Ο Καζαντζάκης, όπως φαίνεται, επισκέφθηκε μία και μοναδική φορά την Κύπρο, τον Μάιο του 1926 και από τότε παρέμεινε πολύ στενά συνδεδεμένος με το νησί μας, παρόλο που σχέσεις και διασυνδέσεις με την Κύπρο, είχε και πριν από το ταξίδι του εκείνο.
Το 1912 διαπραγματευόταν με φίλους του, παράγοντες στην Κύπρο, για να αναλάβει την συγγραφή σχολικού εγχειριδίου για τους Έλληνες μαθητές στο νησί, κάτι που είχε ήδη πράξει για τα Ελληνόπουλα της Κωνσταντινούπολης, ύστερα από ανάθεση, από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη. Για λόγους όμως που, δυστυχώς δεν γνωρίζουμε, οι συζητήσεις αυτές, για τους Κύπριους μαθητές, δεν προχώρησαν.
Στις 28 Μαΐου του 1926, ο Νίκος Καζαντζάκης, συνοδευόμενος από την Ελένη Σαμίου, μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, καθώς και τις φίλες τους, Καίτη και Μαρίκα Παπαϊωάννου, πιανίστριες, επιστρέφοντας από ταξίδι τους στην Παλαιστίνη, αποβιβάστηκαν στη Λεμεσό και παρέμειναν στην Κύπρο, μέχρι και τις 4 Ιουνίου, του ιδίου έτους.
Γνωρίζουμε ότι, κατά την παραμονή του στο νησί μας ο Καζαντζάκης επισκέφθηκε, εκτός από τη Λεμεσό, τη Λευκωσία, τη Λάρνακα, την Πάφο, την Αμμόχωστο, τις Πλάτρες και το Τρόοδος, και πολύ πιθανόν και την Κερύνεια.
Γνωρίζουμε ακόμη, ότι είχε συναντηθεί και είχε γνωρίσει αρκετούς Κυπρίους, μεταξύ των οποίων, τον Ν.Κλ.Λανίτη, Ευγένιο Ζήνων, Γιάννη Λέφκη, Κλειώ Σκελέα, τον Πάνο Φασουλιώτη και πολύ πιθανόν τον Γιώργο Μαρκίδη και τον Μενέλαο Φραγκούδη και επίσης ότι, κατά την εδώ παραμονή του πήρε συνέντευξη από τον εξόριστο βασιλιά της Χετζάζης (μετέπειτα Σαουδικής Αραβίας) Χουσεΐν Ιμπν Αλί.
Διασώζονται και δύο φωτογραφίες από το ταξίδι του αυτό, στις οποίες απεικονίζεται ο ίδιος· στην πρώτη, μαζί με τον λεμεσιανό διανοούμενο Ευγένιο Ζήνων, στις Πλάτρες και στη δεύτερη, επίσης στις Πλάτρες, μαζί με την Ελένη Σαμίου Καζαντζάκη και μία από τις αδελφές Παπαϊωάννου.
Σε αυτό το ταξίδι του ο Νίκος Καζαντζάκης, προσκλήθηκε και έδωσε διάλεξη στις 29 Μαΐου, 1926, στο Εργατικό Κέντρο Λεμεσού, με θέμα τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και τα δικαιώματα των εργατών.
Ο Καζαντζάκης παρά το σύντομον της διαμονής του στην Κύπρο το Μάιο του 1926 έκανε αρκετές φιλίες, όπως με τον Νεοπτόλεμο Λεμή Λοφίτη χοντρέμπορο της εποχής τότε στην Λεμεσό. Ο οποίος μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρία του εγγονού του Ζήνωνα Λεμή, "εκθαμβώθηκε από την προσωπικότητα του Καζαντζάκη και του ζήτησε να βαφτίσουν τον νεογέννητο γιό του Αντώνη Λεμή". Όντως η βάφτιση έγινε στην Λεμεσό τον Μάιο ή Ιούνιο του 1926 από την Ελένη Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, για το ταξίδι του στην Κύπρο, έγραψε το 1927 ένα κείμενο, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας: Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς», που εκδόθηκε το 1961.
Στο κείμενό του αυτό, κάνοντας έναν παραλληλισμό και μια σύγκριση του τοπίου της Κύπρου και της Παλαιστίνης, απ’ όπου είχε φτάσει στο νησί, διαπιστώνει ότι, την Κύπρο χαρακτηρίζει μια ηρεμία και μια θηλυκότητα, γι’ αυτό και η Κύπρος είναι η αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης, σε αντίθεση με το παλαιστινιακό τοπίο, που είναι πιο άγριο και με ένοικο ένα σκληρό θεό. Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης: «...Δρασκελίσαμε τη μικρή θάλασσα, κι από το στρατόπεδο του Γεχωβά περάσαμε, σε μια νύχτα, στην κλίνη της Αφροδίτης...».
Συγκεκριμένα στο ταξιδιωτικό βιβλίο του που κυκλοφόρησε τιτλοφόρησε το κεφάλαιο που αναφέρεται στην Κύπρο (από το βιβλίο του της σειράς “Ταξιδεύοντας”) ως “Το νησί της Αφροδίτης”. Δεν κάνει εκτενείς περιγραφές, σε λίγες σελίδες μόνο περνά το μήνυμα που θέλει. Γοητευμένος από το νησί, και από το γυναικείο πληθυσμό ο οποίος εργαζόταν, πχ. στην κατασκευή τοπικών εδεσμάτων και είχε όπως φαίνεται δύναμη και διαπραγματευτικές ικανότητες, σχολίασε την έντονη παρουσία του θηλυκού στοιχείου. Μάλιστα ένιωσε τόσο έντονη την παρουσία αυτή, που φαίνεται ότι ξαφνιάστηκε. Το κείμενο που έγραψε ο Καζαντζάκης μετά από την επιστροφή του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Ξενία” το 1958 και σε άλλα αργότερα.
Σύμφωνα με τον Πάτροκλο Σταύρου η αναφορά στην Κύπρο είναι εμφανής σε όλο το έργο του Καζαντζάκη. Στις συζητήσεις που έκανε μιλούσε με πάθος και συγκίνηση για την Κύπρο.
Ο Καζαντζάκης, μετά το ταξίδι του, αγάπησε βαθύτερα και συνδέθηκε περισσότερο με την Κύπρο, την οποία θεωρούσε πάντοτε αδελφή με την Κρήτη, και εκδήλωνε τα αισθήματά του με κάθε ευκαιρία και ιδιαίτερα αναφορικά με τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων και τον τερματισμό της βρετανικής κατοχής του νησιού. Σε ομιλία του το 1956, στη Βιέννη, όπου του απονεμήθηκε το «Βραβείο Ειρήνης», δεν παρέλειψε να κάνει αναφορά και στην Κύπρο, κατά την τελετή της απονομής: «Στη γιορτή τούτη της Ειρήνης, το πρόσωπο της Κύπρου ορθώνεται μπροστά μου αιματοστάλαχτο. Τούτη τη στιγμή οι δυνάμεις του σκότους, πολεμούν εκεί πέρα με λύσσα... τη Λευτεριά».
Αναφορά στην Κύπρο κάνει και στην εισαγωγή του βιβλίου "Ο Καπετάν Μιχάλης".
Το 1954, στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», ο Καζαντζάκης, δημοσίευσε ένα άρθρο για τον αγώνα των Κυπρίων, με τον τίτλο «Οι Άγγελοι της Κύπρου – Η τύχη κι η τιμή μιας αυτοκρατορίας». Το κείμενο αυτό, στη συνέχεια, ενσωματώθηκε σε όλες τις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου του «Ταξιδεύοντας – Αγγλία».
Σ’ αυτό το κείμενο ο Καζαντζάκης, υπενθυμίζει στους Βρετανούς τους λόγους για τους οποίους μεγάλες αυτοκρατορίες χάθηκαν και βούλιαξαν, αναφέροντας και τα ακόλουθα, από το ταξίδι του στην Κύπρο το 1926: «Όταν πριν από κάμποσα χρόνια γύριζα στην Κύπρο, ένας γέρος πρόβαλε από ένα χωριάτικο σπιτάκι, κοντά στη Φαμαγκούστα. Πιάσαμε κουβέντα. Μιλούσε, για τι άλλο; Για την ένωση, και τα μάτια του σπίθιζαν. Κι άξαφνα ένα φαρδύ χαμόγελο περιχύθηκε στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Έβαλε το χέρι στην καρδιά του:-Κουνήθηκαν τα θεμέλια της Αγγλίας, μού’πε σιγά, σα να μού μπιστεύουνταν ένα μεγάλο μυστικό, κουνήθηκαν, γιατί κουνήθηκε η καρδιά του ανθρώπου. Κουνήθηκε η καρδιά του ανθρώπου, ώ μεγάλη Αυτοκρατορία!.
Το 1957, ο Καζαντζάκης βρέθηκε στο Πεκίνο, και κατά τη συνάντησή του με τον κινέζο ηγέτη, Τσου Εν Λάι, ανέφερε και πάλι την Κύπρο και τον δίκαιο αγώνα της. Έμελλε όμως να συνδεθεί και διαφορετικά με την Κύπρο ο Νίκος Καζαντζάκης και το έργο του. Η δεύτερη σύζυγός του, Ελένη (Σαμίου) Καζαντζάκη, παραχώρησε όλα τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του συζύγου της, στον Κύπριο Πάτροκλο Σταύρου, ο οποίος και συνέχισε με ζήλο την έκδοση και κυκλοφορία διεθνώς, του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο Κύπριος σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης το 1964, σκηνοθέτησε την πασίγνωστη ταινία «Αλέξης Ζορμπάς», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη.
Ακόμη, να θυμίσουμε ότι το 2014, ο σπουδαίος Κρητικός σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής, ετοίμασε μιαν εξαιρετική ταινία για τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, και η Κύπρος, σε πανηγυρική εκδήλωση για την ταινία αυτή, τίμησε τον δημιουργό της, με βραβείο, που του απένειμε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, τιμή που, ουσιαστικά, απονεμήθηκε και στον πρωτομάστορα της ελληνικής λογοτεχνίας, οικουμενικό συγγραφέα, Νίκο Καζαντζάκη.
Ο Καζαντζάκης στη Λεμεσό
Συνάντηση με τον Λέφκη
Ο Κύπριος λογοτέχνης και μέλος της Αριστεράς Γιάννης Λέφκης στο βιβλίο του «Οι ρίζες» (σελ. 169) περιγράφει τη συνάντηση του με τον Νίκο Καζαντζάκη όταν αυτός το 1926 επισκέφθηκε την Κύπρο και έμεινε για μερικές μέρες στη Λεμεσό. και σε ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον δημοσίευμα του λεμεσιανού δημοσιογράφου και εκδότη του «Παρατηρητή» Πάνου Φασουλιώτη στην εφημερίδα του τον Μάρτιο του 1958 κάτω από τον τίτλο «Συνάντηση και γνωριμία μου με τον Νίκο Καζαντζάκη».
Η κάθοδος του Καζαντζάκη στη Λεμεσό αναγράφηκε στον Τύπο της εποχής, στα «ψιλά» μιας μόνο εφημερίδας της Λεμεσού, του «Χρόνου» ημερομηνίας 28 Μαΐου 1926 κάτω από τον τίτλο «Σύντομοι ειδήσεις» που έλεγε πως, «Αφίχθη εις την πόλιν μας κατόπιν μακράς περιοδείας του ανά την Ανατολήν ο δημοσιογράφος κ. Νίκος Καζαντζάκης, συντάκτης της γνωστής μεγάλης Ελληνικής εφημερίδος «Ελεύθερος Τύπος».
Στο κείμενο του ο Γιάννης Λέφκης είναι πολύ αναλυτικός και περιγραφικός:
«Μόλις μάθαμε τον ερχομό του, σκεφτήκαμε να τον καλέσουμε στο Εργατικό Κέντρο Λεμεσού να μιλήσει στους εργάτες.
Δεν ήτανε ακόμα ο πολύ μεγάλος και ξακουσμένος συγγραφέας που έγινε αργότερα. Είχε όμως πάει στη Ρωσία κι είχε δει και γνωρίσει από κοντά, τον καινούργιο κόσμο που γενιότανε μεσ' από τις στάχτες και τα αίματα της μεγάλης Επανάστασης του Οχτόβρη, της μεγάλης Επανάστασης των αιώνων. Κι έχοντας δει αυτή τη νέα κοσμογονία θα ήτανε σε θέση, καλύτερα απ' όποιον άλλο, να μιλήσει στους εργάτες της Λεμεσού γι' αφτήν.
Του έγινε πρόσκληση από το Εργατικό Κέντρο. Κι εκείνος πρόθυμα δέχτηκε και μίλησε στους συγκεντρωμένους εργάτες.
Στο τέλος της ομιλίας του μια ομάδα κοριτσιών, μ' επικεφαλής την αδερφή του Σκελέα, Κλειώ, του πρόσφερε ανθοδέσμη από κόκκινα γαρούφαλλα. Μα καθώς ανάμεσα σ' αφτά, ήτανε κι ένα λίγο κόκκινο - λίγο κίτρινο, εκείνος χαριτολογώντας με νόημα είπε: «απορώ πως σας ξέφυγε αφτό το επαμφοτερίζον».
Σχετικά μ' εκείνη την ομιλία, ο «Νέος Άνθρωπος» της 1 Ιουνίου 1926, έγραφε: «ύστερα από πρόσκληση της επιτροπής του Εργατικού Κέντρου Λεμεσού επισκέφτηκε προχτές Σάββατο το Εργατικό Κέντρο ο δημοσιογράφος κι ανταποκριτής του «Ελεύθερου Τύπου» της Αθήνας κ. Ν. Καζαντζάκης που για 2 ώρες μίλησε στους εργάτες....
Και στο κατοπινό φύλλο, των 15 Ιουνίου 1926, δημοσίευε κάτω από τον τίτλο « Ένας ξένος», το πιο κάτω κείμενο μου:
-Πήγα κι εγώ στο Κέντρο τη νύχτα που ο κ. Καζαντζάκης ήρθε να μας βρει και να κουβεντιάσει μαζί μας. Είχα αργήσει κιόλας λίγο γιατί τ' αφεντικό μου καβγάδιζε πως τα κέρδη ήτανε λίγα και πως έπρεπε να κοπεί το μεροκάματο. Ήθελε να κόψει απ' το ψωμί μου, για να μεγαλώσει το κέρδος του, ο αλιτήριος!
Ψιλός Λιγνός
Μπήκα στο Κέντρο με την καρδιά βαριά σα μολύβι. Σ' όλο το δρόμο συλλογιζόμουνα γιατί τάχα οι άνθρωποι αφτοί να γνιάζουνται περισσότερο για την μπενζίνα του αφτοκινήτου τους παρά για το ψωμί το δικό μας.
Έτσι στενοχωρεμένος που μπήκα, είδα τους συντρόφους μαζεμένους ν' ακούνε τον ξένο που μιλούσε. Στα μάτια τους είδα ζωγραφισμένη τη χαρά. Κάθισα κ εγώ ν' ακούσω. Κι όλο θυμόμουνα την άσκημη γλώσσα του αφεντικού μου. Μα σιγά-σιγά η ομιλία του ξένου, μ' έκανε να ξεχάσω τον καβγά και να προσηλωθώ στα λόγια του. Μιλούσε μ' ενθουσιασμό για τη Ρωσία. Για τη ζωή της εργατιάς. Για την ευτυχία που άρχισε να μπαίνει στα φτωχόσπιτα. Για την αδερφοσύνη και δικαιοσύνη που υπάρχει εκεί πάνω.
Τον κοιτάζω τάρα μέσα στα μάτια. Ψηλός. Λιγνός. Με τ' ανοιχτό πουκάμισο. Και τα κουρασμένα χαραχτηριστικά, που δείχνανε τον άνθρωπο που πολύ σκέφτηκε και πολύ πάλεψε. Μου θύμιζε όση ώρα μιλούσε, κάποιες μορφές που είχα δει μια φορά σε μια ξυλογραφία της Κόλβιτς.
Δεν θυμόμουνα πιο, ούτε το ψωμί, ούτε το αυτοκίνητο. Τα λόγια του ξένου με συνεπέρνανε. Κι ένιωσα την καρδιά μου σα ξαλαφρωμένη.
Κι όλο τον έβλεπα, τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, που ήρθε από μακριά να μας φέρει λίγο κουράγιο στα βάσανα μας. Και να μας φυσήξει τον ενθουσιασμό του. Έναν ενθουσιασμό γιομάτο ζωή και νέβρο. Παράξενος άνθρωπος, μα την αλήθεια! Τόσα χρόνια κανένας απ' αφτούς που λένε μορφωμένους και πολύξερους δεν ανέβηκε τη σκάλα για να πει διό καλά λόγια. Και να μας ανοίξει τα στραβά μας. Καμιά φορά, αν μας έβρισκε κανένας απ αφτούς σε καμιά γωνιά του δρόμου, μας έλεγε: είμαι φίλος σας εγώ, έτσι, για να τον ξέρουμε δηλαδή, και να τον θυμόμαστε άμα μας χρειαστεί. Αφτό ήτανε όλο. Άλλη έγνοια δεν είχε για μας. Καρφί δεν του καιγότανε για τη βασανισμένη ζωή μας.
Και νάσου αφτός ο ξένος. Που έρχεται από μακριά Μαθαίνει πως είμαστε εδώ. Και δε χάνει καιρό. Τρέχει να μας δει. Κάτι ξέρει. Κάτι είδε εκεί κάτω που γύριζε στο μεγάλο κόσμο. Και σου λέει, άσκημο δεν είναι να το μάθουνε κι ετούτοι οι δύστυχοι. Θα τους χρειαστεί στη ζωή. Και θα τους δυναμώσει στον αγώνα τους για το ψωμί.
Μα για να το κάνεις αφτό, πρέπει να' σαι άνθρωπος. Κι αφτοί που τους λένε μορφωμένους εδώ κάτω, μπορεί να είναι σοφοί όσο θέλει, μα άνθρωποι δεν είναι. Το δείξανε κιόλας μερικοί που ζητήσανε να εμποδίσουνε, από φιλικό τάχα ενδιαφέρον, τον ξένο, να ρθεί στο Κέντρο. Φοβηθήκανε μη λερωθεί από τα λιγδιασμένα μας ρούχα, και λεκιάσει τα βελούδα τους.
Σ' αφτούς δε χρειάζεται άλλη απάντηση, απ' αφτή που τους έδωσε ο ίδιος: «Όσο πιο μακριά από το φτωχό βρίσκεστε, τόσο λιγότερο άνθρωποι είστε.»
Η συνάντηση με τον Πάνο Φασουλιώτη
Συνάντηση με τον Νίκο Καζαντζάκη στη Λεμεσό είχε και ένας τέως αριστερός, όπως τον περιγράφει ο Τίτος Κολώτας και στη συνέχεια φανατικού αντιαριστερού, διανοούμενου και εκδότη της εφημερίδας «Παρατηρητής», Πάνου Φασουλιώτη. Ο Φασουλιώτης έγραψε ένα εκτενές κείμενο για τη συνάντηση αυτή.
Στις εκδόσεις της εφημερίδας του ημερομηνίας 6 και 13 Μαρτίου 1958 , λέει κάτω από τον τίτλο:
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το σημείωμα αυτό για τον μεγάλο νεοέλληνα συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, αποτελεί, όπως και το άλλο πού δημοσίευσα πριν λίγο καιρό στον «Παρατηρητή» για τον Νίκο Νικολαΐδη εδάφιο του βιβλίου «Η Λεμεσός». ..
Ό άειμν. Νίκος Καζαντζάκης είχε επισκεφθεί πριν 32 χρόνια την Κύπρο και τον συνόδευε στο ταξείδι του αυτό και η δεύτερη γυναίκα του Κα Σαμίου. Η πρώτη, ήταν η Γαλάτεια, συγγράφισσα επίσης και γνωστή σε μας εδώ τότε με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Ο σύζυγος της, ο Νίκος Καζαντζάκης, είχε το ίδιο ψευδώνυμο, Ψηλορείτης. Κι' οι δυο συνεργάζονταν στον Νουμά, το επαναστατικό όργανο του δημοτικιστικού αγώνα, που τον διεύθυνε με παρρησία ο τίμιος άνθρωπος και ηρωικός αγωνιστής Ταγκόπουλος.
Οι λιγοστοί φιλολογούντες την εποχή εκείνη στην Λεμεσό και πολύ λιγώτεροι στες άλλες πόλεις, διαβάζαμε με φανατισμό και αγάπη τον Νουμά - διατηρώ ως τώρα με στοργή όλους τους τόμους του - κι' αγαπούσαμε κάθε συνεργάτη του. Με την καθοδήγησι και ενθάρρυνσι του μ. Μενελάου Φραγκούδη πρωτεργάτη, την εποχή πού αναφέρουμε στην πόλι μας -προηγήθησαν ο Μενάρδος, ο Νικ. Κλ. Λανίτης και άλλοι - της ιδέας, διεξαγάγαμεν και μείς με τον δικό μας τρόπο και τα πενιχρά μας μέσα τον αγώνα και την προπαγάνδα για την διάδοση της δημοτικής. Αλληλογραφούσαμε με τους λογοτέχνες αγωνιστές της Αθήνας και παίρναμε τες καθοδηγήσεις των. Κρατώ ακόμα γράμμα του Ψυχάρη, πού συνώδευε τα βιβλία του μαζί μ' εκείνα του Πάλλη, Τριανταφυλλίδη και άλλων κορυφαίων δημοτικιστών που μούχε στείλει και στο οποίον με συνέχαιρε για το τόλμη μα και την παλληκαριά μου να βγάζω εφημερίδα γραμμένην στην δημοτική. Εννοούσε τον «Πυρσό» πούταν συνάμα και η πρώτη Κυπριακή Σοσιαλιστική εφημερίδα.
Από τον εκεί κύκλο του Νουμά πήρε και το δικό μου όνομα. Με ζήτησε άμα έφθασε στην Λεμεσό και κάποιος τον ωδήγησε στο γραφείο μου.
Ήταν ένα Αυγουστιάτικο, θυμάμαι, δειλινό που μπήκε στο γραφείο μου, που στεγαζόταν τότε σ΄ ένα εκεί κοντά, αντικρύ σχεδόν του ιστορικού καφενείου «Ακταίου» παρά την προκυμαία μικρό μαγαζάκι, πούναι σήμερα κουρείο. Είχε τες ήμερες εκείνες σταματήσει, κατόπιν ενός χρόνου ζωή, την έκδοση του ο «Παρατηρητής» της Α' περιόδου. Εκδιδόταν σε μεγάλο σχήμα και σε δυο γλώσσες, Αγγλικήν και Ελληνικήν, κάθε δεκαπέντε μέρες. Ήταν η πρώτη Αγγλοελληνική εφημερίδα της Κύπρου και έζησε ένα χρόνο και δυο μήνες. Όταν λέμε Α' περίοδος εννοούμε υπό την ίδια σημερινή επωνυμία. Προηγουμένως εκδιδόταν ο «Πυρσός» που μετονομάστηκε σε «Παρατηρητής ». Η δεύτερη περίοδος άρχισε τον 'Οκτώβρη του 1928 και συνεχίζεται ως τώρα.
Όπως με χαρά είχα γνωρίσει τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Κύπριο λογοτέχνη, με συγκίνησι και ιδιαίτερη ευχαρίστησι αντίκρυσα και τον Νίκο Καζαντζάκη, που δεν είχε βέβαια τότε την αίγλη της διεθνούς φήμης των ολίγων προ του θανάτου του ετών, όπως και κάθε Έλληνα λογοτέχνη άμα τύγχαινε να ρθή στην πόλι μας. Φορούσε, θυμάμαι, ένα γκρίζο ελαφρό κοστούμι, με ξεχειλισμένο, αλά μπάϊρον γιακκά άσπρου ποκαμίσου, που κάλυπτε αρκετό μέρος του πέττου του κοστουμιού του. Στο χέρι κρατούσε μιαν, ακαθαρίστου σχήματος και γκρίζου χρώματος με στίγματα μαύρα, ρεπούμπλικαν, που τα χάλια της έδειχναν πως σπάνια θα εκτελούσε τον προορισμόν της ως καλύμματος της κεφαλής του επισκέπτη μου.
Με κύτταξε μ’ ένα επίμονο διαπεραστικό βλέμμα. Τα μάτια του σπινθήρισαν ανάμεσα στες βαθουλές κόγχες που σκιαζόντανε από πυκνά φρύδια πούμοιαζαν σαν θαμνοβλάστησι στον γείσο βράχου. Τα σφιχτόδετα χείλη του διέστειλαν ένα συγκρατημένο μειδίαμα και αυτοσυστήθηκε: «Νίκος Καζαντζάκης». Με ευχάριστη έκπληξι τούπα: « Ό Ψηλορείτης;» Κούνησε με μια ελαφρά κίνησι της κεφαλής και μειδιώντας πάντα, το χέρι λέγοντας σε αργό ύφος: « Έρχομαι», συνέχισε, ενώ καθόταν στη μια από τες δυο καρέκλες που διάθετα στον μικρό χώρο, «από την Λάρνακα. Για σάς μου μίλησαν στον Νουμά και ιδιαίτερα σας σύστησε ο Πάργας.»
Ήταν ο διευθυντής του Αλεξανδρινού λογοτεχνικό περιοδικού «Γράμματα» μ. Στέφανος Πάργας που ποτέ δεν είχα απαντηθεί ούτε και γνωριστεί μαζί του παρά μονάχα με αλληλογραφία. Υπήρξε ειλικρινής ιδεολόγος, καλός φίλος και ένθερμος υποστηρικτής, όχι μόνον με λόγια αλλά και έμπρακτα με χρηματική εισφορά του «Πυρσού» και των πρώτων Ιδεαλιστικών, Σοσιαλιστικών μας στην Λεμεσό αγώνων.
«Ήθελα να δω και τον κ. Φραγκούδη», μούπε. Τον πληροφόρησα ότι έμενε στές Πλάτραις.
Τον προσκάλεσα στο «Ακταίο» για να πάρουμε καφέ. Σάν καθήσαμε και από τα πρώτα λόγια πού ανταλλάξαμε, άρχισε να δημιουργήται ανάμεσα μας ατμόσφαιρα οικειότητος που σ' έκαμνε να νοιώθης άνετα και ευχάριστα σα νάχες κοντά σου ένα παληό φίλο κι όχι διάσημο διανοούμενο κι' ανώτερον πνευματικόν άνθρωπο που μόλις και για πρώτη φορά έκαμνες την γνωριμία του. Μου φάνηκε την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα μεγαλύτερο, απ' ό,τι διεπίστωσα κατόπιν, στην ηλικία. Η μορφή του τον έδειχνε με περισσότερα χρόνια απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχε. Σ' αυτό συνέτειναν ίσως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, το υψηλό αδυνατισμένο ίσως σώμα και το μελαχροινό χρώμα.
Τον ρώτησα τες εντυπώσεις του για το νησί μας που για πρώτη φορά το επισκεπτόταν.
«Είχα αληθινή», μούπε, «λαχτάρα να ρθω και γνωρίσω το νησί της Αφροδίτης. Αν και λίγες μέρες έχει που βρίσκομαι εδώ, νοιώθω πως δεν είναι όμοιο με τες γειτονικές και πολύ κοντινές ακόμη ολοτρόγυρα του χώρες. Έχει διαφορετικό κλίμα που σ' αυτό ασφαλώς θα οφείλεται και η μεγάλη γονιμότητα της γης του, όπως και η λατρεία της Αφροδίτης, θεάς της γονιμότητας».
Τα δάση των χαρουπιών με τους χωρικούς τρυγητές του μαύρου καρπού—ήταν Αύγουστος που είχε έρθει —του πρόσφερναν θέαμα γνωστό και στο νησί του και που το χαιρόταν τώρα για την γνησιότητα του τοπίου και των ανθρώπων. Τον παραξένευε το δάσος των καρποφόρων αυτών δένδρων πούταν ανάμικτα με ελιές και που έμοιαζαν σαν από τη φύσι δοσμένα και όχι από ανθρώπινο χέρι φυτεμένα. Η παρατήρησί του, πρόσεξα πως περιείχε μιαν πραγματικότητα, γιατί εκείνο που γίνεται στην Κρήτη και γενικά στην Ελλάδα και τες άλλες χώρες, ιδίως με την ελιά που φυτεύεται προγραμματισμένα και σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα και κανόνες της δενδροκαλλιεργείας, το ίδιο δεν συνέβαινε ως τότε στον τόπο μας. Τες χαρουπιές και τες ελιές, εκτός βέβαια μερικών πολύ γέρικων ελιών, φραγκοελιών καλουμένων, που τες φύτεψαν οι Ενετοί και κατοπινά δι' υποχρεωτικής για ένα διάστημα νομοθεσίας οι Τούρκοι, οι περισσότερες φυτεύτηκαν από τα κοπάδια των κατσικιών και τα πουλιά που τες έσπερναν με τα κόπρανα τους.
Η επιθυμία του ήταν να μπορέση να ξανάρθη και να μείνη περισσότερον καιρό, για να γνωρίση, όπως μούλεγε τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ήξερε προσωπικά από την Αθήνα κατά την φοιτητική του περίοδο —άρχισε σπουδές νομικής και πήρε και δίπλωμα —τον Γιώργο Μαρκίδη, τον γνωστό ποιητή και επιστήμονα διανοούμενο πρώην Δήμαρχον Λευκωσίας, που τον αντάμωσε στην Λευκωσία και δέχτηκε για μια σχεδόν βδομάδα την φιλοξενία του.
Σε τούτο το μεταξύ συνέχιζε ρουφώντας τον καφέ του. Μου φάνηκε πως πιθανό ο καφές που παραγγέλθηκε να μη ήταν στην γεύση και νοστιμάδα όπως θα τον ήθελε και τον ρώτησα πώς τον βρίσκει. Καλός είναι.
Είμαι βέβαιος πως δεν είναι ο καφές που συνηθίζετε. Δεν είναι κι' εύκολο να βρίσκης όπου πας τες συνήθειες και τα γούστα σου.
-Σας ρωτώ σ' αυτό απάνω γιατί έχω υπόψι μιαν σχετικήν περί καφέ χαρακτηριστικήν ιστορία και του διηγήθηκα το ακόλουθο περιστατικό: Υπάρχει κάποιος, σε λαϊκό εδώ καφενείο, γκαρσόνι, πού ποτέ δεν σου κάμνει τον καφέ που ζητάς, δεν συμμορφώνεται δηλ. με το γούστο σου, αλλά τον καφέ που, κατά την ατομική του γνώμη, ταιργιάζει με την φάτσα σου, όπως λέγει, δηλ. το σουλούπι σου στο όποιο καθρεφτίζεται, κατά την γνώμη του, ο εσώτερος άνθρωπος ο χαρακτήρας του πελάτη. Ζητάς, λόχου χάρι, καφέ με ολίγη και σου φέρνει σκέτο η γλυκύ και σου δίνει μέτριο. Καμιάν προσοχή δεν δίνει στες διαμαρτυρήσεις και παρατηρήσεις του πελάτη, ούτε και στες απειλές πως θα εγκατάλειψη το καφενείο του. Εμμένει στην άποψι του ψιθυρίζοντας κάθε φορά που του γίνεται σχετική παρατήρησι απ' εκείνους που αγνοούν την περίεργη θεωρία των περί καφέ αντιλήψεων του: «Είναι αυτή φάτσα για γλυκύ; ο καφές του πρέπει ναναι σκέττος. Αν δεν του αρέσει ας μην ξαναπατήση».
-Μπορεί να φαίνεται η θεωρία του περίεργη, μάναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα, θάθελα, αν διάθετα καιρό, να γνωρίσω αυτόν τον τύπο που πιστεύει στην δυνατότητα ψυχαναλύσεως δια του καφέ.
Οι Γλάροι
Την συνομιλία μας διέκοψε ένας ασυνήθης θόρυβος που προερχόταν από την θάλασσα και την προσοχή του απέσπασε η εικόνα μιας μεγάλης αγέλης γλάρων. Τα πουλιά πετούσαν, εκβάλλοντας τους συνήθεις κρωγμούς των, πολύ σιμά στο μέρος, άκρυα του πόντε, που καθόμαστε και προσπάθαγαν με κάθετες βουτιές απάνω στα σιγοκίνητα, απ' το δυτικό αεράκι που φυσούσε, κύμματα ν' αρπάξουν όχι ψάρια, αλλά κομμάτια κουλούρια που τους τα πετούσε κάποιος γνωστός τύπος ιδιότροπου συμπολίτη μας. Μερικά παιδάκια που στεκόντουσαν κάτω στην παραλία προσπάθαγαν με λάστιχα να σκοτώσουν γλάρους. Ο κύριος που με απλοχεριά και καπρίτσιο, που φαινόταν πως έτρεφε τα πετεινά της θάλασσας, εξοργιζόταν για την εγκληματικότητα των παιδιών τα οποία απειλητικά απόδιωχνε λέγοντας: «Εγώ προσπαθώ να τα ξεφοβίσω παληόπαιδα και σεις τα σκοτώνετε»;
Οι πιτσιρίκκοι που με τες φοβέρες του τους στερούσε μια χαρά, απαντούσαν: «Δεν δκιας θκιέ σε μας τα κουλλούρκα τζιαί πετάσσεις τα στους γλάρους; ΄Ηντα σε κόφτει αν τους σκοτώσουμε; Εν δικοί σου τζιαί θυμώνεις; Εν της θάλασσας».
Ό Νίκος με ρώτησε την σημασία του διαλόγου, που δεν μπόρεσε και δικαίως να τον ερμηνεύση, όπως βέβαια θα συνέβαινε και μ' ένα Κύπριον αν τύγχαινε ν ακούση τον ίδιο διάλογο στην κρητική ντοπιολαλιά. Το συμβάν αυτό έδωκε αφορμή να κάμουμε συλλογισμούς για τους ανθρώπους και τα άλλα πλάσματα της φύσεως. Ο Καζαντζάκης βρήκε πολύ δικαιολογημένες τες αξιώσεις των πιτσιρίκων, πούθελαν κι' αυτοί με τον δικό τους τρόπο να διασκεδάσουν σκοτώνοντας τους γλάρους που ανήκαν στην θάλασσα όπως διατείνοντο, όπως πάλι και ο εκκεντρικός κύριος είχε όλο το δίκαιο να νοιώθη ευχάριστησι προστατεύοντας και διατρέφοντάς τους.
Βρήκαμε όμως πολύ δικαιολογημένην και λογικήν την προβολή απαιτήσεως των παιδιών να ζητούν κι εκείνα μερίδιον των κουλουριών και να θεωρούν άδικο το προς τους γλάρους πέταμα των. Γιατί τα πετεινά του ουρανού μπορούν μόνα και χωρίς την βοήθεια κανενός, πλην εκείνης του Παντοδυνάμου θεού, να εξεύρουν την τροφή των και ικανοποιήσουν τας ανάγκας των, ενώ ο άνθρωπος είναι παντελώς ανίκανος να πράξη το ίδιο και το χειρότερο.
Εξαρτάται στο ζήτημα αυτό της οικονομικής επάρκειας, από τον συνάνθρωπο του, από τον οποίον δεν βρίσκει σχεδόν ποτέ κατανόησι και συμπάθεια.
Περιορισθήκαμε να παρακολουθούμε τον διασκεδάζοντα εκκεντρικόν κύριον, ενώ όλη μας η συμπάθεια στρέφονταν στα παιδιά που τα κυττάζαμε και τα θεωρούσαμε την στιγμή εκείνη ως ένα ζωντανό και ανάγλυφο σύμβολο, της αγωνιζομένης εργατιάς, που διεξήγε μιαν άνιση πάλη κατά της κεφαλαιοκρατίας - έκτοτε βέβαια τα πράγματα, μετά τον δεύτερον ιδίως παγκόσμιο, ριζικά και θεμελιακά άλλαξαν υπέρ των εργατών - για την οικονομική των επιβίωσι και αποκατάστασι.
Την άλλη μέρα πήγε στην Πάφο προς επίσκεψι του αρχαίου και ξακουστού ναού της θεάς του Κάλλους, Αφροδίτης. Τες εντυπώσεις του από την διαδρομή και επίσκεψί του, τες διάβασαν οι αναγνώστες μας σε προηγούμενη έκδοσι του «Παρατηρητού».
Πηγές: