Παστό, ταριχευμένο κρέας κατσίκας ή τράγου που κατασκευαζόταν στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές γιατί ήταν ένας τρόπος διατήρησής του για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε εποχές που δεν υπήρχαν ψυγεία ή άλλα μέσα για την αποθήκευσή του. Η λέξη ίσως παράγεται από τις λ. από και κτήνος, δηλαδή σημαίνει το υπόλοιπο ενός κτήνους αφού, για να κατασκευαστεί το απόχτιν αφαιρούνται τα εντόσθια και άλλα μέλη του ζώου. Από ένα ζώο 15-20 οκάδων, κατασκευάζεται απόχτιν 5-6 οκάδων.
Το απόχτιν τρώγεται ως μεζές ή μαγειρεύεται με πατάτες.
Η κατασκευή του αποχτιού: Αφού το ζώο σφαγεί και γδαρεί, αφαιρείται το συκώτι, το κεφάλι και η σπονδυλική στήλη. Αλατίζεται, στερεώνεται σε 2 - 3 βέργες και κρεμάζεται για να στεγνώσει, για 15 μέρες περίπου. Μετά τηγανίζεται και κόβεται σε μεγάλα κομμάτια που βράζονται σε νερό. Αυτά κόβονται σε μικρότερα κομμάτια που πλένονται για να βγει το αλάτι και αφήνονται να στεγνώσουν. Στη συνέχεια τα κομμάτια αυτά τηγανίζονται στο λίπος του ζώου. Αφού προστεθούν διάφορα αρωματικά βότανα, όπως δυόσμος ή ρίγανη, το κρέας φυλάγεται σε πήλινες κούζες.
Μεταφορικά η λέξη απόχτιν σημαίνει λιπόσαρκος ή πολύ ισχνός άνθρωπος.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια