Επώνυμο μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες της Κύπρου κατά τις 4 - 5 πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με πολύπλευρη πολιτική, εθνική, πνευματική κ.α. δράση. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Χατζησάββας, εξάδελφος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού από το Στρόβολο. Μέλη της οικογένειας Θησέως ήσαν οι Κυπριανός, Νικόλαος, Θεοφύλακτος ή Θεόφιλος και Μαρίνα, τέκνα του Παπά Σάββα, εξαδέλφου (ή «ανεψιού» στα κυπριακά) ή «αδελφού» του εθνομάρτυρος αρχιεπισκόπου Κυπριανού (1810 - 1821). Ο αναφερόμενος ως πέμπτος «αδελφός» Λεόντιος είναι ανύπαρκτο πρόσωπο, του οποίου η ιστορικότητα στηριζόταν σε παρεξήγηση κειμένου του Άγγλου περιηγητή John Carne, που ομιλεί στα 1821 για τον γέροντα Λεωνίδα, γιο του βικαρίου (vicar) που είχε πεθάνει προηγουμένως. Ο Ν.Γ. Κυριαζής (Κυπρ. Χρον., Ζ', 1930, σ. 47) διάβασε το Leonidas ως Λεόντιος και μετέφρασε το vicar σε οικονόμο, ενώ ο Βεν. Εγγλεζάκης το μεταφράζει εφημέριο (Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σσ. 69 - 71), τον οποίο θεωρεί άγνωστο πρόσωπο, όπως και τον Λεωνίδα, που βασανίστηκε και μαρτύρησε μετά το επαναστατικό «πραξικόπημα» του Θεοφύλακτου Θησέως (βλ. πιο κάτω) κατά την άνοιξη του 1821 στη Λευκωσία, μη θέλοντας να προδώσει τον κρυψώνα του Θεοφύλακτου στους Τούρκους.
Γενάρχης
Το ότι ο Θεοφύλακτος, ο Νικόλαος, ο Κυπριανός και η Μαρίνα ήταν τέκνα του εξαδέλφου και όχι του αδελφού του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, δηλαδή ανεψιοί του, «τιμητικώς» αποκαλούμενοι εξάδελφοί του στα έγγραφα (Εγγλεζάκης, Κυπρ. Σπουδ., MB', σσ. 70 - 71) προκύπτει από έγγραφο της 23 Νοεμβρίου 1820, αυτόγραφο του αρχιεπισκόπου στο οποίο αναφέρεται ο ἀοίδιμος [πλέον] ἡμῶν [του αρχιεπισκόπου] ἐξάδελφος Μέγας Οἰκονόμος τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγιωτάτης ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, Παπᾶ Σάββας, ἡ Πρεσβυτέρα τοῦ μακαρίτου Κυρία Κορνηλία, καί τά φίλτατα αὐτοῦ τέκνα, εὐγενέστατος Κύριος Κυπριανός Θησεύς και Κυρία Μαρίνη. Παρά ταύτα και ο J. Carne (Letters from the East, London, 1830, σσ. 116-117) αποκαλεί τον (Θεοφύλακτο) Θησέα the nephew of the archbishop (= τον ανεψιό του αρχιεπισκόπου), που μπορεί όμως να σημαίνει ευρύτερα τον γιο του εξαδέλφου του ή το ανιψιοτέκνι του, κατά την κυπριακή ορολογία, όπως ακριβώς σημαίνει και ο συνήθης όρος ἀδελφότεκνοί μου στα αρχιεπισκοπικά κατάστιχα που ερευνήσαμε και στην τρέχουσα καθημερινή χρήση που υιοθετήθηκε από τους ιστορικούς. Δηλαδή ο Κυπριανός χαρακτηρίζει τα ανεψιοτέκνια του αδελφοτέκνια του αντί εξαδελφοτέκνια του, συντομεύοντας τον όρο (όχι τιμητικώς όπως υπέθεσε ο Β. Εγγλεζάκης), ακολουθώντας μεσαιωνική κυπριακή και βυζαντινή συνήθεια.
Εκ μητρογονίας
Ως προς το οικογενειακό της μητέρας των Θησέων, Κορνηλία Συγκλητική, αυτό υποδεικνύει καταγωγή από την ένδοξη μεσαιωνική κυπριακή οικογένεια των Συγκλητικών ή Σεκρετικών, πιθανώς Βυζαντινής προελεύσεως, που επιβίωσαν και επί Φραγκοκρατίας και επί Οθωμανοκρατίας. Αφ' ετέρου η ιδιοκτησία των μύλων Ιατρός και Κορόμυλος στην Κυθρέα από τον εθνομάρτυρα (έγγρ. 23 Νοεμβρίου 1820, Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σ. 70) αν είναι κληρονομική - οικογενειακή, όπως φαίνεται πιθανότατο, μαρτυρεί οικογενειακή σχέση καταγωγής και αυτού και των Θησέων από τις δυο επίσης γνωστές μεσαιωνικές κυπριακές οικογένειες Φλάτρο των οποίων ένας «κρυπτοκαθολικός» γιατρός Πέτρο Φλάτρο ήταν ο ιδιοκτήτης του ενός μύλου στις αρχές του 17ου αι. και κατοικούσε στην Κυθρέα, όντας σύμβουλος του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (Λουζινιανού) και έπειτα του Νικηφόρου, ενώ ο Κορόμυλος ανήκε στην οικογένεια Κρομύλου-Κορομύλου (πρβλ. κρητικό Κουρμούλης και μεσαιωνικό Curmulissi), γνωστή από το Χρονικόν του Λ. Μαχαιρά (παρ. 427) και από τον διάσημο δραγομάνο Μαρκουλλή που σε ανέκδοτα γαλλικά προξενικά έγγραφα του 1676 κ.ε. φέρει το οικογενειακό επώνυμο Κορόμυλος.
Η μακραίωνη ιστορική εμπειρία των οικογενειών από τις οποίες προέρχονται οι Θησείς εξηγεί τις ικανότητες και τις σπουδαίες πρωτοβουλίες και επιδόσεις τους, και αποτελεί έναν ακόμη κρίκο συνεχείας στην ιστορία και στον πολιτισμό της Κύπρου. Και το επώνυμο Θησεύς δυνατόν να προέρχεται από τη μακρά ιστορία της οικογένειας μάλλον παρά από τον κλασικισμό του 18ου - 19ου αι.
Κυπριανός Θησεύς
Γεννήθηκε στην Κύπρο, σε έτος που αγνοούμε. Πάντως στις αρχές του 19ου αι. βρισκόταν σε ακμαία οικονομική κατάσταση, κύριος μέτοχος της εταιρείας Κυπριανός Θησεύς και Σία στη Λάρνακα, που είχε στενές σχέσεις με τη Μασσαλία, όπου κατά τους τελευταίους μήνες του 1815, ακριβέστερα από 2 Οκτωβρίου 1815, εγκαταστάθηκε ο αδελφός του Νικόλαος ως αντιπρόσωπός του, ο μόνος (ίσως) Έλληνας στα χρόνια 1815 - 1820 που εκαρπούτο το εμπόριο Κύπρου - Μασσαλίας κατά τον Pierre Echinard, (Grecs et Philhellènes à Marseille de la Rèvolution Francaise à l’ Indépendence de la Grece, Marseille, 1973, σσ. 91 - 92. Κ.Π. Κύρρης, Επετηρίς του Κ.Ε.Ε., XI, 1981 - 1982, σ. 450. Κ.Π. Κύρρης, Κυπρ. Σπουδ. ΛΓ’ 1969, σσ. 137, 139 και MB', 1978, σσ. 91, 101).
Στενή εμπορική συνεργασία είχαν επίσης ο Κυπριανός και ο Νικόλαος Θησεύς με τον Γάλλο έμπορο της Λάρνακος Φραντζή Διάπ, που εμφανίζεται συχνά στα κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής ως ένας από τους δανειστές της Εκκλησίας με πολίτζαις. Με τον Διάπ, που γεννήθηκε στο Χαλέπι στα 1768 και πέθανε στη Λάρνακα(;) στα 1833, ο Κυπριανός Θησεύς για αρκετά χρόνια είχε τη συνεταιρική εταιρεία Κυπριανός Θησεύς και Φραντζής Διάπ.
Ο πλούτος αλλά και η φιλομουσία του Κυπριανού Θησέως καταφαίνονται από το ύψος της εισφοράς του για ίδρυση της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού μ' επιστολή του της 20 Οκτωβρίου 1819 από τη Σκάλα προς τούς κατοίκους τῆς πολιτείας Λεμεσοῦ, απάντηση σε γράμμα που του έστειλαν μέσω του Ανδρέα Δαβίδ. Ο Κυπριανός προσφέρει μίαν χρεωστικήν του ὁμολογίαν ἀπό γρ. 2.000, υποσχόμενος και τόκο. Είναι η τέταρτη σε ύψος εισφορά. Την 1η Ιανουαρίου 1821 δάνεισε μαζί με άλλους εμπόρους της Λάρνακας στην Εκκλησία το ποσόν γρ. 222.706 για θεραπεία των δεινών οικονομικών περιστάσεων του 1820 (Λ. Φιλίππου, Κύπριοι Ἀγωνισταί..., Λευκωσία, 1953, σ. 142). Στις 4 Ιανουαρίου 1817 ο Κυπριανός Θησεύς σημειώνει στο κατάστιχο XIV, 1817, αρ. 95 της Αρχιεπισκοπής: εἰς διάφορα πράγματα διά τήν χαράν τοῦ ἡμετέρου νικολάου, οἷον κοῦππες/ ποτήρια πιάτα, τζάρταν... δαμιτζάνες, περονομάχαιρα... [γρ.] 792. Η δαπάνη αυτή αναφέρεται προφανώς στους αρραβώνες του αδελφού του, Νικολάου Θησέως, που τις μέρες εκείνες είχε έλθει στην Κύπρο και μνηστευθεί την Αικατερίνη Χάββα.
Βλέπε λήμμα: Φιλική Εταιρεία
Η καθαυτό πολιτική δραστηριότητα του Κυπριανού Θησέως αρχίζει κατά το 1821 κ.ε. Λόγω της ενθουσιώδους επαναστατικής δράσεως του αδελφού του Θεοφύλακτου ή Θεοφίλου Θησέως στη Λευκωσία λίγο πριν από τις σφαγές του 1821, στις οποίες και συνέβαλε με αυτήν, ο Κυπριανός και ο Θεοφύλακτος έφυγαν κρυφά από την Κύπρο στο Καστελλόριζο και στη Σύμη. Από εκεί ο Κυπριανός Θησεύς έστειλε διά του Θεοφύλακτου γράμματα προς τους δημογέροντες της Ύδρας και στον Δημήτριο Υψηλάντη, από τα οποία σώθηκε το πρώτο, ημερομ. 3 Ιουλίου 1821, συνοδευτικό του δευτέρου που πιθανώς ήταν και το σπουδαιότερο, που ικέτευε τους Υδραίους να το επιδώσουν στον Υψηλάντη όπου και να ήταν, αν είχε στο μεταξύ φύγει από το νησί τους (Εμμ. Πρωτοψάλτη, Ἡ Κύπρος εἰς τόν Ἀγῶνα τοῦ 1821, Ἀθῆναι, 1971 σσ. 42-44). Προφανώς επειδή τα δυο αυτά γράμματα δεν έφεραν αποτέλεσμα, ίσως διότι δεν ανευρέθη ο Υψηλάντης, ο Κυπριανός Θησεύς στις 5 Οκτωβρίου 1821 στέλλει από τη Σύμη νέο γράμμα στους δημογέροντες της Ύδρας ζητώντας να του δώσουν 222.706 γρ. γι' αγορά όπλων και εφοδίων προς απελευθέρωση της Κύπρου έναντι χρεωστικής ομολογίας της κοινότητος Κύπρου, υπογραμμένης και σφραγισμένης από τους τέσσερις αρχιερατικούς θρόνους της και επιβεβαιωμένης από την Ἀγγλικήν Καγκελλαρίαν του νησιού, απ' όπου μόλις είχε πληροφορηθεί από πλοιάριο με αγγλική σημαία για τις σφαγές των ἀρχιερέων, ἱερέων, προυχόντων καί πολλῶν ἄλλων τέκνων της, ὅσα ἠμποροῦσαν νά ὀνομασθῶσιν ἄνθρωποι (ἐκτός ἐκείνων ὅσοι ἠδυνήθησαν καί ἔφυγαν). Χαρακτηριστικά στο κείμενο αυτό είναι: α) η αριστοκρατική αντίληψη του Κυπριανού Θησέως για τον λαό της πατρίδας του, αντίληψη όλων των εκπροσώπων των ανωτέρων τάξεων, και β) η σχέση του με την αγγλική διπλωματία, ενώ θα περιμέναμε σχέσεις με τη γαλλική· η ευελιξία του αυτή δείχνει πολύπλευρη διεθνή τοποθέτηση, που απαντάται και στ' άλλα του αδέλφια. Οι Υδραίοι παρέπεμψαν, με γράμμα της 3 Νοεμβρίου 1821, τον Κυπριανό Θησέα στο υπό ίδρυση πολιτικόν σύστημα στην Πελοπόννησο, διότι οι ίδιοι ήσαν οικονομικά εξαντλημένοι, παροτρύνοντας να ἑνωθῇ με το σύστημα αυτό, στέλλοντας ἐν τοσούτῳ ἡ πατρίς σας [Κύπρος] πρέσβεις. Κατά τον επόμενο χρόνο, 1822, η περιουσία του Κυπριανού στη συνοικία Κουτσιούκ Μαχαλλέ Λάρνακας, ένα κτήμα με γνωστά σύνορα και εξαρτήματα, κατεκυρώθη στον Μαχμούτ, γραμματέα του Σαλήχ Καποτζή πασά, αντί του τιμήματος 5.000 γρ. Άλλη περιουσία του Κυπριανού Θησέως, στην Κοντέα, επίσης κατασχέθηκε στα 1823.
Στα 1825 ο Κυπριανός Θησεύς μαζί με άλλους Κυπρίους που αγωνίζονταν στην Ελλάδα, τους Χαράλαμπο Μάλη, Κυπρίδημο Γεωργιάδη, Γ.Δ. Οικονομίδη και Δημήτριο Οικονομίδη, γράφουν από το Ναύπλιο στις 2 Απριλίου προς το Εκτελεστικό Σώμα και συνιστούν να μη δοθεί χωριστό δάνειο στον τέως στρατηγό του Ναπολέοντος Μαυροβούνιο ντε Βιντζ που σε συνεργασία με Κυπρίους του Λονδίνου (ανάμεσά τους ο Κύπρου ἔξαρχος Ἰωαννίκιος ο κατόπιν αρχιεπίσκοπος, ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος ή Θεοφύλακτος Θησεύς αδελφός του Κυπριανού και αρχικά και ο Νικόλαος Θησεύς) προσπαθούσαν να συνάψουν ειδικό δάνειο γι’ απελευθέρωση της Κύπρου. Φαίνεται ότι το δάνειο αυτό το παρουσίαζαν ως εθνικό δάνειο ή ταυτόσημο προς το εθνικό δάνειο που επεδίωκε με αντιπροσώπους της η ελληνική κυβέρνηση, δυσκολεύοντάς την έτσι ανάμεσα στους κύκλους του City και ερίζοντας με τους Χίους του Λονδίνου. Περίπου τα ίδια, χωρίς να παραλείπουν και αυτοί να εκφράσουν σεβασμό στον ντε Βιντζ, επαναλαμβάνουν με νέα επιστολή τους στις 6 Απριλίου 1825 πάλι από το Ναύπλιο, προς το Βουλευτικόν Σώμα οι Κυπριανός Θησεύς, Χ. Μάλης, Κυπρ. Γεωργιάδης, Γ.Δ. Οικονομίδης και Κυπριανός Βικέντιος. Ο Θεοφύλακτος Θησεύς είχε σταλεί με άλλους, εκ μέρους των Κυπρίων του Λονδίνου, κατά το 1823 στην Ελλάδα για να πείσει σχετικά την ελληνική κυβέρνηση. Αλλά οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο καταγγέλλουν σ' αυτήν την αποστολή του Θεοφύλακτου και των άλλων με έγγραφο της 12/24.5.1824, ενώ σε άλλο έγγραφο των ιδίων, της 14/26.2.1824 ο Θεοφύλακτος Θησεύς καλείται τῆς ἀπάτης ἀπόστολος. Λόγω των καταγγελιών αυτών και της αντιδράσεως των Κυπρίων της Ελλάδας, το χωριστό κυπριακό δάνειο ματαιώνεται (Πρωτοψάλτης, ε.α., σσ. 18- 24,75 - 77,84 - 85. Σπυρίδ. Δ. Λουκάτος, στα Πρακτικά τοῦ Α' Διεθνοῦς Κυπρολογικοῦ Συνεδρίου, Γ. 1,1973, σσ. 197-226. Αναστασίου Δ. Λιγνάδη, Τό Πρῶτον Δάνειον τῆς Ἀνεξαρτησίας, Ἀθῆναι, 1970, σσ. 137 -142, 316).
Η προφανής διαφωνία του Κυπριανού Θησέως με τους αδελφούς του Θεοφύλακτο και Νικόλαο είναι ενδιαφέρον δείγμα των διαφορετικών κατευθύνσεών τους σε αρκετά θέματα, παρά τη συμφωνία τους σε άλλα. Στην Ελλάδα ο Κυπριανός Θησεύς συνεργάστηκε με τον Χαράλαμπο Μάλη και τον Δημήτριο Φραγκούδη για επιχειρήσεις που θα περισπούσαν τόν ἐχθρόν καί θά τόν κατέτριβαν πολλαχόθεν, προφανώς υπαινιγμός στις προσπάθειες ομάδας Κυπρίων της Ελλάδας και Ελλαδιτών να προκαλέσουν επανάσταση στον Λίβανο, στη Συρία και στα πέριξ ως αντιπερισπασμό στις τουρκικές στρατιωτικές ενέργειες καταστολής της ελληνικής επανάστασης, στα 1825 - 1826, προσπάθειες που απέτυχαν λόγω κακής οργανώσεως και ανόητης συμπεριφοράς των εκστρατευσάντων.
Βλέπε λήμμα: Βάσσος Μαυροβουνιώτης
Μετά τη λήξη της επανάστασης ο Κυπριανός Θησεύς εγκαταστάθηκε στη Σύρο, όπου στις 17 Αυγούστου 1831 όρισε πληρεξούσιό του τον Κύπριο Μιχαήλ Παπαγεωργίου για να εισπράξει το ποσόν των 3.360 γρ. που χρωστούσαν οι επίσης Κύπριοι Ιωάννης Μιχαήλ και Σταυρινός Ιωάννου, ενώ άλλες διεκδικήσεις του ανέθεσε στον αδελφό του Νικόλαο Θησέα, που στα 1832 - 33 ήταν στην Κύπρο (Λ. Φιλίππου, Κύπριοι Ἀγωνισταί..., σ. 142).
Γεννήθηκε στην Κύπρο μετά τον αδελφό του Κυπριανό, σπούδασε στη Σχολή των Κυδωνιών, όπου πιστεύεται ότι έλαβε το αρχαϊκό επώνυμο Θησεύς (Αρ. Κουδουνάρης, Κυπρ. Σπουδ. ΛΗ' ΛΘ', 1974 -1975, σ. 80) που το έδωσε και στους αδελφούς του, αν και νομίζουμε ότι το επώνυμο μπορεί να είναι παλαιό στην οικογένεια που απλώς ανεβίωσε στις Κυδωνιές. Έπειτα σπούδασε και στην Ιταλία στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη κ.α. Αν ο πτωχός Ν. Θ. Κύπριος ή Νικόλαος Θ. Κύπριος, ο πρώτος θετός υιός του Ιω. Καποδίστρια στην Αλληλοδιδακτική Σχολή Τενέδου, στα 1806, στην Κέρκυρα, δηλαδή υπότροφός του μ' επίδοση στα μαθηματικά, που στα 1815 είχε σταλεί στον Ελβετό παιδαγωγό Fellenberg προς εξάσκηση, για να επιστρέψει (όπως υποσχόταν στα 1806) εἰς βραχύ χρονικόν διάστημα ἄριστος διδάσκαλος ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ, ταυτισθεί με τον Νικόλαο Θησέα, τότε η παιδεία του ήταν ευρύτατη και εξηγεί τις φιλολογικές-εκδοτικές δραστηριότητές του στη Φλωρεντία στα 1811 και 1812. Τότε εξέδωσε την Ἰλιάδα του Ομήρου και την Βατραχομυιομαχίαν κατά παράφραση του Θ. Γαζή. Η πενία του Ν.Θ.Κυπρίου στα 1806 είναι μια δυσκολία, όχι αξεπέραστη στην ταύτιση με τον Νικόλαο Θησέα. Πάντως στα 1808, από Φεβρουάριο ως Σεπτέμβριο, ο Νικόλαος Θησεύς δίδαξε στη Σχολή Τεργέστης, όπως και κατά τα χρόνια 1820 -1821. Στις 25 Μαρτίου 1820 γράφει προς αυτόν εκεί ο Ἰλαρίων Ἱερο[θέου; ωνύμου; Κιγάλας;] ὁ Κύπριος από τη Σάμο σημαντική επιστολή για την προ ολίγου ιδρυμένη Ελληνική Σχολή Λεμεσού και τον διδάσκαλό της Δημήτριο Θεμιστοκλή που είχε σπουδάσει στις Κυδωνιές και στη Σμύρνη - άρα πιθανώς φίλο του Νικολάου Θησέως (Κ.Π. Κύρρη, Ἱστορία τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Ἀμμοχώστου, σ. 221, Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σσ. 91 - 92, 101, και Ἐπετηρίς του Κ.Ε.Ε., XI, σσ. 430 - 431).
Ωστόσο, όπως είδαμε, από τον Οκτώβριο του 1815 ο Νικόλαος Θησεύς βρίσκεται εγκατεστημένος στη Μασσαλία, ως Ρώσος υπήκοος, και εμπορεύεται σε μεγάλη κλίμακα, μέσω Κύπρου, εισάγοντας στη Γαλλία πλείστα συριακά και κυπριακά προϊόντα, κρασιά, άλογα αραβικά, λάδι, κλπ. Στα 1818 μάλιστα πήρε μια κάσα αγνώστου περιεχομένου από το Λονδίνο μέσω Γιβραλτάρ. Στις 2 Φεβρουαρίου 1820 η Journal de Marseille αναφέρει με θαυμασμό την επίδειξη από τον Νικόλαο Θησέα ένδεκα αραβικών αλόγων που είχε παραλάβει από την Κύπρο και τα είχε φέρει με μεγάλη φροντίδα από το Παρίσι, όπου φαίνεται ότι επίσης τα είχε επιδείξει, ζώντας εκεί - ή κυρίως εκεί - από κάποιο χρόνο, και αναμειγνυόμενος με τις «μυστικές ελληνικές οργανώσεις» που ετοίμαζαν την ελληνική επανάσταση, όπως το Ἑλληνόγλωσσον Ξενοδοχεῖον τῶν Παρισίων. Ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με την Αικατερίνη Χάββα, όπως είδαμε, από τον Δεκέμβριο 1816 - Ιανουάριο του 1817. Φαίνεται ότι ο Νικόλαος Θησεύς και δίδασκε στη Σχολή Τεργέστης και στις διακοπές του ασχολείτο με το εμπόριο στη Μασσαλία και στο Παρίσι, πιθανώς αντιπροσωπευόμενος στην απουσία του από τον αδελφό του Θεοφύλακτο (του οποίου όμως κανένα γραπτό αρχειακό ίχνος από τη Μασσαλία δεν σώθηκε), ή από άλλους.
Κατά τα Πρακτικά της 29ης Οκτωβρίου 1820 της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μασσαλίας, από το 1818 τα κυριότερα μέλη της εκεί ελληνικής παροικίας ανέλαβαν να συναντώνται στο σπίτι του Νικολάου Θησέως, Ρώσου πάντοτε υπηκόου, για τέλεση της λατρείας τους. Κατά τον Ιούλιο του 1821 ο Νικόλαος Θησεύς επιστρέφοντας πάλι από το Παρίσι - προφανώς μετά το τέλος των μαθημάτων στην Τεργέστη - συναντήθηκε εκεί με φιλέλληνες και στάθμευσε στη Λυών για να εγγράψει απότακτους αξιωματικούς της α' αυτοκρατορίας - του Μεγάλου Ναπολέοντος-, αναζητώντας κυρίως ικανούς αξιωματικούς του ιππικού, στους οποίους υποσχόταν γρήγορη προαγωγή στον ελληνικό στρατό και πληρωμή των δαπανών του ταξιδιού τους στην Ελλάδα. Στη Μασσαλία όταν έφθασε, ζητούσε πλοίο για να τους μεταφέρει στο Λιβόρνο - με το οποίο είχε ήδη και εμπορικές σχέσεις - και από εκεί στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στην επανάσταση. Ο Νικόλαος Θησεύς ήταν ο κύριος αποδέκτης των κατατασσομένων Γάλλων και των πρώτων ξένων που έφθαναν στη Μασσαλία από τον Σεπτέμβριο του 1821 με φροντίδα των φιλελληνικών επιτροπών της Γερμανίας και της Ελβετίας καθώς και από την Ιταλία. Δηλαδή ήταν ο επίσημος πράκτορας των ελληνικών συμφερόντων στη Μασσαλία και όταν αναχώρησε από την πόλη στα τέλη Οκτωβρίου 1821 άφησε την οργάνωση εγγραφών Ευρωπαίων αγωνιστών ακέφαλη, έτσι που οδηγήθηκε σε αποσύνθεση. Μαζί με άλλους Έλληνες εμπόρους της Μασσαλίας, ο Νικόλαος Θησεύς συνδέθηκε στενά με τη Φιλική Εταιρεία, κι αυτό ήταν γνωστό στην τοπική αστυνομία. Οι διάδοχοί του στην οργάνωση δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στα τεράστια βάρη της στρατολογίας, συντήρησης και αποστολής των στρατολογουμένων, για τα οποία δεν υπήρχε ειδικό ταμείο, η Cassa Graeca, όπως πίστευαν οι ξένοι. Προφανώς ως τον Οκτώβριο του 1821 κατέβαλλε μεγάλο μέρος των σχετικών δαπανών ο Νικόλαος Θησεύς από την τεράστια περιουσία του, που τώρα ελαττώνεται ή μεταφέρεται στην Πελοπόννησο, όπου μεταβαίνει και ο ίδιος με άλλους Έλληνες εμπόρους της Μασσαλίας να αγωνισθεί, εγκαταλείποντας και εμπόριο και σχολεία. Η αναχώρησή τους οδήγησε σε κατάρρευση το μασσαλιώτικο εμπόριο με την Ανατολή. Ούτε πρόλαβε στη Μασσαλία τους πρώτους Κυπρίους πρόσφυγες που έφθασαν εκεί κατά τον Νοέμβριο του 1821 (Κ.Π. Κύρρης, Ἐπετηρίς, XI, 1981 - 1982, σσ. 427 - 430, 450 - 452, με χρήση και των μασσαλιώτικων πηγών κατά Echinard, κ.α. κυπριακών).
Από τη Μασσαλία ο Νικόλαος Θησεύς πήγε πρώτα στη Ρώμη, όπου ο Ιωαννίκιος έξαρχος, ο αδελφός του Θεόφιλος Θησεύς, ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων κ.α. επτά γνωστοί Κύπριοι φυγάδες υπογράφουν διακήρυξη συμμετοχής και της Κύπρου στον πανελλήνιο αγώνα, με στόχο την απελευθέρωση καί τῆς τρισαθλίας νήσου Κύπρου καί συμψηφίζουν ἐπίτροπον τῆς νήσου μας ἅπαξ τόν εὐγενῆ Κύριον Νικόλαον Θησέα... ὅπως συνεργήσῃ καί ἐνεργήσῃ πληρεξουσίως πάντα ὅσα κρίνει συμφέροντα, ἀπέλθῃ αὐτός ἤ πέμψῃ πρεσβείαν πρός τούς μονάρχας... ἔλθη εἰς συνθήκας περί τῆς νήσου καί ὑπογράψῃ ὡς ἀπό μέρους τοῦ κοινοῦ, ἑτοιμάσῃ δύναμιν στρατιωτικήν ...δανεισθῇ ἐπάνω εἰς τά κοινά εἰσοδήματα ἤ κτήματα τοῦ κοινοῦ τῆς πατρίδος ἤ τῶν μοναστηριῶν, τῶν ἐκκλησιῶν, τζαμιῶν, ἤ καί τῶν ὅσα ἤ πλεονεξία τῶν Τούρκων ἐσφετέρισεν ἤ ὅσας γαίας ἤ ἅλλα κτήματα ἐν τῇ πατρίδι δέν ἔχουν νόμιμον δεσπότην ...δίδοται τῷ ἐπιτρόπῳ ἀπολύτως πᾶσα ἐξουσία... (Θάνου Βαγενά, Χρονικά τῆς Κύπρου, Ἀγῶνες τῶν Κυπρίων γιά τήν Ἐλευθερία, Αθήνα, 1954, σσ. 80-81). Από την ομάδα αυτή όμως ο Νικόλαος Θησεύς, αντίθετα προς τον Θεοφύλακτο Θησέα, γρήγορα θ' αποσυρθεί και θα πάει στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνει τη διοίκηση των χωρίς αρχηγούς ξένων στρατιωτών κατά παράκληση της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Βλέπε λήμμα: Ελληνική Επανάσταση και Κύπρος
Η πολεμική και άλλη εθνική δράση του Νικολάου Θησέως στον αγώνα ήταν πολυποίκιλη και είχε στενούς δεσμούς με την ηγεσία, ιδίως με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους. Μετείχε σε πολλές μάχες (Μύλους, Ναύπλιο, στον Μοριά κατά του Ιμπραήμ κλπ.) πολεμώντας με ανδρεία και ενεργώντας χωρίς φατριασμούς και μ' επιτηδειότητα στρατηγική, δαπανώντας αφειδώς την περιουσία του. Φαίνεται ότι στα 1825 συμφώνησε με την ανάθεση των ελληνικών υποθέσεων στην αγγλική προστασία και έπειτα αντιτάχθηκε κατά κάποιο τρόπο στην υποψηφιότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος γι' αυτό τον πολέμησε και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Ελλάδα στα 1829 και να επανασυστήσει τα καταστήματά του στη Μασσαλία (Πρωτοψάλτης, ε. α., σσ. 38 - 42. Κουδουνάρης, Κυπρ. Σπουδ., ΛΗ' - ΛΘ', σ. 81: γι’ αυτά όμως τα γεγονότα χρειάζονται περισσότερα τεκμήρια). Η αντίθεσή του στον Καποδίστρια θα ήταν περίεργη αν ο Νικόλαος Θ. Κύπριος, ο πρώτος υπότροφος του Καποδίστρια, ταυτισθεί με τον Νικόλαο Θησέα, αλλά δεν αρκεί για ν' αποκλείσει την ταύτιση. Πάντως για την αντίθεση αυτή υπάρχει η διαφορετική μαρτυρία του Νικήτα Σταματελόπουλου στις 10 Μαϊου 1839, ότι επρόκειτο για παρεξήγηση, που τον έκαμε να φύγει και να μη γυρίσει στην Ελλάδα παρά μετά την έλευση του Όθωνος (Πρωτοψάλτη, ε.α., σ. 40).
Στα 1832 - 3 ο Νικόλαος Θησεύς ήλθε στην Κύπρο, απ' όπου βαθιά προσωπική πληγή έπρεπε λογικά να τον κρατεί μακριά: ο βίαιος γάμος της μνηστής του Αικατερίνης Χάββα με τον Ανδρέα Σολομωνίδη μετά τον εξισλαμισμό του τελευταίου κατά τον Ιούλιο του 1821, που έγινε Χουρσίτ αγάς και εξακολούθησε να είναι πανίσχυρος τουλάχιστον ως το 1828. Όμοια δεν μπορούσε να ήταν ευχαριστημένος με τη συνεχιζόμενη ευδοκίμηση, υπό το νέο καθεστώς των Χρυσανθικών ιεραρχών και προκρίτων, του Φραντζή Διάπ, τέως συνεταίρου του Κυπριανού Θησέως και του εμπορικού οίκου των Θησέων (Κύρρης, Ἐπετηρίς, XI, σσ. 429 - 430, και Κυπρ, Σπουδ., ΛΓ', σσ. 135, 139 - 140, 145 - 148). Ήρθε πάντως στην Κύπρο να διεκδικήσει τη δημευμένη περιουσία του και εκείνη του αδελφού του Κυπριανού Θησέως, μαζί με πολλούς άλλους Κυπρίους της Ελλάδας, κι έφερε, όπως κι εκείνοι, τις επαναστατικές ιδέες του αγώνα, που συνέβαλαν στην εξέγερση του Μαρτίου 1833 στη Λάρνακα, που είχε στόχο τις φορολογικές καταπιέσεις των Τούρκων. Με τη βοήθεια των προξένων Γαλλίας, Δανίας και Σουηδίας η φορολογική επιβάρυνση καταργείται. Πλήθη που ακολουθούσαν τον Νικόλαο Θησέα είχαν μαζευτεί στον Άγιο Γεώργιο Κοντό, στο Σταυροβούνι και στο Δάλι (7 - 8.000 άνθρωποι). Μετά τη λήξη του κινήματος ο Νικόλαος Θησεύς κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο Λάρνακας, αφού με τη μεσολάβηση του προξένου Bottu δέχθηκε να διαλυθούν τα πλήθη (Κ. Προυσής, Κυπρ. Σπουδ., Ζ', 1943 11945], σσ. 38 - 40. George Hill, History of Cyprus, IV, The Ottoman Province - The British Colony 1571 - 1948, Cambridge, 1952, σσ. 157-161.
Βλέπε λήμμα: Εσσεγίντ Μεχμέτ
Ο Νικόλαος Θησεύς από τη Λάρνακα έφυγε με ελληνικό πλοίο στη Ρόδο, όπου τον συνάντησε ο Λαμαρτίνος και τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη για ασφάλεια. Ο Λαμαρτίνος τον αποκαλεί άνθρωπο με λαμπρό πνεύμα και θάρρος, που ομιλεί όλες τις γλώσσες και ξέρει όλες τις χώρες. Αλλ' ούτε στην Κωνσταντινούπολη ο Νικόλαος Θησεύς ήταν ασφαλής, αφού ο Γάλλος πρέσβης εκεί τον εγκατέλειψε παρά τις συστάσεις του Bottu. Αντί στην Κύπρο, όπου τον συμβούλευσαν να γυρίσει, ο Νικόλαος Θησεύς πήγε στη Γαλλία και απ' εκεί στην Ελλάδα στα 1839, οπότε διορίστηκε πρόξενος της Ελλάδας στη Βηρυτό. Απ' εκεί γύρισε σε λίγα χρόνια στην Αθήνα, όπου ζούσε από τη σύνταξή του, ωσότου πέθανε από χολέρα στα 1854. Από την Αθήνα στις 24.12.1849 γράφει στον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, εξάδελφό του, ζητώντας του να του στείλει δέκα νέους χωρικούς για να τους συστήσει και βοηθήσει να μορφωθούν (Α. Τηλλυρίδης - Κ.Π. Κύρρης, Ἐπετηρίς. XI, 1981 -1982, σσ. 455 - 456, 460).
Θεοφύλακτος ή Θεόφιλος Θησεύς: Ο νεότερος από τους Θησείς, κατά κόσμον Θεμιστοκλής, που γεννήθηκε κι αυτός στην Κύπρο. Σπούδασε στην Ελβετία και εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των Θησέων στη Μασσαλία, που ανήκε στον Νικόλαο Θησέα, και συνεργαζόταν με τον Κυπριανό Θησέα στη Λάρνακα. Έγινε αρχιμανδρίτης της Αρχιεπισκοπής επί Κυπριανού (1810 - 1821) και μυήθηκε στο Ἑλληνόγλωσσον Ξενοδοχεῖον τῶν Παρισίων και στη Φιλική Εταιρεία, όπως και ο Νικόλαος Θησεύς. Στις αρχές της ελληνικής επανάστασης μετέφερε στην Κύπρο επαναστατικά φυλλάδια που τα διένειμε με απροσεξία και οὗλα τόν ἀππωμένον... στραβά... / τζ' ἔδκιαντα ὅπου τύχχαινεν τζ'αί μέραν μεσομέριν, / τζ' ήρτασιν τοῦτα τά κακά τωρά στήν τζ'εφαλήν μας, όπως γράφει απηχώντας την παράδοση ο Βασίλης Μιχαηλίδης στην Ἐνάτη Ἰουλίου τοῦ 1821 ἐν Λευκωσίᾳ Κύπρου. Τα φυλλάδια του τα είχε δώσει ο Δ. Υψηλάντης, που επείσθη από τον ίδιο τον ενθουσιώδη αρχιμανδρίτη. Με δωροδοκίες ο Θεοφύλακτος Θησεύς κατόρθωσε να διαφύγει από τους Τούρκους διώκτες του και να φθάσει στη Σύμη. Έχουμε δει τις ενέργειές του από τον Ιούλιο του 1821 ως το 1824/5. Προσθέτουμε ότι στα 1822 συνέλεξε εράνους για την Κύπρο στη Ρωσία, αλλά επιστρέφοντας στη Μασσαλία δεν έδωσε τίποτε στους εκεί Κυπρίους πρόσφυγες, που τον ενήγαγαν γι’ αυτό τον λόγο και τον ανάγκασαν να φύγει από την πόλη, για να αναμειχθεί στην υπόθεση του κυπριακού δανείου με τον ντε Βιντζ και τον Ιωαννίκιο, ο οποίος παρ' όλα αυτά τον κατηγορεί για σφετερισμό £75, δωρεά του αρχιεπισκόπου της Καντερβουρίας προς τον ίδιο (1824). Αργότερα όμως ο Θεοφύλακτος ή Θεόφιλος Θησεύς πολέμησε στην Ελλάδα, στην Τριπολιτζά, στο Μεσολόγγι κ.α., έχασε τον αριστερό του βραχίονα και προβιβάστηκε σε αξιωματικό δ' τάξεως.
Μετά τον αγώνα ετέθη στην υπηρεσία του πατριαρχείου Ιεροσολύμων και μ' αυτή την ιδιότητα ήλθε στην Κύπρο στα 1832 - 33, οπότε κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο κίνημα του Νικολάου Θησέως στη Λάρνακα. Ο πρόξενος της Ρωσίας, όμως, ο Κωνσταντίνος Περιστιάνης, σε γράμμα του της 14 Μαρτίου 1833 τον κηρύσσει αθώο και μάλιστα βεβαιώνει ότι προσπάθησε ν' αποτρέψει τον αδελφό του Νικόλαο· επειδή απέτυχε στις προσπάθειές του κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο Λάρνακας και απ' εκεί διέφυγε στο εξωτερικό, εξακολουθώντας να υπηρετεί το πατριαρχείο Ιεροσολύμων σε διάφορες χώρες. Στα 1842 πήγε στην Αθήνα, όπου εξέδωσε βιβλίο με τον τίτλο Οἰκιακή Οἰκονομία στηριγμένο σε γαλλικές πηγές. Κατά το 1845 επέστρεψε στην Κύπρο ως ενοικιαστής του μετοχίου της μονής Σινά στην Πάφο. Τα τελευταία γνωστά ίχνη του είναι τρεις επιστολές του προς τον εξάδελφό του αρχιεπίσκοπο, Κύπρου Κύριλλο, όλες γραμμένες στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Νοεμβρίου 1851, στις 17 Νοεμβρίου 1851 και στις 29 Δεκεμβρίου 1851 αντιστοίχως. Με αυτές ζητεί επιστροφή των κτημάτων του στο νησί και διεκδικεί την επισκοπική έδρα Κερύνειας που είχε κενωθεί με τον θάνατο του Χαρίτωνος, αντιπάλου του Κυρίλλου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, λίγο προ της 29ης Δεκεμβρίου 1851, πιθανώς τέλη του Νοεμβρίου. Ο Κύριλλος, όπως προκύπτει από τις δυο εκ των επιστολών, δεν ευνοούσε την (τελευταία πια) φιλοδοξία του περιπετειώδους εξαδέλφου του, και η άνοδός του στον θρόνο Κερύνειας στις 29 Ιανουαρίου 1852 την τερμάτισε. Χαρακτηριστικά ο Θ. Θησεύς περιμένει μεταστροφή του Κυρίλλου υπέρ της υποψηφιότητάς του μετά από συστατική επιστολή του Σαμή πασά, τότε στην Τραπεζούντα, που μιλούσε για σουλτανική αμνηστία (προς τους Έλληνες επαναστάτες του 1821), καθώς και μετά από σύσταση του σερασκέρη Συρίας Μεμέτ πασά, πατριώτη μας, δηλαδή Τουρκοκυπρίου, και γνωστού ή φίλου του Κυρίλλου. Ο Θεοφύλακτος Θησεύς δεν παραλείπει να στείλει στον εξάδελφό του και ὀλίγον χαβιάρι ...νά τό γευθῆτε μέ εὐχαρίστησιν... (βλ. Α. Τηλλυρίδη - Κ.Π. Κύρρη, Ἐπετηρίς, XI, 1981 -1982, σσ. 455 - 481). Η μετέπειτα ζωή του Θεοφύλακτου ή Θεοφίλου Θησέως αγνοείται.
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ