού.
Η εφημερίδα των Αθηνών «Εστία» γράφει στις 29 του Νοέμβριου το 40: «είναι τόσος ο ενθουσιασμός του Κυπριακού λαού ώστε και ο ψυχρότερος να μην μπορεί να μένει ασυγκίνητος. Εθελονταί κατά εκατοντάδας παρουσιάζονται στο Ελληνικόν Προξενείον, πλούσιοι, πτωχοί, άνθρωποι κάθε τάξεως, άνδρες και γυναίκες προσφέρουν ότι έχουν, ότι ημπορούν δια τον Ελληνικόν Αγώνα».
Στο Γουδί
Στην Αθήνα, υπό την αιγίδα των εξορίστων του 1931, και άλλων παλαιών Κυπρίων της πρωτεύουσας, είχε αρχίσει από τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1940, η ομαδική εγγραφή των Κυπρίων εθελοντών, πρώτα με την μορφή της υπογραφής της έγγραφης διαβεβαίωσης ότι «επιθυμώ και θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου Ελλάδα ως εθελοντής». Η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών συγκεντρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1940 στα γραφεία της «Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας», στην οδό Σταδίου. Αφού έδωσαν τον όρκο του Έλληνα στρατιώτη κατατάχθηκαν στα έμπεδα στο Γουδί, όπου πέρασαν μια ολιγοήμερη στρατιωτική εκπαίδευση και στάλθηκαν στο μέτωπο. Στο αποχαιρετιστήριο μήνυμα προς τους Κύπριους εθελοντές οι Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, βετεράνος εθελοντής των Βαλκανικών πολέμων, που είχε εκφράσει την επιθυμία του να καταταχθεί και ο ίδιος, στα 70 του χρόνια, Νικόλαος Κλ. Λανίτης, εξόριστος πολιτευτής στην Αθήνα ύστερα από τα Οκτωβριανά του 1931 και ο Αχιλλέας Κύρου, της κυπριακής οικογένειας που διηύθυνε για δεκαετίες την αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία» έγραφαν τα εξής:
Αγαπητοί συμπατριώται,
Την στιγμήν καθ’ ην δίδετε τον ιερόν όρκον του Έλληνος Στρατιώτου διά να αγωνισθήτε και μόνοι και μετά πολλών υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, αισθανόμεθα το καθήκον να απευθύνωμεν προς υμάς τας ευχάς ημών και τα συγχαρητήρια της διά σας υπερηφάνου Πατρίδος σας.
Η Κύπρος πυκνώνουσα και σήμερον, όπως εις κάθε στιγμήν της ζωής του Έθνους τας ελληνικάς ηρωϊκάς φάλαγγας, δεν συνεχίζει απλώς την ελληνικήν παράδοσιν του αμύνεσθαι περί Πάτρης, αλλ’ ακολουθεί τον δρόμον της αιωνίας αυτής προσηλώσεως και αφοσιώσεως προς την αθάνατον Μητέρα.
Προστάτης υμών είναι την στιγμήν ταύτην και ολόκληρος ο κυπριακός λαός, ο οποίος εθελουσίως επιστρατευθείς κατά χιλιάδας πολλάς εν Κύπρω διά να αγωνισθή υπέρ των αιωνίων ιδανικών του Έθνους αναμένει εναγωνίως την μεταφοράν αυτού εις Ελλάδα.
Δύο φοιτητές ιατρικής
Δύο φοιτητές της Ιατρικής από την Αμμόχωστο, μέλη της «Ανορθώσεως», οι Σιερίφης και Λιασίδης του ιστορικού σωματείου της γενέτειράς τους, είχαν ζητήσει να πολεμήσουν αντί να τους ανατεθούν ιατρικά καθήκοντα, και τραυματίστηκαν στις μάχες των υψωμάτων του Τεπελενίου. Ο Λιασίδης απεβίωσε στην Κατοχή, το 1942, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Τα δύο αδέλφια Γεωργιάδη, ο Ροδίων και ο Μιλτιάδης, παιδιά του εθελοντή των Βαλκανικών πολέμων Προκόπη Χατζημιλτή, συμμετείχαν στην Αντίσταση, στη μικρή αντιστασιακή οργάνωση «Εθνικόν Επαναστατικόν Κομιτάτον». Συνελήφθηκαν στην Αθήνα στις αρχές του 1943 και δικάστηκαν από γερμανικό στρατοδικείο για διανομή επαναστατικών φυλλαδίων και αναγραφή συνθημάτων. Μετά από δεκάμηνη κράτησή τους στις φυλακές της Αίγινας μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Εκεί ο Ροδίων πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Βραδεμβούργο, στις 16 Οκτωβρίου 1944. Ο αδελφός του, έγκλειστος στις ίδιες φυλακές, θεωρείται αγνοούμενος. Ο Ανδρέας Δρουσιώτης, γιος του γυμνασιάρχη της Λεμεσού και εγγονός του Ανδρέα Θεμιστοκλέους, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας τον Οκτώβριο του 1944, στην Πιερία.
Το Ρόιτερ
Ο εθελοντισμός των Κυπρίων έγινε και διεθνής είδηση: Ανταποκριτής του Ρόιτερ περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε: «Εις ολόκληρον την Κύπρον επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός, αφ’ ης στιγμής που ελήφθη η είδησις ότι η Ελλάς απεφάσισε να αμυνθή δια των όπλων εις την ιταλικήν επίθεσιν. Εις ολόκληρον την νήσον υψώθησαν ελληνικαι σημαίαι. Μέγα πλήθος συγκεντρώθη προ του ελληνικού προξενείου της Λευκωσίας και έψαλλε ελληνικούς ύμνους… Εις το Προξενείον της Λευκωσίας κατά πυκνά μάζας προσέρχονται ευσταλείς Κύπριοι, ζητούντες να αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του Ελληνικού Στρατού».
Το ΟΧΙ του Ελληνικού λαού ενάντια στον Μουσολίνι, απηχούσε τα αισθήματα ολόκληρου του Ελληνισμού, καθώς και οι νικηφόρες μάχες του Ελληνικού Στρατού που ακολούθησαν, πήραν τη μορφή εθνικού ψυχικού συναγερμού στην Κύπρο. Η συμπαράσταση προς τη μαχόμενη πατρίδα κατά το Βορειοηπειρωτικό Έπος του 1940 υπήρξε ποικιλόμορφη.
Έρανοι
Έγιναν ατέλειωτοι έρανοι. Στις κουβέρτες που απλώνονταν στις εκκλησιές έπεφταν τα πρώτα γρόσια και οι πρώτες χρυσές λίρες, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός. Βγήκαν από τα χέρια τα δακτυλίδια, οι χρυσές βέρες, τα βραχιόλια και τα ρολόγια. Βγήκαν, επίσης, οι χρυσοί σταυροί, τα σκουλαρίκια και τα άλλα κοσμήματα. Φτωχοί αγρότες πούλησαν το βιός τους για την πατρίδα, έγιναν παρελάσεις, σημαιοστολισμοί, δοξολογίες, γιορτές, με αποκορύφωμα την έκκληση της Εκκλησίας για εγγραφή εθελοντών να υπηρετήσουν στον Ελληνικό Στρατό.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών, στις 15 του Γεννάρη το 41, μετέδωσε: «Πληροφορούμεθα εκ Κύπρου ότι το ποσόν των εράνων υπέρ του Εθνικού Αγώνος ανήλθε εις 70 χιλιάδες λιρών ήτοι 40 εκατομμύρια δραχμές περίπου. Συντάγματα ολόκληρα εθελοντών αναμένουν πλοία δια να αναχωρήσουν, όπως πολεμήσουν εις το Αλβανικόν Μέτωπον».
Στους Εύζωνες
Οι κύπριοι φοιτητές που κατατάχτηκαν τότε ως εθελοντές στον Ελληνικό Στρατό απευθείας, υπηρετούσαν στο Σύνταγμα Ευζώνων. Οι μισοί Κύπριοι ήταν στον 3ο λόχο και οι άλλοι μισοί στον 11ο. Εκείνη την περίοδο βρίσκονταν στο Τεπελένι και από τις 9 μέχρι τις 29 Μαρτίου διεξάγονταν πολύ σκληρές μάχες με τους Ιταλούς. Μεταξύ των πεσόντων ήταν και δύο Κύπριοι, ο Βαρνάβας Σιερίφης και ο Λουκής Λιασίδης.
Στους φάκελους του Φόρεϊν Όφις αναφέρονται μεταξύ άλλων για τον αγώνα των Κυπρίων: «χωρίς την ακούραστη βοήθεια, σκληρή δουλειά και την αφοσίωση των Κυπρίων ημιονοδηγών, πολλές από τις επιχειρήσεις που κατέληξαν σε επιτυχίες κατά της Ιταλίας ή θα έπαιρναν πολύ περισσότερο χρόνο ή πιθανόν να μην επιχειρούνταν καθόλου».
Στο Γοργοπόταμο
Στις 25 Νοεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στην οποία έλαβαν μέρος και 3 Κύπριοι αντάρτες. Μια εξόχως θεαματική και παράτολμη ενέργεια που επικράτησε να τιμάται ως η επίσημη αφετηρία του ένοπλου αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα η οποία στέναζε κάτω από την τριπλή φασιστική κατοχή (Γερμανίας, Ιταλίας και Βουλγαρίας). Πέρα από τον αιφνιδιασμό των αρχών κατοχής και τη διακοπή για μερικές μέρες της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, απαραίτητης για τη μεταφορά εφοδίων στο γερμανικό στρατό της Βόρειας Αφρικής που μόλις είχε ηττηθεί στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν, ο Γοργοπόταμος απέκτησε τεράστια συμβολική σημασία, καθώς η επιτυχής έκβαση της καταδρομικής επιχείρησης υπήρξε αποτέλεσμα της συνεργασίας Βρετανών κομάντος (υπό τους Έντι Μάγιερς και Κρίστοφερ Γούντχαουζ) που στάλθηκαν ειδικά από τη Μέση Ανατολή, και Ελλήνων ανταρτών των δύο μεγαλύτερων ελληνικών ανταρτικών οργανώσεων του ΕΔΕΣ (του Ναπολέοντα Ζέρβα) και του ΕΛΑΣ (υπό τον Άρη Βελουχιώτη). Ήταν μια συνεργασία που, για διάφορους λόγους, δεν επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Στον Γοργοπόταμο έδωσαν το παρόν τους και τρεις, τουλάχιστον Κύπριοι αντάρτες. Πολλοί από τους πρώτους «κλαρίτες» των ελληνικών βουνών ήταν στρατιώτες του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος που ύστερα από τη γερμανική προέλαση του Απριλίου του 1941 απέφυγαν την αιχμαλωσία ή κατάφεραν να δραπετεύσουν από τους χώρους κράτησής τους και κρύβονταν σε ορεινές περιοχές: Αυστραλοί, Βρετανοί, Κύπριοι, Νεοζηλανδοί και Παλαιστίνιοι. Έτσι έγινε στη Μεσσηνία, στη Μάνη, στην Παρνασσίδα, στη Θεσσαλία, στο Πήλιο και στο Βόρειο Όλυμπο (περιοχή Λιτοχώρου). Αργότερα, άλλοι ενσωματώθηκαν στις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και άλλοι προσκολλήθηκαν στις βρετανικές στρατιωτικές αποστολές και χρησιμοποιήθηκαν από τους Βρετανούς ως σύνδεσμοι μεταξύ ανταρτικών ομάδων ή ως μεταφραστές.
Σύμφωνα με τον Ε. Μάγιερς, τριάντα περίπου, ασύλληπτοι από τους κατακτητές, Κύπριοι στρατιώτες, πλαισίωσαν την πρώτη βρετανική αποστολή στην ελεύθερη Ελλάδα επιτρέποντας το σχηματισμό μιας «Κυπριακής Υπηρεσίας Αγγελιαφόρων», που μετέφερε μηνύματα και διαταγές στα διασκορπισμένα μέλη της αποστολής.
Δύο από αυτούς, οι Τζεμάλ Ναφή και Οσμάν Σουκρή, ήταν Τουρκοκύπριοι, από την Αρχιμανδρίτα της Πάφου. Αφού παρέμειναν ασύλληπτοι για περισσότερο από ένα χρόνο στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας, προσκολλήθηκαν στην πρώτη ομάδα των Βρετανών κομάντος και χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των εκρηκτικών υλών, μαζί με ένα συνάδελφό τους, Παλαιστίνιο στρατιώτη. Μετά τον Γοργοπόταμο ανέλαβαν και τα «οικιακά» των Βρετανών αξιωματικών στα λημέρια της Ρούμελης, αλλά και τη φροντίδα της νοσηλείας του, ασθενήσαντος, Μάγιερς.
Ανάμεσα στους άνδρες του ΕΛΑΣ που πήραν μέρος στην επιχείρηση Γοργοποτάμου ήταν, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του, ο Γεώργιος Τριλλίδης από τα Καμπιά (απεβίωσε το 1992 στη Λευκωσία), κι αυτός αποκομμένος στρατιώτης του «Κυπριακού Συντάγματος». Στην εαμική βιβλιογραφία καταγράφεται η συμμετοχή ενός ακόμη Κύπριου στην πρώτη ομάδα των ανταρτών («μαυροσκούφηδων») του Βελουχιώτη, το καλοκαίρι του 1942, του «Παντελή». Προφανώς πρόκειται για τον Παύλο Φλούρου (Ππακλαβατζιή) από το Ριζοκάρπασο, κατόπιν για σειρά ετών, τοπικό γραμματέα του ΑΚΕΛ στη γενέτειρά του, και για τρία χρόνια εγκλωβισμένο στην Καρπασία ύστερα από την τουρκική εισβολή του 1974. Όπως γράφει ο Θ. Ζαμπάς στο βιβλίο του για την ιστορία του ΑΚΕΛ Αμμοχώστου, ο Φλούρου απεβίωσε το 1996 στον προσφυγικό συνοικισμό Μενεού.
Ο Θέμης Μαρίνος, γράφει και τα πραγματικά ονόματα των δύο Τουρκοκυπρίων στρατιωτών του Γοργοποτάμου και αναφέρεται με συμπάθεια σε αυτούς, στο βιβλίο του, Ο Εφιάλτης της Εθνικής Αντίστασης. Προσωπικές μαρτυρίες (1941-1944), Μέρος Α, Αθήνα: Παπαζήσης, 2003, σελ. 153, ενώ ανάλογες αναφορές γίνεται και στο προηγούμενό του βιβλίο, Αποστολή Harling 1942. Η επιχείρηση Γοργοπόταμος, Αθήνα: Παπαζήσης χ.χ., σσ. 86-87, 111. Γράφει, συγκεκριμένα, στο πρώτο βιβλίο:
“Στη σπηλιά βρήκαμε τρία νέα μέλη στην ομάδα Χάρλινγκ άγνωστά μας, τον Μάικλ Κούρυ, ή Μιχάλη, όπως ήταν γνωστός στην περιοχή, χριστιανό Άραβα από την Παλαιστίνη, και τους Τζελάλ Νάαφι (Jelal Naafi) ή Γιάννη, και Οσμάν Σούγκλι (Osman Shugli) ή Παναγιώτη, Τουρκοκυπρίους. (…) Οι δύο Τουρκοκύπριοι ήταν αυτοί που βρέθηκαν με τον Μήταλα στο σημείο προσγειώσεως της ομάδας του Γουντχάουζ. Επρόκειτο για απλούς στρατιώτες του βρετανικού στρατού, είχαν δραπετεύσει από τους Γερμανούς κατά παρόμοιο τρόπο και βρήκαν καταφύγιο στο βουνό. Ήταν νεαροί, τελείως ανειδίκευτοι και μάλλον τεμπέληδες, ιδίως ο Παναγιώτης, αλλά ως στρατιώτες εν ενεργεία τέθηκαν αμέσως υπό τις διαταγές της Αποστολής μας. Ήταν ξαδέλφια και τους είχε προσλάβει ο Μήταλας για το άναμμα των φωτιών στο πεδίο ρίψεων Χοροστάσι της Γκιώνας, όπου περίμενε την ρίψη εφοδίων από τα συμμαχικά αεροπλάνα για την ομάδα Ψαρρού-Τσιγάντε, η οποία τελικά δεν έγινε. Πάντως οι δυο αυτοί τύποι αποδείχθηκαν χρήσιμοι στην Αποστολή, παρ’ όλα τα ελαττώματά τους, γιατί μιλούσαν άπταιστα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν σαν βοηθητικό προσωπικό. Ο Γιάννης που ήταν δεινός πεζοπόρος έγινε αγγελιαφόρος ενώ ο Παναγιώτης χρησιμοποιήθηκε ως μάγειρας και για οικιακές δουλειές. Γενικά, ήταν καλοί άνθρωποι και πάρα πολύ φιλέλληνες, τόσο που άλλαξαν τα μουσουλμανικά ονόματά τους σε χριστιανικά και είχαν εκδηλωθεί υπέρ της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα.”
Πεσόντες
Εν Αθήναις τη 14 Δεκεμβρίου 1940.
Από την ομάδα των Κυπρίων της Αθήνας – εθελοντών του ελληνικού στρατού, που κατατάχθηκαν οργανωμένα τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο του 1940, δεν ευτύχησαν να δουν την απελευθέρωση και το τέλος του πολέμου πέντε, οι παρακάτω (Καταγράφονται οι πληροφορίες όπως δηλώθηκαν κατά την κατάταξή τους):
Γεωργιάδης Μιλτιάδης Προκοπίου. 21 χρ. Άγαμος. Αθήνα. Υπηκοότης ελληνική. Σύνταγμα τηλεγραφητών, κλάσεως 1940β. Διακοσμητής. Απόφοιτος Σιβιτανιδείου Σχολής. Καταγωγή: Λεμεσός. Κατετάγη κληθείς την 10-12-1940 να παρουσιασθή την 20-12-1940 στο Έμπεδον Μηχανικού Αθηνών.
Γεωργιάδης Ροδίων Προκοπίου. 24 χρ. Άγαμος. Αθήνα. Υπηκοότης ελληνική, κλάσεως 1939, αναβολή λόγω υγείας και υπόχρεως να καταταγή το 1942. Καθηγητής. Διπλ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Καταγωγή: Λεμεσός. Κατετάγη την 14-12-1940. τσολιάς. Μετωπική υπηρεσία εις Τεπελένι (ομαδάρχης).
Δρουσιώτης Ανδρέας Αργυρού. Λεμεσός. Πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός.
Λιασίδης Λουκής Χαραλάμπους. 21 χρ. Άγαμος. Αθήνα. Υπηκοότης αγγλική. Φοιτητής Ιατρικής. Καταγωγή: Βαρώσια. Κατετάγη την 14-12-1940. Τσολιάς. Μετωπική υπηρεσία εις Τεπελένι. Ετραυματίσθη εις Χάρμοβον Τεπελενίου από βλήμα πυροβολικού εις τον πόδα. Έπαθε κάταγμα ποδός. Τάφηκε στο Α Νεκροταφείο Αθηνών.
Σιερίφης Βαρνάβας Ελευθερίου. 21 χρ. Άγαμος. Αμπελόκηποι, Αθήνα. Υπηκοότης αγγλική. Φοιτητής Ιατρικής. Καταγωγή: Αμμόχωστος. Κατετάγη την 14-12-1940. Τσολιάς. Επληγώθη εις Τεπελένι, «Ύψωμα Παπακώστα». Του απεκόπη ο αριστερός πους. Απέθανε εις Μεσολόγγιον.
Σε όλη την Ευρώπη
Οι Κύπριοι αγωνιστές μέσω του Κυπριακού Συντάγματος πολέμησαν σε περισσότερες από 23 χώρες.τού. Γύρω στους 600 Κύπριους που έπεσαν νεκροί στα πεδία των μαχών βρίσκονται θαμμένοι σε 56 στρατιωτικά κοιμητήρια 17 χωρών στην Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα. Επίσης, 2.500 Κύπριοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι στην Ελλάδα, και κρατήθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης: έξι στη Γερμανία κι ανά ένα σε Βέλγιο, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία και Ιταλία. Από τους αιχμαλώτους, ορισμένοι πέθαναν από στερήσεις, κακουχίες και σκληρές συνθήκες εργασίας, ενώ άλλοι εκτελέστηκαν.
Πηγές