Μεσαιωνικό λατινικό βασίλειο που ιδρύθηκε από τους σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους, με πρωτεύουσά του αρχικά την πόλη των Ιεροσολύμων. Η ίδρυση του βασιλείου έγινε στο τέλος του 11ου αιώνα από τους σταυροφόρους της πρώτης Σταυροφορίας, οι οποίοι εξεδίωξαν τους Μουσουλμάνους που κατείχαν την περιοχή. Για την ακρίβεια, η σύσταση του βασιλείου έγινε το 1099, ένα σχεδόν αιώνα πριν από την ίδρυση του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου, με το οποίο και συνδέθηκε στενά. Ωστόσο το βασίλειο των Ιεροσολύμων διατηρήθηκε, με τα μεγαλύτερα τμήματα των εδαφών του κατεχόμενα και πάλι από τους Μουσουλμάνους, μέχρι το 1291 οπότε κατελήφθησαν απ' αυτούς και οι δυο τελευταίες πόλεις του. Η ίδια η πόλη των Ιεροσολύμων είχε πέσει, οριστικά πλέον, στα χέρια των Μουσουλμάνων από το 1187, όταν κατελήφθη από τον Σαλαντίν. Αντίθετα, το βασίλειο της Κύπρου επέζησε μέχρι και το 1489, οπότε η εξουσία του νησιού μεταβιβάσθηκε από την βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο στους Βενετούς. Το νησί έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1570/71.
Το βασίλειο των Ιεροσολύμων εκτεινόταν περίπου στα όρια του σημερινού Ισραήλ, μαζί με τμήμα του νοτίου Λιβάνου και τμήμα της νοτιοδυτικής Ιορδανίας. Χωριζόταν σε τέσσερις μεγάλες βαρονίες που ήσαν: η κομητεία της Γιάφφας και της Ασκαλώνος, η ηγεμονία της Γαλιλαίας, η αυθεντία του Κρακ ή Μοντρεάλ και η αυθεντία της Σιδώνος. Στο βασίλειο των Ιεροσολύμων υπάγονταν και οι υποτελείς κι εξαρτώμενες απ’ αυτό ηγεμονίες της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τριπόλεως, ενώ περιλαμβάνονταν σ' αυτό και οι πόλεις Άκρα και Τύρος.
Στο βασίλειο των Ιεροσολύμων εφαρμόστηκαν διάφοροι νόμοι που συντάχθηκαν και κωδικοποιήθηκαν υπό την γενική ονομασία ασσίζες. Οι νόμοι αυτοί απετέλεσαν και τη βάση της νομοθεσίας που εφαρμόστηκε και στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου (ασσίζες).
Το βασίλειο των Ιεροσολύμων δεν ήταν πλούσιο. Βασικές πηγές εισοδημάτων του ήσαν το εμπόριο με τους Μουσουλμάνους και τα χρήματα που άφηνε το πλήθος των προσκυνητών που συνέρρεε από τη Δύση και από αλλού στους Αγίους Τόπους. Επειδή το βασίλειο αυτό αποτελούσε το προπύργιο των Δυτικών στην Ανατολή, δεχόταν συνεχώς τις επιθέσεις των Μουσουλμάνων. Μετά τη σύσταση και του βασιλείου της Κύπρου, άλλης προωθημένης βάσης των Δυτικών στην Ανατολή, τα δυο βασίλεια συνδέθηκαν στενά και συνεργάστηκαν τόσο στρατιωτικά όσο και εμπορικά και θρησκευτικά.
Πρώτος βασιλιάς του βασιλείου των Ιεροσολύμων ήταν ο Βαλδουίνος Α' (1100 -1118). Τον διαδέχθηκε ο Βαλδουίνος Β' (1118 1131) που ισχυροποίησε το βασίλειο επεκτείνοντάς το και κτίζοντας διάφορα φρούρια και άλλα οχυρά. Όμως το βασίλειο περιήλθε σε δεινή θέση μετά την αποτυχία της δεύτερης Σταυροφορίας (1147) και ιδίως μετά την ήττα του βασιλιά Αμάλριχου Α' (1163 -1174) από τον Σαλαντίν της Αιγύπτου. Μετά την απώλεια της πόλης των Ιεροσολύμων που αλώθηκε από τον Σαλαντίν το 1187, η έδρα του βασιλείου μεταφέρθηκε στην Άκρα. Με την πτώση και της πόλης αυτής στα χέρια των Μουσουλμάνων, το 1291, το βασίλειο διαλύθηκε εντελώς. Η άλωση έγινε στις 18 Μαϊου 1291. Η πολιορκία της είχε αρχίσει στις 5 Απριλίου 1291 και στην υπεράσπιση της πόλης είχαν πάρει μέρος και δυνάμεις από την Κύπρο με επί κεφαλής τον βασιλιά Ερρίκο Β' (1285- 1324). Η πτώση της Άκρας, τελευταίου προπυργίου των Σταυροφόρων στην Ανατολή, είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις για την Κύπρο, στην οποία ήλθαν και εγκαταστάθηκαν
χιλιάδες φυγάδων από εκεί. Με την απώλεια και των τελευταίων κτήσεων των
Σταυροφόρων στην Συροπαλαιστίνη, η Κύπρος παρέμεινε πλέον ο προμαχώνας των
Χριστιανών απέναντι στα εδάφη των Μουσουλμάνων.
Ιδιαίτερα στενές σχέσεις μεταξύ του βασιλείου των Ιεροσολύμων και του βασιλείου της Κύπρου εγκαινιάστηκαν από το 1198, όταν ο βασιλιάς της Κύπρου Αμάλριχος (1197 - 1205) νυμφεύθηκε τη βασίλισσα των Ιεροσολύμων Ισαβέλλα. Με τον γάμο αυτό, ο βασιλιάς της Κύπρου (που ανήκε στη δυναστεία των Λουζινιανών) έγινε και βασιλιάς των Ιεροσολύμων. Έκτοτε, όλοι οι Λουζινιανοί βασιλιάδες της Κύπρου που ακολούθησαν, έφεραν και τον τίτλο του βασιλιά των Ιεροσολύμων. Λίγοι απ' αυτούς στέφθηκαν και βασιλιάδες των Ιεροσολύμων στους Αγίους Τόπους και κυβέρνησαν το βασίλειο αυτό. Μετά την ολοκληρωτική κατάληψή του από τους Μουσουλμάνους, οι Λουζινιανοί της Κύπρου εξακολουθούσαν να στέφονται και βασιλιάδες των Ιεροσολύμων, έφεραν όμως πλέον μόνο τον τίτλο. Συνήθως η τελετή της στέψεώς τους ως βασιλιάδων της Κύπρου γινόταν στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία, κι ακολουθούσε μια δεύτερη τελετή στέψεώς τους ως βασιλιάδων των Ιεροσολύμων που γινόταν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο.
Παρά τη διάλυση του βασιλείου των Ιεροσολύμων, οι Κύπριοι βασιλιάδες εξακολουθούσαν να απονέμουν τίτλους του βασιλείου των Ιεροσολύμων σε μέλη της οικογένειάς τους. Τέτοιοι τίτλοι, τους οποίους έφεραν κατά καιρούς αρκετά μέλη της βασιλικής οικογένειας της Κύπρου, ήταν εκείνοι του πρίγκιπα της Αντιόχειας, του πρίγκιπα της Γαλιλαίας, του κόμητα της Τριπόλεως, του λόρδου της Βηρυτού, του λόρδου της Σιδώνος, του κόμητα της Γιάφφας και της Ασκαλώνος και του λόρδου της Τύρου. Κατά καιρούς, και μέχρι τη διάλυση του βασιλείου των Ιεροσολύμων, Κύπριοι ευγενείς και στρατιώτες είχαν πάρει μέρος σε διάφορες πολεμικές συγκρούσεις εκεί, κατά των Μουσουλμάνων.