Yerushalayim στα εβραϊκά. Η αρχαιότατη πόλη των Ιεροσολύμων που βρίσκεται στη Μέση Ανατολή σε ένα οροπέδιο στα όρη της Ιουδαίας, ανάμεσα στη Μεσόγειο Θάλασσα και τη Νεκρά Θάλασσα, υπολογίζεται, με βάση αρχαιολογικά ευρήματα, ότι ήταν κατοικημένη τουλάχιστον από τον 18ο π.Χ. αιώνα. Ωστόσο σαν πρώτοι κάτοικοί της μαρτυρούνται, αρκετά πιο ύστερα, οι Αιγύπτιοι.
Η Κύπρος από αρχαιοτάτων χρόνων είχε σχέση με τους Εβραίους και την Ιερουσαλήμ.
Βλέπε λήμμα
Το 1000 π.Χ. η πόλη κατελήφθη από τον Δαβίδ κι ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του Ισραήλ, στην οποία ο Σολομών έκτισε αργότερα τον περίφημο ναό του, καθιστώντας την Ιερουσαλήμ αδιαμφισβήτητο εβραϊκό θρησκευτικό κέντρο. Παράλληλα όμως, μέσα στους αιώνες, η πόλη αυτή υπήρξε το σύμβολο και άλλων δυο μονοθεϊστικών θρησκειών, εκτός από τον Ιουδαϊσμό, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Μοιραία, κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της, η πόλη διεκδικείτο και από τους Χριστιανούς και από τους Μωαμεθανούς, αλλά βέβαια και από τους Εβραίους και άλλους. Οι διάφορες σταυροφορίες που ξεκίνησαν από την Δύση και διαδραμάτισαν σοβαρότατο ρόλο και στην ιστορία της Κύπρου, είχαν σαν αφορμή την απελευθέρωση των Ιεροσολύμων και γενικότερα των Αγίων Τόπων από τους «αλλόθρησκους».
Βλέπε λήμμα
Τα Ιεροσόλυμα, ως ιερός για τους Χριστιανούς χώρος, συνδέθηκε και με την Κύπρο η οποία, για πάρα πολλά χρόνια, απετέλεσε και σταθμό για τους πολλούς ταξιδιώτες / προσκυνητές που ταξίδευαν από τη Δύση προς τους Αγίους Τόπους. Μέχρι σήμερα, πάρα πολλοί Κύπριοι ταξιδεύουν επίσης στους Αγίους Τόπους κάθε χρόνο για προσκύνημα.
Εκκλησιαστικές σχέσεις, μεταξύ του Ορθοδόξου πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου υφίσταντο και υφίστανται επίσης. Μεταξύ άλλων, το πατριαρχείο διέθετε στην Κύπρο κτηματική περιουσία. Για τις σχέσεις αυτές βλέπε λήμμα πατριαρχεία.
Μια από τις σημαντικότερες παραδόσεις που συνδέουν την Κύπρο με τα Ιεροσόλυμα αφορούν την εκεί επίσκεψη της Αγίας Ελένης. Η οποία βρήκε το σταυρό του Χριστού και στη συνέχεια έφτασε στην Κύπρο όπου άφησε ένα σημαντικό κομμάτι τόσο στο Σταυροβούνι όσο και στην Τόχνη.
Ιδιαίτερα στενές σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ιεροσολύμων υπήρξαν κατά την περίοδο της κυριαρχίας των Φράγκων στο νησί. Η Κύπρος ήταν τότε βασίλειο, που συνδέθηκε στενά με το αντίστοιχο, επίσης λατινικό, βασίλειο των Ιεροσολύμων.
Μνημείο
Η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, περιβάλλεται από έναν οχυρωμένο τοίχο και διαιρείται σε τέσσερις συνοικίες: την αρμένικη, την χριστιανική, τη μουσουλμανική και την εβραϊκή. Λόγω των Αγίων Τόπων παρουσιάζει σημαντική τουριστική κίνηση. Αξιοθέατα της αποτελούν το Κάστρο (24 π.Χ.), ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ιακώβου του 12ου αιώνα, το Όρος του Ναού (Χαράμ αλ-Σαρίφ), το τέμενος Αλ-Ακσά (705–715), ο Τρούλος (ή Θόλος) του Βράχου, το Δυτικό τείχος, το Φρούριο Αντωνία, ο Ναός του Πανάγιου Τάφου, ο κήπος της Γεσθημανής, οι Τάφοι των Βασιλέων και το Όρος των Ελαιών.
Ιστορία της πόλης
Η Ιερουσαλήμ είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της παγκόσμιας ιστορίας. Το 1400 π.Χ. ήταν υποτελής στον Φαραώ της Αιγύπτου και το 1000 π.Χ. ο Δαβίδ την έκανε πρωτεύουσα του Ισραηλιτικού έθνους κι αργότερα ο Σολομώντας έχτισε εκεί τον περίφημο ναό του για τη λατρεία του Θεού των Εβραίων. Όταν ο Σολομώντας πέθανε και το κράτος του Ισραήλ χωρίστηκε στα δύο, η Ιερουσαλήμ ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα. Η πόλη πέρασε στα χέρια των Βαβυλωνίων το 586 π.Χ. οπότε και καταστράφηκε μαζί με τον ναό του Σολομώντα (Σήμερα σώζεται μόνο ένα τμήμα του τείχους από την περίοδο του Δεύτερου Ναού, το γνωστό «τείχος των δακρύων» ή ορθότερα «Δυτικό Τείχος»).
Στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή των Περσών, των Ελλήνων, των Σελευκιδών, των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων γνωρίζοντας και άλλες καταστροφές, αλλά πάντοτε αναστηλωνόταν. Στα χρόνια μάλιστα του Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς (175 -164 π.Χ.), η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Αντιόχεια. Η πιο μεγάλη καταστροφή έγινε το 70 μ.Χ. από τους Ρωμαίους με αφορμή την επανάσταση των Εβραίων. Η πόλη ξαναχτίστηκε το 134 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό ως νέα πόλη με το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα. Στην καταστροφή του 70 μ.Χ. καταστράφηκε και ο δεύτερος ναός της Ιερουσαλήμ, ο οποίος είχε οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια του πρώτου το 516 π.Χ. Μετά τους Ρωμαίους, η πόλη περιήλθε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος της απόδωσε το παλιό της όνομα, έχτισε με τη μητέρα του την Αγία Ελένη το ναό της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά και τη στόλισε με πολλά μνημεία. Το 637 μ.Χ. κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ οι Άραβες οι οποίοι την έλεγαν Κουντούς Σερίφ, που σημαίνει ιερή πόλη. Οι Άραβες έχτισαν το 691 μ.Χ. πάνω στα ερείπια του δευτέρου ναού της Ιερουσαλήμ ένα περίλαμπρο τζαμί, το Τέμενος του Ομάρ.
Σταυροφορίες
Η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει στον έλεγχο των Χριστιανών μετά την κήρυξη της Α' Σταυροφορίας το 1099 (Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείο ΡΙΚ). Είχε ιδρυθεί μάλιστα το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο ήλεγχε τους Αγίους Τόπους. Έπειτα από την ανακήρυξή του σε Σουλτάνο της Αιγύπτου και της Συρίας, αφού πρώτα εκθρόνισε τη δυναστεία των Αγιουβίδων, ο Σαλαντίν επιδόθηκε αρχικά σε έναν αγώνα επικράτησης επί των Μουσουλμάνων στις περιοχές της Παλαιστίνης, της Μεσοποταμίας και της Αραβικής χερσονήσου.
Έχοντας εδραιώσει τη θέση του στο μουσουλμανικό χώρο, κήρυξε στη συνέχεια τζιχάντ (τον ιερό πόλεμο) εναντίον των χριστιανικών βασιλείων της Ανατολής.
Κατάφερε σταδιακά να επιφέρει καίρια πλήγματα στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ κατακτώντας στρατηγικής σημασίας πόλεις - φρούρια (Άκρα, Καισάρεια, Βηρυτό κ.ά.).
Στις 2 Οκτωβρίου 1187 οι δυνάμεις των Αράβων υπό το Σουλτάνο Σαλαντίν κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ προκάλεσε την οργάνωση της Γ' Σταυροφορίας (1189-1192), στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι ηγεμόνες της εποχής όπως ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος της Αγγλίας, ο Φρειδερίκος Α' Μπαρμπαρόσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας κ.ά. (Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείο ΡΙΚ). Παρά ταύτα, οι Σταυροφόροι δεν κατάφεραν να ανακτήσουν την Ιερουσαλήμ, η οποία παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων (Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείο ΡΙΚ). Ο Γκυ ντε Λουζινιάν μετά την αποτυχία της Γ Σταυροφορίας ήρθε στην Κύπρο και την αγόρασε από τον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο.
Το Βασίλειο των Λουζινιανών της Κύπρου επί Φραγκοκρατίας πάντως εξακολουθούσε να θεωρεί την Ιερουσαλήμ ως κτήση του. Οι Λουζινιανοί βασιλείς μάλιστα εστέφοντο μέχρι τέλους ως βασιλιάδες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, αφού ο Γκυ ντε Λουζινιάν εθεωρείτο ως ο τελευταίος βασιλιάς της. Νυμφεύθηκε την Σίβυλλα, κόρη του βασιλιά των Ιεροσολύμων Αμάλριχου Α΄. Η Σίβυλλα είχε ένα γιο από προηγούμενο γάμο της, τον Βαλδουίνο Ε΄, που ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου των Ιεροσολύμων, στον οποίο όμως δεν παρέμεινε για πολύ. Ο Βαλδουίνος Ε΄ πέθανε το 1186, οπότε στον θρόνο των Ιεροσολύμων ανήλθε ο Γκυ ντε Λουζινιάν, δηλαδή ο θετός του πατέρας. Τον επόμενο όμως χρόνο ο Γκυ ντε Λουζινιάν ηττήθηκε στην Τιβεριάδα από τις δυνάμεις του Σουλτάνου Σαλαντίν και συνελήφθη μάλιστα αιχμάλωτος. Απελευθερώθηκε όμως λίγο αργότερα και συνέχισε ν’ αγωνίζεται κατά των Μωαμεθανών στους Αγίους Τόπους.
Ουσιαστικά το βασίλειο των Ιεροσολύμων κατελήφθη το 1187 όταν κατέλαβε την πρωτεύουσα του Ιερουσαλήμ ο Σαλαντίν και, παρά τις Σταυροφορίες που ακολούθησαν, παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Μωαμεθανών μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν συνέχισε όμως να φέρει τον τίτλο του βασιλά των Ιεροσολύμων μέχρι το 1192 οπότε πέθανε η σύζυγός του Σίβυλλα.
Σύγχρονη εποχή
Το καθεστώς της Ιερουσαλήμ αλλά και του Ισραήλ γενικότερα ανακινήθηκε μετά την έναρξη διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Με βάση τη συμφωνία Σάικς -Πικό του 1915 η Μεγάλη Βρετανία απόκτησε την νότια Μεσοποταμία με τη Βαγδάτη και τα λιμάνια της Χάιφας και της Άκρας (σημερινό Ισραήλ) και δ) η Παλαιστίνη θα ετίθετο υπό διεθνές καθεστώς. Το 1917 οι Βρετανοί, αποχώρησαν όταν η περιοχή άρχισε να γίνεται αντικείμενο σφοδρής διαμάχης μεταξύ των Αράβων και των Εβραίων.
Τελικά, το 1947 μετα το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και την απόφαση του ΟΗΕ για δημιουργία Εβραικού Κράτους ένα τμήμα της έγινε εβραϊκό και το άλλο αραβικό, ενώ από το 1967 βρίσκεται υπό πλήρη Ισραηλινή κατοχή. Η Κύπρος ως βρετανική αποικία εκείνη την εποχή έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του νέου εβραϊκού κράτους.
Βλέπε λήμμα
Σήμερα, το καθεστώς της πόλης είναι αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη. Το Ισραήλ την έχει ανακηρύξει πρωτεύουσά του από το 1949, και παράλληλα αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ, αλλά το ανατολικό τμήμα της πόλης θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα ως κατεχόμενο τμήμα της Παλαιστίνης, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, το 1967, όταν οι Ισραηλινές δυνάμεις το κατέλαβαν από την Ιορδανία. Στην Ιερουσαλήμ βρίσκονται η Κνεσέτ (το κοινοβούλιο του Ισραήλ), η προεδρική και η πρωθυπουργική κατοικία και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 2017, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντοναλντ Τραμπ αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ, ως την πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφερε εκεί την πρεσβεία των ΗΠΑ, που βρισκόταν στο Τελ Αβίβ, κάνοντας το πρώτο βήμα στην ειρήνη στη Μέση Ανατολή, όπως είπε, με στόχο να επιλύσει ειρηνευτικά την σύγκρουση Ισραηλιτών και Παλαιστινίων. Οι περισσότερες χώρες πάντως μεταξύ των οποίων και η Κύπρος διατηρούν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ.
Ετυμολογία του ονόματος
Ο πιο αρχαίος οικισμός της Ιερουσαλήμ, ο οποίος ιδρύθηκε την εποχή του χαλκού στο λόφο πάνω από την πηγή Γκιχόν, σύμφωνα με τη Βίβλο ονομαζόταν Ιεβούς. Αρχικά ονομαζόταν οχυρό Σιών, αλλά ο Δαυίδ την ονόμασε Πόλη του Δαβίδ, και έτσι ήταν γνωστή στην αρχαιότητα. Το όνομα Σιών αρχικά χρησιμοποιούταν μόνο για ένα τμήμα της πόλης, αλλά στη συνεχεία έφτασε να σημαίνει όλη τη πόλη και τη βιβλική Γη του Ισραήλ. Στα ελληνικά και στα λατινικά, το όνομα της πόλης είναι Ιεροσόλυμα ή Ιερουσαλήμ, συσχετίζοντας το όνομα ετυμολογικά με τη λέξη «ιερός».
Μια πόλη που αποκαλείται Ρουσαλίμ σε έγγραφα του Μέσου Βασιλείου της Αιγύπτου (περίπου 19ος αιώνα π.Χ.) ταυτίζεται, αν και όχι από όλους, με την Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ αποκαλείται Ουρουσαλίμ στις επιστολές της Αμάρνα (1330 π.Χ.).
Το όνομα Ιερουσαλήμ ετυμολογείται συχνά ως «θεμέλιο του θεού Σαλίμ» και έτσι ο θεός Σαλίμ θεωρείται ως πρώτος «πολιούχος» του πόλη. Η μορφή Ιερουσαλήμ ή Ιερουσαλαγίμ πρωτοεμφανίζεται στη Βίβλο, στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή. Σύμφωνα με ένα Μιδράς, το όνομα είναι συνδυασμός του Yhwh Yir'eh («ο Θεός θα το είδε», το όνομα που ο Αβραάμ έδωσε στο μέρος όπου ξεκίνησε να θυσιάζει το γιο του) και της πόλης Σαλήμ. Η πρώτη αναφορά πέρα των βιβλικών Εβραίων της λέξης Ιερουσαλήμ χρονολογείται από τον 6ο ή 7ο αιώνα π.Χ. και ανακαλύφθηκε στο Χιρμπέτ Μπέιτ Λέι το 1961. Η επιγραφή αναφέρει «Είμαι ο Γιαχβέ ο Θεός, θα αποδεχθώ τις πόλεις της Ιουδαίας και θα λυτρώσω την Ιερουσαλήμ», ενώ άλλοι μελετητές την αποδίδουν ως «Ο Γιαχβέ είναι ο Θεός όλης της γης. Τα βουνά της Ιουδαίας του ανήκουν, στον Θεό της Ιερουσαλήμ». Σαλίμ ή Σαλήμ ήταν το όνομα του θεού του λυκόφωτος στη θρησκεία των Χαναανιτών, του οποίου το όνομα βασίζεται στην ίδια ρίζα Σ-Λ-Μ από την οποία προέρχεται η εβραϊκή λέξη για την «ειρήνη» (Σαλάμ ή Σαλόμ στα σύγχρονα αραβικά και εβραϊκά). Οπότε, το όνομα μπορούσε να ετυμολογηθεί ως «Πόλη της Ειρήνης» ή «Καταφύγιο της Ειρήνης» για κάποιους Χριστιανούς συγγραφείς. Η κατάληξη -αγίμ δηλώνει το διττό, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι το όνομα Ιερουσαλαγίμ αναφέρεται στο γεγονός ότι η πόλη είναι κτισμένη πάνω σε δύο λόφους.
Πηγές:
1 Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια