Ο κινηματογράφος έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Λευκωσία το 1907. Οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου, της Αστικής Σχολής και οι μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, παρακολούθηκαν κινούμενες εικόνες στο πανί του θεάτρου Παπαδοπούλου. Το θέμα της βωβής ταινίας, ήταν εκπαιδευτικού χαρακτήρα με εικόνες και αποσπάσματα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η εφημερίδα Ελευθερία, σχολιάζοντας το γεγονός έγραφε: «εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού υπερχιλίων μαθητριών και μαθητών εκρηγυμένων εις παταγώδη χειροκροτήματα επί τη θέα ανυψουμένης Ελληνικής Σημαίας».
Ο πρώτος λάτρης της μεγάλης οθόνης
Ο σκαλιώτης Νίκος Κυπριανού ήταν ο πρώτος Κύπριος που ανέλαβε την πρωτοβουλία να φέρει κινηματογραφική μηχανή στην Κύπρο. Παράγγειλε τον εξοπλισμό και τις ταινίες από το Παρίσι. Τα μηχανήματα παραγωγής παράγγειλε από την εταιρεία «Αστέρ» και τις μηχανές προβολής και τις ταινίες από την εταιρεία «Πατέ». Έτσι ο κινηματογράφος ονομάστηκε «Αστέρ-Πατέ». Αρχικά έκανε προβολές στη Λάρνακα και αργότερα μετακόμισε στη Λευκωσία τον οποίο φιλοξενούσε κατά τους χειμερινούς μήνες το θέατρο Παπαδοπούλου στο κέντρο της πρωτεύουσας, ενώ την περίοδο του καλοκαιριού μετακόμιζε στο θερινό καφενείο «Ακρόπολις». Μέσα σε λίγα χρόνια ο Αστέρ-Πατέ είχε μετατραπεί στην κυριότερη ψυχαγωγική δραστηριότητα της πόλης. Το κόσμος συνέρρεε ασταμάτητα, σε σημείο που κάποιες ταινίες προβάλλονταν σε επανάληψη μετά από τις εκκλήσεις των θεατών. Οι εφημερίδες σχολίαζαν πως ο κόσμος στοιβαζόταν μέχρι ασφυξίας και η συρροή «ήτο απερίγραπτος». Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη, που ο κινηματογράφος πρωτοτύπησε εκδίδοντας μηνιαία εισιτήρια για 30 ταινίες, στην τιμή των 5 σελινιών.
Το 1921, ο επιχειρηματίας Ζήνων Παπαδόπουλος δεν ανανέωσε την άδεια του Κυπριανού, για χρήση του θεάτρου, δημιουργώντας τον δικό του κινηματογράφο, ενώ προχώρησε και στη δημιουργία θερινού κινηματογράφου στην οδό Λεωνίδου με την ονομασία Παράδεισος. Έτσι ο Νίκος Κυπριανού το 1925 προχώρησε στην ίδρυση του θερινού κινηματογράφου, «Μαγικός Κήπος» και αργότερα, στην ανέγερση του «Μαγικού Παλατιού», το οποίο στέγασε και τον χειμερινό και τον θερινό κινηματογράφο.
1940
Η δεκαετία του ’40, αποτέλεσε μία νέα εποχή για τον ψυχαγωγικό τομέα της Λευκωσίας. Εγκαινιάστηκαν νέες αίθουσες, όπως η «Ινστανμπούλ» στο Καϊμακλί, ο «Κρυστάλ» και το «Ζάππειον». Προς το τέλος της δεκαετίας, προβλήθηκαν και έγχρωμες για πρώτη φορά, ταινίες, όπως ο Σεβάχ ο Θαλασσινός, Ο Κόκκινος Βράχος και «Η μητέρα που φορούσε παντελόνια». Μέσα σε μία δεκαετία η μανία για τον κινηματογράφο αυξήθηκε. Το 1951, λειτουργούσαν πέντε κινηματογράφοι: Παπαδοπούλου, Μαγικό Παλάτι, Λουκούδι, Παλλάς, Ρόγιαλ και Ακροπόλ, ενώ το 1952 ξεκίνησε να λειτουργεί η Κυπριακή Κινηματογραφική Εκπαιδευτική Σχολή. Τρία χρόνια αργότερα, λειτούργησε το «Ρετζίνα Σίνεμα» σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Πόλυ. Στο ίδιο κτήριο λειτουργούσε ξενοδοχείο και μπαρ.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ επηρέασε και τον ψυχαγωγικό τομέα της Κύπρου. Τα σινεμά, γνωρίζοντας ότι το «κέρφιου» θα πλήξει τις προβολές, διαφοροποίησαν τα ωράρια προβολών και έδωσαν οδηγίες στο κοινό, να μην πετάνε το απόκομμα του εισιτηρίου, για να μπορούν να παρακολουθούν άλλη ταινία, σε περίπτωση κέρφιου. Συχνά, οι χώροι των σινεμά, χρησίμευαν για τις βρετανικές αρχές, ως χώροι σωματικών ερευνών και ανακρίσεων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που με διαταγές των αρχών, διακόπτονταν οι προβολές.
Λεμεσός
Στη Λεμεσό τη δεκαετία του ’30 λειτούργησαν δυο καινούργια κινηματοθέατρα: «Το Γιορδαμλή», που λειτούργησε τον Δεκέμβριο του 1931 και το «Ριάλτο» το Μάρτιο του 1933. Παράλληλα λειτουργούσε και ως κινηματογράφος το «Θέατρο Χατζηπαύλου» ήδη από το 1913. Τον Απρίλιο του 1949 λειτούργησε το «Ελλάς» και το Μάιο της ίδιας δεκαετίας το «Παλλάς», (το σημερινό Παττίχειο Θέατρο).
Λίγα χρόνια αργότερα λειτούργησε το «Ρεκάλ», στην οδό Μακεδονίας δίπλα στην οδό Ελευθερίας και αρκετά χρόνια μετά το «Αριέλ» και «ο Οθέλλος».
Ήδη τα καλοκαιρινά σινεμά προϋπήρχαν και είχαν ήδη καθιερωθεί, αλλά η παρουσία κλειστών αιθουσών τους χειμερινούς μήνες ήταν πλέον απαραίτητη.
Οι χώροι των κινηματογράφων δεν λειτουργούσαν μόνο για προβολή ταινιών αλλά χρησιμοποιούνταν και ως θέατρα για κυπριακούς και ελληνικούς θιάσους, για διαλέξεις, για προεκλογικές συγκεντρώσεις, καθώς και για μουσικές συναυλίες όπως τα κυριακάτικα μουσικά πρωινά με την συμφωνική ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του μουσικολόγου Σόλωνα Μιχαηλίδη στο Γιορδαμλή.
Το Ριάλτο, ήταν ένας από τους κινηματογράφους ο οποίος έκλεισε και λειτούργησε ξανά το Μάη του 1999 χάρη στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού. Σήμερα λειτουργεί ως Πολιτιστικός Οργανισμός.
Την ίδια πορεία είχε και το πρώην ΠΑΛΛΑΣ (νυν Παττίχειο Θέατρο), το οποίο έγινε δωρεά στο Δήμο Λεμεσού το 1986 και μετά από την πρόσφατη συντήρηση του έγινε ξανά ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της πόλης.
Αμμόχωστος
To Cimena του Χατζηχαμπή ολοκληρώθηκε το 1933, όταν και έγινε η πρώτη προβολή έργου. Το κτήριο κτίστηκε από τον Μάστρε Γιακουμή.
Οπως ανακοινλωθηκε και στις εφημερίδες της εποχής, "Την περασμένη Κυριακή εν Βαρωσίοις εγένετο η έναρξις των παραστάσεων του ομιλούντος κινηματογράφου του κ.Χατζηχαμπή, εις το μεγαλοπρεπές νεόκτιστον θέατρον, με το ωραίον έργον “Βαλς του Δουνάβεως”. Η αίθουσα ήτο ασφυκτικώς πλήρης".
Σύμφωνα με την έρευνα της Σίλειας Χατζηχαμπή Χαπίπη, οι παραστάσεις που γέμιζαν συνήθως ήταν παλαιότερα αυτές της Κυριακής, ενώ σταδιακά προωθήθηκε με μεγάλη επιτυχία και το Σάββατο. "Στο χώρο πραγματοποιούνταν επίσης σχολικοί εορτασμοί και παραστάσεις μαθητών της Αμμοχώστου. Σε ότι αφορά τις κινηματογραφικές παραστάσεις αυτές προσαρμόζονταν αναλόγως και των δρομολογίων των λεωφορείων που έφερναν κόσμο από τα χωριά για να δουν μια παράσταση στο κινηματοθέατρο".
Ο κινηματογράφος «Λουϊζιάνα» στο Ριζοκάρπασο
Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 ο Ζαχαρίας Πολυβίου, ίδρυσε τον κινηματογράφο «Λουϊζιάνα» στο Ριζοκάρπασο. Παράγγειλε τις κινηματογραφικές μηχανές προβολής και ηλεκτρικές γεννήτριες (το χωριό δεν είχε ρεύμα) από την Αμερική με τη βοήθεια των αδελφών του που ζούσαν εκεί. Το όνομα Λουϊζιάνα δόθηκε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τα αδέλφια του, που κατοικούσαν στην ομώνυμη πολιτεία.
Στις 12 Απριλίου 1947, η πρώτη προβολή μιας αμερικανικής πολεμικής ταινίας με θέμα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η χωρητικότητα του σινεμά ήταν 350 θεατές. Τα καθίσματα είχε επιμεληθεί ο Ριζοκαρπασίτης Σάββας Καρεκλάς. Ήταν ψάθινες χειροποίητες, στερεωμένες με δύο ξύλινες δοκούς κατά τετράδες ή οκτάδες. Οι θέσεις ήταν αριθμημένες και σε περίπτωση που υπήρχε κάποια επίσημη κινηματογραφική παράσταση γίνονταν προκρατήσεις. Στον χώρο υπήρχε και ταξιθέτης, προς εξυπηρέτηση του κοινού. Η είσοδος στοίχιζε ένα σελίνι ή 12 γρόσια και από το ’47 μέχρι το ΄50, ο κινηματογράφος λειτουργούσε Τετάρτη, Σάββατο με δύο νυκτερινές παραστάσεις 06:00-08:00 μ.μ και Κυριακή με 4 παραστάσεις, δύο απογευματινές 01:00-03:00 μ.μ και δύο νυκτερινές με δύο διαφορετικές ταινίες. Αργότερα, αποφάσισε να αλλάξει το ρεπερτόριο και λειτουργούσε καθημερινά εκτός Τρίτης και Παρασκευής. Στα 15λεπτα διαλείμματα, οι θεατές μπορούσαν να βγουν στο καπνιστήριο καθώς το τσιγάρο δεν επιτρεπόταν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα. Μπορούσαν ακόμα να αγοράσουν ποτά ή οτιδήποτε άλλο από τον σερβιτόρο που περιφερόταν. Μισή ώρα πριν αρχίσει η προβολή, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και λίγα λεπτά μετά το τέλος, οι θεατές είχαν την ευκαιρία να ακούσουν μουσική και κυρίως λαϊκά κομμάτια. Τα Σαββατοκύριακα, οργανωμένα σύνολα κατέφταναν από γύρω περιοχές με λεωφορείο όπως από τη Γιαλούσα, Αγία Τριάδα, Γαληνόπορνη, Κορόβεια και Άγιο Συμεών.
Οι αίθουσες του κινηματογράφου χρησίμευσαν για παραστάσεις θεατρικές από κυπριακούς ή ξένους θιάσους, ταχυδακτυλουργικές επιδείξεις ή ακόμα και αγώνες πάλης. Αλλά πέρα από τον ψυχαγωγικό τομέα, οι αίθουσες χρησιμοποιούνταν και από τα σωματεία του χωριού όπως ο «Σύλλογος Νέων Ριζοκαρπάσου» ή το «Εθνικοφρόνων Σωματείο». Οι εισπράξεις των εκδηλώσεων τους δίνονταν αποκλειστικά στον απελευθερωτικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.
Ο κινηματογράφος λειτούργησε αδιάκοπα από το 1947 μέχρι τις 11 Αυγούστου 1974.
Λάρνακα
Ο Νίκος M. Κυπριανού, ήταν γιος του σκαλιώτη εμπόρου Μιχαήλ Μ. Κυπριανού και με σπουδές στην Εμπορική Σχολή Πειραιά και στο γαλλικό Ιησουητικό Κολλέγιο Βηρυτού, το 1913 πήρε στη Λάρνακα την πρώτη μηχανή προβολής ταινιών, της περίφημης για την εποχή της και σημαντικής στην ιστορία του κινηματογράφου, εταιρείας Πατέ, και άρχισε προβολές στην αίθουσα του «Σαν Χωλ». Το κινηματοθέατρο “Πατέ” της Λάρνακας βρισκόταν στο ανατολικό άκρο του παραλιακού δρόμου, πλάι στο “Grand Hotel”, και υπήρξε πρόδρομος της αίθουσας εκδηλώσεων “Sun Hall” (όπου σήμερα βρίσκεται το ομώνυμο ξενοδοχείο). Ο Πατέ αργότερα μετακινήθηκε στη Λευκωσία από όπου ανέπτυξε παγκύπρια δραστηριότητα και δημιούργησε μια πραγματική κινηματογραφική «αυτοκρατορία» ως γενικός διευθυντής των επιχειρήσεων Μ.Μ. Κυπριανού.
Το 1924 λειτούργησε στη Λάρνακα το κινηματοθέατρο “Μακρίδη”, ενώ ήδη υπήρχε το “Σαλόν Ροζ” Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, τόσο, που κυκλοφόρησε και πειρακτικό τετράστιχο για τους πολίτες που προτιμούσαν το ένα αντί του άλλου :
Εις το “Σαλόν Ροζ”
πάνε όλ’ οι Καραγκιόζ
και εις του “Μακρίδη”
κάθε καρυδιάς καρύδι.
Το Σαλόν Ροζ μετονομάστηκε το 1927 σε Σαλόν Μπλε και από το 1928 επέστρεψε στο παλιό όνομά του, έως το 1948, όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά και στη θέση του κτίστηκε ο κινηματογράφος “Ρεξ”.
Στη Λάρνακα λειτουργούσε επίσης το θερινό σινεμά «Μαγικός Κήπος".
Το Θέατρο Μακρίδη λειτούργησε τον Νοέμβριο του 1924. Όπως αναφερόταν σε εφημερίδες της εποχής, «είναι πλάτους 18 μέτρων και μήκους 26 μέτρων, μετά καλλιτεχνικής σκηνής και συμπληροί σπουδαίαν έλλειψιν της πόλεώς μας». Χρησιμοποιήθηκε επίσης για χορούς και κινηματογραφικές προβολές. Για την ασφάλειά των θεατών ―επειδή υπήρχε πάντοτε κίνδυνος πυρκαγιάς (από ανάφλεξη της ταινίας λόγω υπερθέρμανσης της μηχανής)― όταν αργότερα (1927) εξετάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως χειμερινός κινηματογράφος, «ευρέθη τελείως ακατάλληλον δια κινηματοθέατρον. Και πριν του επιτραπεί να δώσει παραστάσεις κινηματογραφικάς πρέπει να αλλάξει την τοποθεσίαν της καμπίνας προβολής, ήτις ευρίσκεται άνωθεν της κυρίας εισόδου του θεάτρου και παραπλεύρως της εισόδου και εξόδου των θεατών του εξώστου».
Πηγές: