(Βοτ.). Θύμος ο κεφαλωτός, κοινώς θυμάρι. Επιστημονικό όνομα: Thymus capitatus. Αγγλική ονομασία: Thyme. Στην Ελλάδα λέγεται θυμάρι. Οικογένεια: Χειλανθών. Ένα από τα χαρακτηριστικά και ωραία χαμηλά φυτά της κυπριακής υπαίθρου, που αυτοφύεται στα άγονα εδάφη. Είναι θαμνίσκος που φθάνει σε ύψος μέχρι και 45 εκατοστόμετρα περίπου, αρωματικός και φαρμακευτικός. Είναι επίσης φυτό μελισσοτροφικό, ένα από τα καλύτερα, το μέλι δε που παράγεται από αυτό είναι άριστης ποιότητας. Τα κλαδιά του είναι σκληρά και ξυλώδη και φέρει αγκάθια. Τα φύλλα του είναι μικροσκοπικά. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου, τα δε άνθη του είναι ωραίου ροζ χρώματος, μικρά σε μέγεθος αλλά άφθονα.
Από το θρουμπίν παράγεται με απόσταξη ειδικό λάδι, το θυμέλαιον, που χρησιμοποιείται, εκτός από την φαρμακευτική, και στη σαπουνοποιία και αρωματοποιία. Το φυτό αυτό και τις ιδιότητές του γνώριζαν και οι αρχαίοι Έλληνες, καθώς και οι Αιγύπτιοι. Ο Ιπποκράτης το αναφέρει ως θυμβρίην και ο Διοσκουρίδης ως θύμβραν.
Σε παλαιότερες εποχές οι Κύπριοι χρησιμοποιούσαν το θρουμπίν για ποικίλες οικιακές εργασίες. Μεταξύ αυτών, εχρησιμοποιείτο, όπως και το μαζίν, για το προσάναμμα των φούρνων. Εχρησιμοποιείτο επίσης, εξαιτίας κυρίως του αρώματός του, για την κατασκευή καπνιστών λουκάνικων: τα λουκάνικα κρεμάζονταν, και κάτω απ' αυτά καίγονταν θρουμπιά που ο καπνός τους τα έψηνε. Το θρουμπίν εχρησιμοποιείτο επίσης εκτεταμένα στην εκτροφή μεταξοσκωλήκων για την κατασκευή μεταξιού, γιατί τα σκληρά κλαδιά του προσφέρονταν στο να κατασκευάζουν οι μεταξοσκώληκες το κουκούλι τους.
Το θρουμπίν εχρησιμοποιείτο και σε άλλες περιπτώσεις· επειδή δε η χρήση του ήταν αρκετά ευρεία, σε παλαιότερες εποχές αρκετοί Κύπριοι χωρικοί ασκούσαν το επάγγελμα του θρουμποπούλη, δηλαδή εκείνου που ξερίζωνε θρουμπιά, τα μετέφερε με το γαϊδούρι του και τα πωλούσε. Συνήθως τα θρουμπιά επωλούντο με το «γομάριν», δηλαδή το φόρτωμα ενός ζώου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια