Πλούσια ήταν τα δάση της χερσονήσου Καρπασίας ιδιαίτερα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν οι πηγές. Ακόμη και μετά την αποψίλωση που είχαν υποστεί επί Βενετοκρατίας για το “δημόσιο συμφέρον”, ώστε η ξυλεία να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή παξιμαδιού για τα στρατιωτικά σώματα ή να σταλεί ξυλεία στην Κρήτη, τα δάση της Καρπασίας εξακολουθούσαν να είναι πλούσια. Αν και δεν έχουμε συγκεκριμένες ονομασίες ή περιοχές για τα δάση της Καρπασίας κατά τη διάρκεια εκείνων των εποχών, εικάζουμε όμως ότι πρόκειται για περιοχές στις οποίες ακόμη και σήμερα υπάρχουν δάση.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή η ύπαρξη πλούσιων δασών στο ανατολικό αυτό τμήμα της Κύπρου, μαρτυρείται και σε έναν νόμο που ίσχυε κατά την ίδια περίοδο για προστασία των δασών. Μεταξύ των δασών της χερσονήσου Καρπασίας θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το γνωστό ως δάσος του Αποστόλου Ανδρέα, προς το ανατολικότερο τμήμα της Καρπασίας. Άλλα δάση της χερσονήσου είναι αυτό τον Ακράδων κοντά στον Άγιο Ανδρόνικο, το δάσος στην περιοχή Γιούτι προς την Επτακώμη, το δάσος της Βάλιας κοντά στα Γαστριά και βέβαια το δάσος της Καντάρας. Μεταξύ των νόμων που ίσχυαν στην Καρπασία επί Βενετοκρατίας, όπως μας γνωστοποιήθηκαν από ανέκδοτες πηγές του αρχείου της Βενετίας, υπήρχε σχετικός νόμος για την προστασία των δασών και βέβαια η τιμωρία για όσους παρανομούσαν ήταν πολύ σκληρή και αφορούσε ακρωτηριασμό.
Οι νόμοι αυτοί πρέπει, αν και χρειάζεται σχετική ενδελεχής έρευνα που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, να αποτελούν ένα συμπίλημα βυζαντινού, φραγκικού και γενουατικού δικαίου. Η ίδια η Αμμόχωστος, εκτός από τα χρόνια της φραγκικής κυριαρχίας και αργότερα της βενετικής, γνώρισε και τη γενουατική κυριαρχία. Τόσο η ίδια η πόλη της Αμμοχώστου όσο και τα χωριά γύρω από την πόλη, σε μια έκταση δύο μιλίων, σχεδόν για έναν αιώνα ανήκαν στη Δημοκρατία της Γένουας. Η έρευνα κατά ευτυχή συγκυρία δεν μας προσέφερε τους νόμους αυτούς μόνο στην ελληνική γλώσσα της εποχής, κείμενο το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί μνημείο της κυπριακής διαλέκτου, αλλά και στην ιταλική. Το γεγονός αυτό υπήρξε ενισχυτικό στην ανάγνωση, την κατανόηση και την ανάλυση των νόμων, αλλά και στην ταύτιση τοπωνυμίων και πρωτίστως οι νόμοι αυτοί, που ανακαλύψαμε στην ελληνική και την ιταλική, υπήρξαν οι πηγές για την τελεσίδικη επιβεβαίωση της βυζαντινής ονομασίας της χερσονήσου Καρπασίας, η οποία ονομαζόταν Ακροτίκη.
Τι προνοούσε όμως ο σχετικός νόμος εάν κάποιος είτε οικειοθελώς είτε από αμέλεια έβαζε φωτιά και προκαλούσε πυρκαγιά με αποτέλεσμα να υποστεί ένα δάσος οποιαδήποτε καταστροφή; Το “όρδινον”, δηλαδή ή εντολή, “της εκλαμπροτάτης αφεντίας”, δηλαδή της βενετικής διοίκησης της Κύπρου, ήταν η εξής: “[…] κάμνετε νόσιν όλους ότι λο?ς και κουντιτζιούς να ένε, να μηδέν τορμήσουν μηδέ να γνιαστούν να καψαγλιάσουν μηδέ να κάμουν να καψαλιάσουν δάσι, ουδέ τόπους αγνιούς και δασερούς απάνου ις πένα τα ιέγνια τους και τα μαγλιά τους και να πλερόνουν λοκότενα εκατόν απλικάδα το έναν τρίτον του ομολογιτί και τα άλλα δίο ιστο θέλιμαν τις αφεντίαστου”. Το κείμενο μάλλον θα ξενίσει τον αναγνώστη, αλλά πρόκειται για χειρόγραφο του 16ου αιώνα το οποίο συντάχθηκε στην Κύπρο στην ελληνική γλώσσα (κυπριακή διάλεκτο) της εποχής. Στο κείμενο περιλαμβάνονται πολλές ιταλικές λέξεις, δεν υπάρχει στίξη, αλλά ούτε ορθογραφία, ωστόσο παραμένει ένα σημαντικότατο χειρόγραφο της ελληνικής γλώσσας, που μας γνωστοποιεί πώς έγραφαν τότε όσοι ελάχιστοι γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Ο σχετικός κανονισμός αναφέρει τα ακόλουθα: “Γνωστοποείται σε όλους σε όποια κοινωνική τάξη και εάν ανήκουν όπως μη τολμήσουν ούτε να διανοηθούν να βάλουν φωτιά ούτε να χρησιμοποιήσουν τρόπους προκαλώντας πυρκαγιά σε δάση ή σε τόπους πράσινους και δασώδεις, διότι η τιμωρία σε τέτοια περίπτωση είναι να τους κόβουν τα μαλλιά και τα γένια -γεγονός πολύ ατιμωτικό για έναν άνθρωπο- και να επιβάλλεται σε αυτούς το πρόστιμο των εκατόν ολοκότινων.
Το ένα τρίτο από το ποσό αυτό θα ανήκε στον πληροφοριοδότη που είχε καταδώσει τον υπαίτιο της πυρκαγιάς και τα άλλα δύο τρίτα θα παραχωρούνταν στο Δημόσιο, δηλαδή στη βενετική διοίκηση της Κύπρου. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι από το χειρόγραφο με το ιταλικό κείμενο έχει διαγραφεί το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται ότι όσοι θεωρηθούν ένοχοι για εμπρησμό, ο οποίος θα είχε προκαλέσει καταστροφή σε κάποιο δάσος, θα τους κόβονται τα μαλλιά και θα τους ξυρίζουν τα γένια και θα πληρώνουν και εκατό ολοκότινα, τα οποία ας σημειωθεί ότι αναφέρονται εδώ ως βυζάντια (bisanti) και πάνω από το διαγραφέν κείμενο σημειώθηκαν τα εξής. “Οι παραβάτες και ένοχοι θα υποβάλλονται σε ακρωτηριασμό και θα τους αποκόπτεται ολοκληρωτικά το ένα χέρι (de esserli tagliata una mano irremisibilmente)”. Το χειρόγραφο φέρει ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1568. Για πρώτη φορά μέσα από το πιο πάνω κείμενο, καθώς επίσης και από μια άλλη πηγή του 16ου αιώνα, πληροφορούμαστε για φοβερές ποινές, τόσο για αποκοπή ενός χεριού όσο και για εξόρυξη οφθαλμών.
Η δεύτερη πηγή με τα στοιχεία αυτά αναφέρεται σε καταγγελία κατά του Βενετού καπιτάνου Αμμοχώστου Μαρκαντωνίου da Canal, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Κύπρο κατά τα έτη 1526 έως 1528. Ο M. da Canal είχε κατηγορηθεί για αυθαιρεσίες τις οποίες είχε διαπράξει κατά των δύστυχων κατοίκων της Κύπρου, είτε ανήκαν στην τάξη των φραγκομάτων, δηλαδή των ελεύθερων καλλιεργητών, είτε στην τάξη των παροίκων που διαβιούσαν σε κατάσταση στυγνής δουλείας. Μαζί με την καταγγελία εναντίον του καπιτάνου υπάρχει επισυναπτόμενος και ένας κατάλογος ποινών, οι οποίες είχαν επιβληθεί από τον ίδιο σε κατοίκους του διαμερίσματος Αμμοχώστου.
Αμμόχωστος, κέντρο παρασκευής παξιμαδιού
Ξυλεία από τα δάση της Καρπασίας είχε χρησιμεύσει κατά τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας τόσο για την παρασκευή παξιμαδιού στην Αμμόχωστο όσο και για τα οχυρωματικά έργα της ίδιας πόλης. Η πόλη της Αμμοχώστου δεν ήταν μόνο το κυρίως λιμάνι της Κύπρου επί Βενετοκρατίας, αλλά ταυτόχρονα ήταν και το στρατιωτικό κέντρο της μεγαλονήσου, γι’ αυτό άλλωστε ο Βενετός διοικητής της πόλης, του οποίου η δικαιοδοσία εκτεινόταν και στα δύο διαμερίσματα Μεσαορίας και Καρπασίας, ήταν ταυτόχρονα και στρατιωτικός διοικητής της Κύπρου. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ότι δηλαδή η Αμμόχωστος ήταν στρατιωτικό κέντρο και η γειτονική Μεσαορία πλούσια σε παραγωγή σιτηρών, ενώ η χερσόνησος Καρπασία -που υπαγόταν, όπως προαναφέρθηκε, και αυτή στην Αμμόχωστο- ήταν πλούσια σε δάση, κατέστη κέντρο παραγωγής παξιμαδιού / γαλέτας, απαραίτητου για τη διατροφή των στρατιωτικών σωμάτων. Πολύ συχνά στις πηγές συναντούμε εντολές του καπιτάνου Αμμοχώστου ή και του βαϊλου Καρπασίας με τις οποίες οι κάτοικοι της περιοχής διατάσσονταν να μεταφέρουν ξυλεία στην Αμμόχωστο, τόσο για την παρασκευή παξιμαδιού όσο και κατά τις οχυρωματικές εργασίες στην ίδια πόλη.