Μουσικός, ιδρύτρια του Εθνικού Ωδείου.
Η Λουλού Συμεωνίδου γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 22 Απριλίου 1919. Σε ηλικία 8 χρονών, με δασκάλα την Ελένη Αθανασιάδου – Μαξούτη, άρχισε μαθήματα πιάνου στο τότε νεοϊδρυθέν από τον Άγγλο Κυβερνήτη Ρόναλντ Στορς «Ωδείον Κύπρου».
Τον επόμενο χρόνο η κυρία Μαξούτη απεχώρησε και ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο, στο οποίο την ακολούθησε η Λουλού Συμεωνίδου μέχρι το πέρας της φοίτησής της. Απεφοίτησε με Δίπλωμα Πιάνου και στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα και έκαμε μαθήματα με τον Τόνυ Γεωργίου.
Με την επιστροφή της στην Κύπρο εργάστηκε για λίγο με τη δασκάλα της στο Ελληνικό Ωδείο και τον Σεπτέμβριο του 1947 ίδρυσε μαζί με τον Ησαΐα Καλμάνοβιτς το «Ωδείον Κύπρου».
Στους δύσκολους εκείνους καιρούς, ιδιαίτερα για μια γυναίκα, χρειάστηκε μόχθος πολύς και πείσμα από τη Λουλού Συμεωνίδου για να αρχίσει το πρωτοπόρο έργο της να επιβάλλεται με την σταδιακή υπερνίκηση προκαταλήψεων και των στενών αντιλήψεων της εποχής.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία του εκπαιδευτικού και πολιτιστικού ρόλου της Ελλάδας επιδίωξε άμεσα τη σύνδεση του Ωδείου με τον ελληνικό κορμό.
Κατόπιν πολλών προσπαθειών της και με μεσολάβηση του Βύρωνα Κολάση, το Ωδείο αναγνωρίστηκε το 1948 από την τότε δεσπόζουσα μουσική φυσιογνωμία της Ελλάδας, τον εθνικό μουσουργό και ακαδημαϊκό Μανώλη Καλομοίρη, ιδρυτή και διευθυντή του Εθνικού Ωδείου της Ελλάδας με την προνομιούχα επωνυμία Εθνικόν Ωδείον Κύπρου.
Ο Μανώλης Καλομοίρης έγινε ο πνευματικός της πατέρας -τον αποκαλούσε Δάσκαλο- και μαζί του παρακολούθησε πολλές συναυλίες και σεμινάρια τόσο στην Αθήνα όσο και στο Μόναχο της Γερμανίας.
Αποφασιστική επίδραση στην πιανιστική της καριέρα είχε ο Γερμανός καθηγητής Walter Gieseking.
Μαζί με τον Μανώλη Καλομοίρη, ο οποίος παρέμεινε στο πλευρό της μέχρι το θάνατό του το 1962, και τους εκλεκτούς πρώτους συνεργάτες της όπως τον Γιάγκο Μιχαηλίδη και τον Vahan Bedelian, η Λουλού Συμεωνίδου έθεσε τα θεμέλια μιας ελληνικής μουσικής σχολής, της οποίας η σημαντική συμβολή στη μουσική παιδεία και στην καλλιτεχνική ζωή της Κύπρου για 60 τόσα χρόνια ήταν συνεχής και αδιάλειπτη (Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής).
Τη δεκαετία του ’50 ίδρυσε και Σχολή Μπαλέτου εντός του Εθνικού Ωδείου Κύπρου, την πρώτη στην Κύπρο, αλλά και Σχολή Μονωδίας, οι οποίες θεωρήθηκαν απρεπείς για την εποχή εκείνη.
Η δράση της δεν περιορίστηκε μόνο στην παιδεία των νέων. Δημιούργησε συνθήκες ασυνήθιστες και μοναδικές στην κάθε δεκαετία με στόχο την εξάπλωση της μουσικής, της δημιουργίας και καλλιέργειας ακροατηρίου.
Αρχές της δεκαετίας του ’60 ιδρύει τη Χορωδία του Εθνικού Ωδείου Κύπρου, τη δεύτερη μετά τον Άρη Λεμεσού, μετακαλεί από την Αθήνα την καθηγήτρια μονωδίας Σμαράγδα Πρωτογέρου, η οποία αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Χορωδίας, ιδρύει Ορχήστρα Εγχόρδων, αποτελούμενη από προχωρημένους μαθητές, απόφοιτους και φίλους μουσικούς του Ωδείου.
Το 1965 ανεβάζει στο Θέατρο Ντιάνα 4 με τη Χορωδία και Ορχήστρα Εγχόρδων του Ωδείου την όπερα του Glόck «Ορφέας και Ευρυδίκη» υπό τη διεύθυνση του Γιάγκου Μιχαηλίδη.
Το Εθνικόν Ωδείον Κύπρου γράφτηκε στον Έφορο Εταιριών την δεκαετία του ‘70 με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΌΝ ΩΔΕΊΟΝ ΚΎΠΡΟΥ, ΛΟΥΛΟΥ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ & ΣΙΑ". Οι συναυλίες που οργανώνει τις δεκαετίες του ’70 και ’80 με τη Χορωδία και Ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Άνδρου Νάταρ αποτελούν μοναδικά μουσικά γεγονότα για την Κύπρο.
Ιδιαίτεροι υπήρξαν οι δεσμοί της με το Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, οι οποίοι χρονολογούνται από την ημέρα των εγκαινίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1982.
Τότε παρουσιάστηκαν σε πρώτη εκτέλεση έξι αποσπάσματα από το «Βυζαντινό Ορατόριο» του Σόλωνα Χατζησολωμού βασισμένο σε κείμενο του Κύπρου Χρυσάνθη από την Ορχήστρα και Χορωδία του Ωδείου -ενορχήστρωση Δημήτρη Πετρίδη- με μαέστρο τον Άνδρο Νάταρ. Τον Ιανουάριο του 1983 με την ευκαιρία του Φιλολογικού Μνημόσυνου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ παρουσιάστηκε το ορατόριο του Φάνου Δυμιώτη «Ο τελευταίος Απόστολος». Έκτοτε για πολλά χρόνια η αίθουσα φιλοξενούσε τη Χριστουγεννιάτικη Γιορτή του Εθνικού Ωδείου Κύπρου.
Συναυλίες δόθηκαν και εκτός Κύπρου, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Το 1990 μετακαλεί και αναθέτει την διεύθυνση της Χορωδίας στον Βούλγαρο Μαέστρο Μιροσλάβ Γκοσποντίνοφ και αρχές της δεκαετίας του ’90 πρωτοπορεί και πάλι οργανώνοντας για τρεις χρονιές την κάθοδο Γερμανικών Συμφωνικών Ορχηστρών οι οποίες μαζί με την Χορωδία δίδουν συναυλίες σε όλες τις πόλεις της ελεύθερης Κύπρου.
Το 1984, ο γιος της Προκόπης Συμεωνίδης ανέλαβε την οικονομική διαχείριση του Ωδείου, οπότε και η ίδια είχε πλέον την ευχέρεια να αφοσιωθεί στα καλλιτεχνικά και παιδαγωγικά δρώμενα του Ωδείου.
Από τα χέρια της Λουλούς Συμεωνίδου πέρασαν εκατοντάδες μαθητές πολλών γενεών και η συμβολή της όχι μόνο στη μουσική διαπαιδαγώγηση και καλλιέργεια των νέων αλλά και στη διάπλαση του χαρακτήρα τους με ήθος και αρχές, είναι ανεκτίμητη. Ανάμεσα στους μαθητές του Ωδείου της των τριών τελευταίων γενεών, ξεχωρίζουν σημερινά και παλαιότερα μεγάλα ονόματα στον κόσμο της μουσικής και, γενικότερα, στο καλλιτεχνικό στερέωμα, όπως οι διευθυντές ορχήστρας Κύπρος Χατζημάρκου, που διαπρέπει στο εξωτερικό και Σπύρος Πίσινος, πρώην διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Κύπρου, η διεθνούς φήμης πιανίστρια Ελένη Μουζάλα, ο διάσημος βιολιστής Χαρουντιούν Μπεντελιάν, ο Χρήστος Πίττας, μουσικοσυνθέτης στο Λονδίνο, ο Μιχάλης Σταυρίδης, τέως επιθεωρητής Μουσικής του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Νέων, ο Γιώργος Κουντούρης, διευθυντής της ίδιας ορχήστρας, οι γνωστές διευθύντριες χορωδιών Ρίτα Ολυμπίου και Μάρω Σκορδή, αλλά και γνωστά ονόματα σ’ άλλους χώρους της επιστήμης και του πολιτισμού, όπως η Αίγλη Χατζηχαραλάμπους-Παντελάκη, Γενική Διευθύντρια Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η Έλενα Θεοδούλου- Χαραλάμπους, Μορφωτική Λειτουργός Α’ στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του ίδιου Υπουργείου και τόσοι άλλοι.
«Η ζωή θέλει δυνατούς»
Πιστεύοντας στο μοναδικό ρόλο της μουσικής στην ανάπτυξη των παιδιών δούλεψε σκληρά, πολλές φορές κάτω από αντίξοες συνθήκες, για να εισαγάγει σύγχρονα, πρωτοπόρα και αποτελεσματικά συστήματα διδασκαλίας. «Η ζωή θέλει δυνατούς», έλεγε στους μαθητές της, που μας αγαπούσε τον καθένα χωριστά και μας εμψύχωνε να προχωρούμε με θάρρος στη ζωή μας. Με τον μοναδικό της τρόπο, μας έκανε να νοιώθουμε ικανοί να αντιμετωπίζουμε τις αντιξοότητες της ζωής, να βάζουμε όλες μας τις δυνάμεις για να φθάσουμε στο στόχο μας. «Δεν μπορεί να γίνει κανείς βιρτουόζος, στηριζόμενος αποκλειστικά στο ταλέντο του. Το ταλέντο είναι μόνο το 10% της επιτυχίας. Το υπόλοιπο 90% είναι συνεχής μελέτη, δουλειά, πολλή δουλειά, υπομονή, υπεράνθρωπη προσπάθεια», ήταν η απάντησή της όταν κάποτε πηγαίναμε στο μάθημα αδιάβαστοι. Κι’ όταν παραπονιόμαστε ότι δεν μπορούσαμε να προσπαθήσουμε περισσότερο ή ότι δεν βρίσκαμε χρόνο να κλέψουμε από τα άλλα μαθήματά μας για να μελετήσουμε μουσική, μας απαντούσε επιγραμματικά, με την κλασική για μας φράση «δεν υπάρχει το ‘δέν μπορώ’, υπάρχει το ‘δέν θέλω’»!
Η Λουλού Συμεωνίδου δίδασκε μέχρι το 2008, δηλαδή μέχρι την ηλικία των 89 χρόνων.
Το 2009 ανέθεσε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου Κύπρου στην Κρίστη Παύλου Συμεωνίδου, η οποία υπήρξε μαθήτριά της από την ηλικία των 5 χρόνων.
Τον Ιανουάριο 1995 της απονέμεται από τον Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη το «Βραβείο Μελίνας Μερκούρη» για την προσφορά της στον τομέα των τεχνών.
Τον Οκτώβριο του 2001, τιμήθηκε από τον Ελληνικό Πνευματικό Όμιλο Κύπρου (ΕΠΟΚ) για την πολυετή προσφορά της στον Όμιλο και τη μεγάλη συμβολή της στη μουσική παιδεία της Κύπρου. Στην ομιλία του ο τότε Διευθυντής του Ιδρύματος και Πρόεδρος του ΕΠΟΚ –η Λουλού Συμεωνίδου υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από το 1950- έλεγε: «Οι τιμές που της έχουν γίνει -άξιες κάθε επαίνου- δε μπορεί να έχουν φθάσει το μέτρο της προσφοράς της. Μικρή, με το μέτρο αυτό, και η δική μας τιμητική πλάκα, ένδειξη ωστόσο της πολύ μεγάλης εκτίμησης του Ομίλου μας για τις πολύτιμες υπηρεσίες στον Όμιλο, την ανεκτίμητη προσφορά της Λουλούς Συμεωνίδου στη μουσική παιδεία του τόπου μας.»
Τον Φεβρουάριο 2003, η Λουλού Συμεωνίδου τιμήθηκε με το «Αριστείον Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών» του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Πέθανε στις 24 Νοεμβρίου 2014.
Το Εθνικό Ωδείο Κύπρου ανέστειλε τη λειτουργία του μετά από 73 χρόνια μουσικής παιδείας και καλλιτεχνικής προσφοράς στον τόπο. Την αναστολή της λειτουργίας του ανακοίνωσε ο γιος της και διευθυντής του Ωδείου, Προκόπης Συμεωνίδης στις 2 Ιουλίου 2021.