Ελληνίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια: του κινηματογράφου και του θεάτρου και θεατρική επιχειρηματίας. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 και πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996. φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο το 1953, ενώ ήταν δευτεροετής μαθήτρια της Σχολής. Την επόμενη χρονιά πραγματοποίησε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Πρωταγωνίστησε σε 42 κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ των οποίων και ορισμένες διεθνείς παραγωγές, οι περισσότερες των οποίων έγιναν τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες και κατάφεραν να εκτινάξουν την καριέρα της στα ύψη και να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της «Εθνικής Σταρ» Το 1982 παντρεύτηκε στο δεύτερο της γάμο τον τον κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη, με τη σχέση τους να κρατάει πάνω από 10 χρόνια.
Το 1993, όμως, 9 χρόνια μετά το διαζύγιό τους, ο Γιώργος Ηλιάδης, ως δημοσιογράφος συνεργάτης τότε του περιοδικού «Σελίδες», που εξέδιδε ο «Φιλελεύθερος», συναντήθηκε με την Αλίκη για μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Σε αυτήν, σκιαγραφεί το πορτρέτο της «εθνικής σταρ» ίσως καλύτερα απ’ ό,τι άλλο επιχειρήθηκε να γραφτεί γι’ αυτήν. Εγραψε για αυτήν:
«Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να φτιάξω εγώ, ειδικά εγώ, το πορτρέτο της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Γιατί, ό,τι πω θα παρεξηγηθεί. Όμως, θα το επιχειρήσω. “Θυμάμαι πάντα το γέλιο του πατέρα μου. Θυμάμαι, ακόμα, ένα ηλιοβασίλεμα, έσφιγγα τον πατέρα μου σφιχτά στην αγκαλιά μου… αυτοί τον τραβούσαν μέχρι που τον βάλανε στο αυτοκίνητο κι έφυγαν.
Θυμάμαι την κόκκινη σκόνη που άφησε πίσω φεύγοντας το αυτοκίνητο. Εκείνη την ώρα, χωρίς να το ξέρω, ένιωσα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα. Και δεν τον ξαναείδα”.
Σ’ αυτές τις λίγες αράδες περικλείνεται όχι μόνο ολόκληρη η ιστορία της παιδικής ζωής της Α.Β., αλλά ίσως και η εξήγηση του “φαινομένου Βουγιουκλάκη”. Γιατί, εκείνα τα ζοφερά παιδικά χρόνια την ωρίμασαν πριν την ώρα της, δείχνοντάς της τη ζωή σ’ όλη της την ασκήμια και σκληρότητα. Από ‘κει και πέρα και επειδή δεν άντεχε την ασκήμια, δραπέτευε. Και δραπέτευε μέσα στα παιδικά της όνειρα. Τούτη η ζωή διαμόρφωσε για πάντα την Αλίκη. Ακόνισε την ευαισθησία της, δυνάμωσε την αντοχή της, την ανελέητη ενέργειά της. Την έμαθε να βλέπει τη ζωή, γιατί έτσι όφειλε να βλέπει τη ζωή, γιατί έτσι όφειλε για να επουλώσει τα τραύματά της, με αισιοδοξία, με χιούμορ και με γέλιο – εκείνο το γέλιο του αδικοσκοτωμένου πατέρα της, που πάντα θυμάται…
Στην Αλίκη υπάρχουν τρεις Αλίκες. Η Αλίκη όπως είναι η Αλίκη, η Αλίκη όπως νομίζει η ίδια τον εαυτό της και η Αλίκη όπως τη νομίζουν οι άλλοι. Παραφράζοντας τον Πιραντέλλο θα έλεγα ότι η Αλίκη είναι μία, καμία και εκατό χιλιάδες, ανάλογα με το πώς τη βλέπει ετούτο ή εκείνο το πρόσωπο. Έτσι, η Α.Β. έχει άπειρες μορφές για τους τρίτους. Και οι μορφές αυτές δεν στηρίζονται μόνο στο διαφορετικό πρίσμα απ’ όπου τη βλέπουν οι άλλοι. Υπάρχουν και λειτουργούν μέσα της. Ή, αν θέλετε, η ίδια τις επέβαλε στον εαυτό της. Πώς; Δεν ξέρω. Ίσως… γιατί είναι γεννημένη ηθοποιός… ίσως, γιατί δεν αντέχει ολόκληρη ζωή να υποδύεται ένα μόνο ρόλο… ίσως, η πλήξη του ενός ρόλου… ίσως, γιατί ψάχνει διεξόδους η ανήσυχη φύση της… ειλικρινά δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι αυτό το απίστευτα ζωντανό και στο βάθος ανασφαλές άτομο, που κρατάει όχι μόνον τον κόσμο αλλά και τον χρόνο με κομμένη την ανάσα, διαθέτει ένα ανεξήγητο μαγνητισμό, που ξεχύνεται από πάνω της άλλοτε για να σε τυλίξει κι άλλοτε για να σε ταπεινώσει σαν χαστούκι. Και ξέρω ακόμα ότι μέσα σ’ αυτή την υπερβολικά διάσημη γυναίκα, φωλιάζουν πλήθος καταπιεσμένες επιθυμίες, κρυφές μελαγχολίες, ευπρόσβλητες πτυχές.
Το μεγαλύτερο χάρισμα της Α.Β. είναι η εξυπνάδα της, που συνταιριάζεται με μια διαίσθηση κεραυνοβόλα, σχεδόν μαντική. Και η αισιοδοξία της. Τη ζωή τη βλέπει με την αισιοδοξία παιδιού. Γιατί πιστεύει ότι, όταν υπάρχει αισιοδοξία, τίποτα δεν είναι μοιραίο, τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, τίποτα δεν είναι αμετάλλακτο».