Με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), που τερμάτισε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκε μία περιορισμένη εδαφικά Τουρκία, καθώς οι νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ διεκδικούσαν περιοχές της: η Βρετανία τα στενά του Βοσπόρου και την Κωνσταντινούπολη, η Ιταλία την Αττάλεια, η Γαλλία την Κιλικία και η Ελλάδα την περιοχή της Σμύρνης, όπου κατοικούσαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Από τις 2 Μαϊου του 1919 είχαν αποβιβαστεί στο λιμάνι της Σμύρνης ελληνικά στρατεύματα, αναλαμβάνοντας τη διοίκησή της για πέντε χρόνια. Αμέσως μετά, οι κάτοικοι της θα αποφάσιζαν αν θα ενωνόταν με την Ελλάδα.
Η Μικρασιατική εκστρατεία είχε τεράστια απήχηση και στην Κύπρο αφού αναζωπύρωσε το ενωτικό κίνημα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Την ίδια στιγμή έφερε σε ρήξη τους Ελληνοκύπριους με τους Τουρκοκύπριους αφού οι πρώτοι υποστήριζαν την ελληνική επιχείρηση, ενώ οι δεύτεροι την Τουρκία και δη τον Κεμάλ Ατατούρκ. Αρκετοί Ελληνοκύπριοι πολέμησαν στην Μικρασιατική εκστρατεία μεταξύ των οποίων ο τότε θρυλικός επίλαρχος Ιωάννης Τσαγγαρίδης και ο Στρατηγός Γρίβας ως υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού.
Οι επιχειρήσεις
Ο ελληνικός στρατός μετά την αποβίβαση του στην Μικρά Ασία, ήρθε αμέσως στην Πέργαμο και στο Αϊδίνι σε σύγκρουση με Τούρκους στρατιώτες και αντάρτες. Οι επιτιθέμενοι εξορμούσαν από την ενδοχώρα είτε από εδάφη που κατείχαν οι Ιταλοί. Προκειμένου να προστατευθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί και να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές επιθέσεις, η γραμμή κατοχής αποφασίστηκε να επεκταθεί. Προκρίθηκε, λοιπόν, από το ελληνικό Στρατηγείο η κατάληψη των σημαντικών κέντρων Αφιόν Καραχισάρ και Εσκί Σεχιρ, που απείχαν περισσότερο από 300 χιλιόμετρα από τη βάση της Σμύρνης. Αυτό σήμαινε τη δημιουργία ενός εκτεταμένου μετώπου επιχειρήσεων με τεράστιες δυσκολίες στον ανεφοδιασμό, χωρίς χάρτες ακριβείας και με τους Τούρκους να υπερτερούν σε ιππικό και πυροβολικό.
Το Νοέμβριο του 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος που με όπλο τη Συνθήκη των Σεβρών ήταν η ψυχή αυτής της εκστρατείας έχασε τις εκλογές. Την εξουσία ανέλαβαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι με πρωθυπουργό το Δημήτριο Γούναρη, οι οποίοι επανέφεραν στο θρόνο το βασιλιά Κωνσταντίνο, προκαλώντας με την ενέργειά τους αυτή τη δυσαρέσκεια των Άγγλων και των Γάλλων. Επίσης συνέχισαν τον πόλεμο, αντικαθιστώντας την ηγεσία του στρατεύματος.
Οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών προκάλεσαν την αντίδραση των Τούρκων. Στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του Σουλτάνου κι εκείνους του αξιωματικού Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κεμάλ, διατηρώντας επαφές με τους Ιταλούς και τους Γάλλους, από τα λιμάνια των οποίων προμηθευόταν όπλα και πυρομαχικά, οργάνωσε αντίσταση εναντίον του ελληνικού στρατού. Την ίδια στιγμή η Σοβιετική Ένωση συνήψε συμφωνία μαζί και του παρείχε εξοπλισμό αλλά και αξιωματικούς για να εκπαιδεύσουν τις άτακτες στρατιωτικές του ομάδες.
Η κατάσταση στη Μικρά Ασία σταδιακά άλλαζε, καθώς οι περισσότεροι Σύμμαχοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα εδάφη που κατείχαν.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν νικηφόρα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και στη διάρκεια του 1921 κατέλαβαν τους δύο στρατηγικούς στόχους που είχαν θέσει. Αλλά οι Τούρκοι του Κεμάλ υποχώρησαν κι άλλο και οχυρώθηκαν στην περιοχή της Άγκυρας. Η ανάγκη καταδίωξης και οριστικής εξολόθρευσής τους ανάγκασε τον ελληνικό στρατό να περάσει τον ποταμό Σαγγάριο και την Αλμυρά έρημο. Ο εφοδιασμός έγινε δύσκολος και ο στρατός ήταν ταλαιπωρημένος από τους συνεχείς πολέμους. Έτσι, τον Αύγουστο του 1921 οπισθοχώρησε και οχυρώθηκε σε μία αμυντική γραμμή (Εσκί Σεχίρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ).
Ένα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1922, οι Τούρκοι του Κεμάλ επιτέθηκαν στις εξασθενημένες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η αμυντική γραμμή έσπασε και ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Τον ακολούθησαν χιλιάδες Έλληνες, φοβούμενοι τα τουρκικά αντίποινα. Στις 13 Αυγούστου ξεκίνησε η γενική αντεπίθεση των Τούρκων.
Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Προύσα, βάζοντας φωτιά στην πόλη. Η πυρκαγιά πάντως τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε. Στις 13 Σεπτεμβρίου επίσης, τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα οχυρώθηκαν στην Χερσόνησο των Ερυθρών, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη να φυλάει το λεπτότερο σημείο του ισθμού, μήκους 11 χιλιομέτρων. Από εκεί ξεκίνησε η οργανωμένη και ασφαλής αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Όσοι στρατιώτες επρόκειτο να επιστρέψουν στον Πειραιά αφοπλίστηκαν, αλλά αυτοί που μεταφέρθηκαν στη Θράκη διατήρησαν τον οπλισμό τους.
Οταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, πυρπόλησαν την ελληνική και την αρμενική συνοικία της πόλης, ενώ ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος παραδόθηκε στο μουσουλμανικό πλήθος και θανατώθηκε. Σκηνές ανείπωτου πόνου εκτυλίχθηκαν στο λιμάνι, με πρωταγωνιστές πλήθος πρόσφυγες που αγωνίζονταν να μπουν στα πλοία για να σωθούν. Σφαγές χριστιανών και λεηλασίες ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Ήταν το δραματικό τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στην περιοχή.
» Βλέπε Βίντεο:
Επαναστατικό κίνημα
Μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία - Καταστροφή, την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία και τη δραματική κατάσταση στην οποία ευρέθησαν οι πρόσφυγες Ελληνες στην περιοχή της Σμύρνης, όλοι αναζητούσαν κάποιον ή κάποιους που θα έβγαζαν τη χώρα από το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί. Κάποιοι επίσης ζητούσαν να καταλογισθούν ευθύνες. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο και σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή από τους πρωτεργάτες της, τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου, Στυλιανό Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, και τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ως εκπρόσωπο του Ναυτικού. Το επαναστατικό κίνημα κατέλαβε την Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 και αξίωσε τα πιο κάτω:
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε την Ελλάδα στις 13 Σεπτεμβρίου 1922. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1922 σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Σ. Κροκιδά. Την εξουσία όμως είχε ουσιαστικά η Επαναστατική Επιτροπή (αρχηγός της ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας), που ανέθεσε τη διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Η δίκη των έξι
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922. Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.
Προηγήθηκε μια ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου 1922 που ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.
Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1922, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 - 1922:
Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση.
Στις 16 Νοεμβρίου 1922 το Επαναστατικό Δικαστηριο καταδικάζει τους εξι από τους οκτώ κατηγορούμενους σε εκτέλεση διά τυφεκισμού. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α' Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Πηγές: