Ο πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική μας Κληρονομιά δημοσιοποιεί, πρώτη φορά, σπάνιο αρχειακό υλικό που αφορά στον θείο του, λογοτέχνη, διανοούμενο, πολιτικό και πρώην Υφυπουργό Παιδείας της Ελλάδας, Λουκή Ακρίτα, αλλά και στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου. (Συνέντευξη στον Γιάννη Χατζηγεωργίου, Ο Φιλελεύθερος 21/03/2021)
Ποια είναι η πρώτη εικόνα που έχετε στο μυαλό σας από τον Λουκή Ακρίτα; Τον συνάντησα πρώτη φορά στο ωραιότερο και συγκλονιστικότερο ταξίδι που έκανα στη ζωή μου όταν, τελειόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου, το 1951, πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδρομή μαθητών στην Ελλάδα. Κατασκηνώναμε, θυμάμαι, στο Γυμνάσιο Αμαρουσίου, ήταν απόγευμα Παρασκευής και είχαν έρθει για να με δουν ο Λουκής μαζί με τον αδελφό του, Ευριπίδη, στο καφενείο του Αμαρουσίου. Αυτή ήταν η πρώτη φυσική επαφή μας. Αλλά, στο μεταξύ, όλη μου η ζωή σχεδόν στην Κύπρο περιστρεφόταν ήδη γύρω από τους θείους μας -τους αδελφούς της μητέρας μου, Ευρούς-, οι οποίοι ζούσαν στην Αθήνα. Θυμάμαι τις κάρτες που παίρναμε από τον Λουκή από το Αλβανικό Μέτωπο, τις επιστολές του, το τηλεγράφημα του Γεωργίου Παπανδρέου από το Κάιρο στα χρόνια της κατοχής προς την οικογένειά μας ότι «ο αδελφός σας, Λουκής Ακρίτας, είναι καλά», την αγωνία μας επί γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Και αργότερα, αμέσως μετά την απελευθέρωση, τα κασόνια με τρόφιμα και άλλες προμήθειες που ετοιμάζαμε στον ηλιακό του σπιτιού μας, στην οδό Μεσολογγίου 16, στον Άγιο Ανδρέα, και τους στέλναμε. Θυμάμαι, επίσης, τα «Καθημερινά Νέα», την εφημερίδα του Λουκή που άρχισε να εκδίδεται ως παράνομη στα χρόνια της κατοχής και συνέχισε την έκδοσή της ως τα τέλη του 1946, καθώς και την σπουδαία λογοτεχνική και πνευματική του δράση.
Ήταν το πρότυπό σας; Ο Λουκής Ακρίτας υπήρξε πάντοτε ο φάρος-οδηγός μου, ο προσανατολισμός της ζωής μου, χωρίς ωστόσο αυτό να υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια, μέσα στην αντίληψή μου· ήταν στο επίκεντρο της ζωής μας. Ο ίδιος είχε αγάπη και αφοσίωσή στην οικογένειά του, αλλά ήταν ταυτόχρονα και ο άνθρωπος των αρχών – και για τον εαυτό του και για τους άλλους. Και η στάση του, γενικότερα, ήταν στάση ανθρώπου με προσωπικότητα που τον απασχολούσαν τα σημαντικά. Αργότερα, τη δεκαετία του ’50, που ζούσα πια, ως φοιτητής, πλάι του, στο γραφείο του, γνώρισα από πολύ κοντά τον άνθρωπο που πάλευε, που είχε την αίσθηση της αποστολής, έναν πνευματικό άνθρωπο με αναγνώριση για τα βιβλία του, έναν διανοούμενο, έναν αγωνιστή, που έδινε με δυναμισμό το παρόν του σέ όλες τις δύσκολες μάχες της Ελλάδας: Συνεπής δημοκράτης στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, στρατιώτης στο Αλβανικό μέτωπο, αντιστασιακός στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, εκπρόσωπος της Κυβέρνησης του Καΐρου διακινδύνευσε τη ζωή του για τη διάσωση της υπονομευμένης με εκρηκτικά Αθήνας κατά την αποχώρηση των Γερμανών, αγωνίστηκε μετά ως δημοσιογράφος για την εθνική ενότητα και την αποφυγή του εμφύλιου, στο δημοψήφισμα του 1946 για επαναφορά ή όχι της βασιλείας κράτησε ψηλά το λάβαρο της δημοκρατίας, αγωνίστηκε για την εθνική συμφιλίωση, για τη γενική αμνηστία και για τη διάσωση από την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Εθναρχικός Σύμβουλος επίσης, μέλος της Εθναρχίας της Κύπρου, εργάστηκε σε πολλά επίπεδα με γνώμονα τη δικαίωση των αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού. Κορυφαία -αλλά και τελευταία- μάχη της ζωής του, ο αγώνας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 στην Ελλάδα.
Έζησα πλάι του τη δεκαετία του ‘50, μία περίοδο δοκιμασίων. Δίναμε μάχες, χάναμε μάχες, πολιτικές και εκλογικές χωρίς, όμως, ποτέ να τον εξουθενώσουν. Την άλλη μέρα, ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει. Δεν έφτανε ποτέ σε αδιέξοδα, ο νους του ήταν πάντα στο αύριο, στο πώς να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, όσα έγραψε για τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου. Εξέφρασε την οδύνη του για την απώλεια του ιδανικού της ένωσης -διαφώνησε και παραιτήθηκε από Εθναρχικός σύμβουλος-, όμως ταυτόχρονα τόνισε ότι οι συνθήκες «εξαναγκάζουν (τον Ελληνισμό) να αντιμετωπίση με δημιουργικήν φαντασίαν και ρεαλισμόν την νέαν και σχεδόν αμετακίνητον πραγματικότητα». Ήθελε να στηρίξει, με κάθε τρόπο, την Κυπριακή Δημοκρατία! Και θα σου πω και κάτι που δεν έχει γραφτεί ποτέ: Εάν τον καλούσε ο Μακάριος, ο Λουκής ήταν έτοιμος να έρθει να υπηρετήσει στην Κύπρο, εκείνη την κρίσιμη εποχή. Υποστήριζε, θυμάμαι, με σαφήνεια και με επιχειρήματα τις θέσεις του, χωρίς όμως ποτέ να μπει σε άχαρες και αντιπαραγωγικές διαμάχες και ποτέ σε προσωπικές αντιπαραθέσεις. Έτσι ήταν πάντα: Ένας άνθρωπος που αναζητούσε τις «γέφυρες», όχι τα χάσματα και ποτέ τα πάθη. Δεν είναι τυχαίο που, μέσα στα χρόνια, εξέφρασε πανελλήνια αιτήματα και έδωσε έργο εθνικής σημασίας.
Ο Λουκής ήταν, πράγματι, ένας πρωτοπόρος που είχε συναίσθηση της αποστολής του, όπως έγραφε στον αδελφό του, Χρήστο, στην επιστολή της 6ης Μαΐου 1946; «Στέκομαι αντιμέτωπος σ’ όλους, για να διακηρύξω αυτά που πιστεύω σαν ελεύθερος μαχητής…Στις γροθιές απαντώ με πλήγματα», έγραφε τότε ο ίδιος… Με πλήγματα, ναι, αλλά με ήθος. Ποτέ δεν περιέπεσε, άλλωστε, ο ίδιος στην προσωπική επίθεση -πουθενά και σε κανέναν-, σε ευτέλεια, σε μέσα που θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν ανέντιμα. Είχε επίπεδο, είχε επιχειρήματα, είχε στη ζωή του μία σταθερή κατεύθυνση και πορεία. Είχε, επίσης, μεγάλο όραμα για τον Ελληνισμό: Θεωρούσε πως το να είσαι Έλληνας είναι μεγάλη ευθύνη -όχι σοβινιστικά ή εθνικιστικά, αλλά πνευματικά- λόγω της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τα οποία αντιπροσώπευε η Ελλάδα, η ελληνική ιστορία και η ελληνική κουλτούρα. Και αυτή πλάι και παράλληλα με όλες τις άλλες κουλτούρες. Έβλεπε μέσα σε αυτά, τα ευρύτερα πλαίσια, την έννοια της ανθρωπιστικής παιδείας, όραμα και κατεύθυνση που χρειαζόταν αγώνας για τη στήριξή τους, γιατί πάντα παραμόνευε η συντήρηση και ο σκοταδισμός.
Νομίζω, επίσης, πως αυτά που λέει στην επιστολή του στον επτάχρονο τότε Λουκή, γιο της αδελφής σας, Ήβης Μελεάγρου, τον Απρίλιο του 1959, θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί και σήμερα – διαχρονικός: «Οι μετριότητες που καραδοκούν σ’ όλην τους τη ζωή, στην ίδια θέση, με την καραμπίνα, δεν ανέχονται τους όρθιους, τους ψηλούς και περήφανους ανθρώπους που τους σκιάζουν. Και χτυπούν. Λοιπόν, όταν μεγαλώσεις, θα σε διδάξω πώς να μην χάσεις τον εαυτό σου και πώς να φυλαχθείς από τους μέτριους που θα συναντήσεις στο δρόμο σου…». Ο ίδιος πώς προφυλασσόταν από όλους αυτούς – σας είπε ποτέ; Ο ίδιος υπήρξε θύμα αυτών των καταστάσεων. Ήταν άνθρωπος που είχε μία πορεία στα μεγάλα θέματα του Ελληνισμού, μέσα από τη συγγραφή, τη δημοσιογραφία, την πολιτική. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο γινόταν και στόχος. Οι μετριότητες και οι καιροσκόποι δεν άντεχαν το μήνυμά του και ούτε κατανοούσαν το όραμά του για το μέλλον της χώρας. Τον αντιλαμβάνονταν ως εμπόδιο στον δικό τους δρόμο, της ματαιοδοξίας και της θεσιθηρίας. Ο Λουκής, όμως, στεκόταν πάντα ακέραιος και πεισματικός σε αυτά που πρέσβευε. Ήταν γι’ αυτόν θέμα επιλογής. Σκεφτείτε πως ο Λουκής είχε πάει στην Αθήνα από τη Μόρφου και για δύο χρόνια περνούσε μία σκληρή περίοδο στερήσεων, πείνας, ανεργίας. Το ευκολότερο πράγμα για τον ίδιο θα ήταν να επιστρέψει στην Κύπρο. Θα είχε και εδώ εύκολη και καλή σταδιοδρομία. Επέλεξε, όμως, να παραμείνει στην Αθήνα, να δώσει τη μάχη του εκεί, για να «υπάρξει», για να προχωρήσει σε αυτό που οραματιζόταν. Μπορούσε να φύγει από την Ελλάδα στα χρόνια της κατοχής. Η παραμονή του στην Αθηνά ήταν κι αυτή θέμα επιλογής.
Και ως άνθρωπος πρέπει να ήταν πολύ τρυφερός – δίδοντας πάντοτε και το «πολιτικό» του αποτύπωμα. Γράφει π.χ κάπου για την κόρη του, την Έλενα Ακρίτα: «…Από πολύ μικρή έδειχνε να ανήκει στην εξαίσια, αλλά πάντα τυραγνισμένη πρωτοπορία των σημαιοφόρων της δικαιοσύνης και της λευτεριάς. Τ’ αφεντικά και τα πριγκιπόπουλα δεν τ’ αντέχει ούτε στα παραμύθια…». Ναι, ήταν πολύ τρυφερός – το διαπιστώνει κάποιος και στα μυθιστορήματά του, άλλωστε. Ήταν, επίσης, ευχάριστος ως άνθρωπος· δεν θα τον έβλεπες ποτέ να είναι στενοχωρημένος ή μουτρωμένος ό,τι κι αν του συνέβαινε και παρά τις όποιες αποτυχίες. Ήταν ισορροπημένος, σταθερός, μαχητής, ζούσε ασκητική ζωή -αν σκεφτείτε πως, εωσότου παντρευτεί με την Σύλβα, ζούσε σε ένα μικρό δωμάτιο, στη Στουρνάρα 57, μαζί με τον αδελφό του-, δεν αναζήτησε ποτέ την αναψυχή του, πολύ ανθρώπινος και καθόλου εξεζητημένος. Αναμετριόταν συνεχώς με τα δικά του προβλήματα, αλλά και με τα προβλήματα της Ελλάδας. Είμαι ευτυχής γιατί ήμουν ο ακροατής του, ήμουν συνεχώς μαζί του και του συμπαραστάθηκα στους πολιτικούς του αγώνες ως το τέλος του, το 1965.
Είχε πικρίες στη ζωή του; Δεν τις άφηνε να κυριαρχήσουν μέσα του. Θα σας πω χαρακτηριστικά το εξής: Ο Λουκής, ενώ ήταν πρώτος βουλευτής Αθηνών στις εκλογές του ’51, ενώ ήταν ο στυλοβάτης του Πλαστήρα, ενώ ήταν αυτός που οργάνωσε την ΕΠΕΚ, έγινε μετά στόχος των κομματικών παρασκηνίων. Τον απέστειλαν στα Ηνωμένα Έθνη, ως είδος πολιτικής «εξορίας». Αλλά και εκεί διέπρεψε ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας και διεκδικητής των δίκαιων της Κύπρου. Λίγο αργότερα, αυτά τα ίδια παρασκήνια μεθόδευσαν διαγραφή του από το ψηφοδέλτιο των εκλογών του 1952. Αδικήθηκε, αλλά ποτέ δε «χτύπησε» τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Όλες αυτές τις επιστολές-ντοκουμέντα γιατί αποφασίσατε να τις δημοσιοποιήσετε τώρα, στα 87 σας πια χρόνια; Γιατί όχι προηγουμένως; Γιατί τώρα ήταν η ώρα. Τώρα, σε αυτή την συγκυρία, αυτής της τραγωδίας, των συνεχών απωλειών που δεν ξέρουμε πού θα μας οδηγήσουν, έπρεπε ο Λουκής να «μιλήσει» με τα λόγια τα δικά του. Για να δώσει «λύσεις». Και, πρέπει να σας πω, πως κι εγώ ο ίδιος, για να πάρω θέση σε κρίσιμα πολιτικά σταυροδρόμια της Κύπρου, αγωνιώντας -ειδικά αυτή την περίοδο- για το μέλλον, ανατρέχω πάντα σε κείμενα του Λουκή Ακρίτα· και βρίσκω απαντήσεις. Προβληματιζόμουν, ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια, πώς θα έδινα όλο αυτό το σπάνιο αρχειακό υλικό στον κόσμο – και, για κανένα λόγο, δεν θα ήθελα να παρουσιάσω μια «αγιογραφία», αλλά να προσφέρω σε όλους την δυνατότητα να τον μάθουν μέσα από τα δικά του λόγια, να μπει ο αναγνώστης σε διάλογο μαζί του και, γιατί όχι, να τον κρίνει. Ο Λουκής δεν ήταν αυτοφυής· ήταν γόνος μιας παράδοσης, μιας οικογένειας, μιας κουλτούρας, πολλών ερεθισμάτων. Πρότυπό του, όταν ήταν παιδί, ο Χρήστος Καττιρτζήγιαννης και έμπνευσή του οι περιπέτειες των δικών του με τις άμαξες και τα άλογά τους. Ο Λουκής ήταν παιδί της εποχής του, του Ελληνισμού, παιδί της Μόρφου και παιδί της Κύπρου ολόκληρης.
Βιβλιογραφία