Τo 1923 ένας νεαρός Σουηδός αρχαιολόγος ο Einar Gjerstadο κατέφθασε στην Κύπρο για να μελετήσει την αρχαιολογία και γενικότερα τον πολιτισμό του νησιού. Είχε προσκληθεί από το Σουηδό πρόξενο στην Κύπρο Λουκή Ζ. Πιερίδη, που ήταν και μέλος του Κυπριακού Αρχαιολογικού Συμβουλίου ο οποίος ήδη από το 1922 είχε εισηγηθεί όπως αποσταλεί Σουηδική ομάδα στο νησί για να αναλάβει τη διεξαγωγή ανασκαφών. Συνεπώς, οι απαρχές της Αποστολής αυτής συνδέονται άμεσα με την οικογένεια Πιερίδη. Σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά από έτη ανασκαφών, οι Σουηδοί αρχαιολόγοι λειτουργούσαν υπό την μόνιμη αιγίδα του Λουκή Ζ. Πιερίδη.
Ο νεαρός Σουηδός
Ο νεαρός Σουηδός όχι μόνο μελέτησε υλικό σε μουσεία αλλά διεξήγαγε ανασκαφές στο Φρέναρος, στην Αλάμπρα και στην Καλοψίδα και ανακάλυψε οχυρώσεις στους Νικολήδες. Τα πορίσματα των ερευνών του δημοσιεύθηκαν το 1926 σε εργασία του με τίτλο Studies on Prehistoric Cyprus η οποία αποτελεί μέχρι τις μέρες μας πολύ σημαντικό συγγραφικό έργο όσον αφορά την Εποχή του Χαλκού στην Κύπρο, αν και πρόσφατες έρευνες έχουν αναθεωρήσει κάποιες από τις θεωρίες του. Όταν ο Einar Gjerstad, ο νεαρός αυτός αρχαιολόγος, επέστρεψε στη Σουηδία, άρχισε να προετοιμάζεται για μεγάλης κλίμακας αρχαιολογική αποστολή στην Κύπρο. Τη διαχείριση της Αποστολής ανέλαβε ένα συμβούλιο υπό τη διεύθυνση του Πρίγκιπα Gustav Adolf (που αργότερα έγινε Bασιλιάς Gustav VI Adolf). Ιδιώτες δωρητές συνέβαλαν με γενναιόδωρες χρηματικές εισφορές και το Σουηδικό κράτος κάλυψε κάποια επιπρόσθετα έξοδα όταν οι ανασκαφές είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί.
Βλέπε Χρονικό: Η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κύπρο
Το καθεστώς
Η διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς της Κύπρου ανάγεται στα χρόνια της αγγλοκρατίας, με την ίδρυση του Κυπριακού Μουσείου στα 1882, στη Λευκωσία. Αυτό έγινε κατόπιν αιτήματος όλων των κατοίκων του νησιού, το οποίο τέθηκε στις αποικιοκρατικές αρχές από αντιπροσωπεία που αποτελείτο από τον Αρχιεπίσκοπο, τον Καδή, τον Μουφτή και άλλους, ως αντίδραση στις λαθραίες ανασκαφές και στην παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων από το νησί.
Οι Άγγλοι διατήρησαν τον οθωμανικό νόμο περί αρχαιοτήτων του 1874 για ένα διάστημα πέραν των είκοσι χρόνων μετά την έλευσή τους στο νησί. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, το ένα τρίτο των ευρημάτων από νόμιμες ανασκαφές πήγαινε στο κράτος, ένα τρίτο στον ιδιοκτήτη της γης και το τελευταίο τρίτο στον ανασκαφέα. Τόσο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όσο και κατά την πρώιμη αγγλοκρατία πολλοί επιτήδειοι (συμπεριλαμβανομένων προξένων και κρατικών αξιωματούχων) εκμεταλλεύονταν την ένδεια και την άγνοια που υπήρχε στο νησί, αγοράζοντας τη γη στην οποία ήθελαν να ανασκάψουν, με αποτέλεσμα να δικαιούνται τα δύο τρίτα των ευρημάτων, ως ανασκαφείς και ταυτόχρονα ως ιδιοκτήτες της γης. Ο οθωμανικός νόμος του 1874 έδειχνε επίσης μεγάλη ανοχή στην εξαγωγή αρχαιοτήτων από όλη την οθωμανική επικράτεια.
Βλέπε λήμμα: Ανασκαφές και αρχαιοκάπηλοι στην Κύπρο
Ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος που ψηφίστηκε στην Κύπρο επί αγγλοκρατίας ήταν ο Περί Αρχαιοτήτων Νόμος του 1905. Παρ’ όλα αυτά, οι λαθραίες ανασκαφές και η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων δεν σταμάτησαν.
Οι Σουηδοί
Το Σεπτέμβριο του 1927, μετά από μια τροποποίηση του νόμου στο σημείο που αφορά την εξαγωγή αρχαιοτήτων, καταφθάνει στην Κύπρο η Σουηδική Αποστολή, η οποία ανασκάπτει πολλές θέσεις σε όλο το νησί και θέτει με τρόπο συστηματικό τις επιστημονικές βάσεις της αρχαιολογίας της Κύπρου. Η Σουηδική Αποστολή έλαβε το ½ των ευρημάτων, σύμφωνα με την τροποποίηση του νόμου.
Μέλη της Aποστολής ήταν: οι αρχαιολόγοι Einar Gjerstad, Alfred Westholm, Erik Sjöqvist και ο αρχιτέκτονας John Lindros. Ήταν όλοι τους πολύ νέοι, κάτω των τριάντα ετών. Η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή διενήργησε μεγάλης κλίμακας ανασκαφές σε ολόκληρο το νησί κατά την περίοδο 1927 με 1931. Στο μικρό αυτό διάστημα των τεσσάρων μόνον ετών διερευνήθηκαν περίπου 21 αρχαιολογικές θέσεις παγκυπρίως. Στόχος των ανασκαφών ήταν να οριστεί μια χρονολόγηση της αρχαιολογίας της Κύπρου και να διερευνηθούν κάποια αρχαιολογικά προβλήματα.
Περί τα τέλη Αυγούστου του 1927 διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ισότητα» ότι στις 21 του ιδίου μήνα είχε αφιχθεί στο νησί ο Einar Gjerstad και δύο μέρες αργότερα επισκέφθηκε, μαζί με το Λουκή Πιερίδη, τον κυβερνήτη και πρόεδρο της Επιτροπείας του Κυπριακού Μουσείου Ronald Storrs, για να συνεννοηθούν για τους χώρους στους οποίους θα γίνονταν ανασκαφές. Σε δημοσίευμά της προηγούμενης ημέρας η εφημερίδα αναφέρει ότι: «Είναι λυπηρόν ότι μέχρι σήμερον ουδεμία Ελληνική Αρχαιολογική αποστολή εφρόντισε να κάμη ανασκαφάς ή να μελετήση την νήσον από απόψεως αρχαιολογικής».
Στην έκδοση της 1ης Οκτωβρίου1927, ανακοινώνεται στην «Ισότητα» η έναρξη των ανασκαφών
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα κάλυπταν μια μεγάλη χρονολογική περίοδο ξεκινώντας από τη Νεολιθική και φτάνοντας μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων, γύρω στα 10.000 αγγεία, βρέθηκαν σε 300 περίπου λαξευτούς θαλαμωτούς τάφους. Χιλιάδες αγάλματα αποκαλύφτηκαν σε ιερά και σε χώρους ναών και σημαντικά ευρήματα ανασκάφηκαν σε αρχαίους οικισμούς, φρούρια, σε ένα βασιλικό ανάκτορο και σε ένα Ρωμαϊκό θέατρο. Εκτός από αγγεία και αγάλματα τα ευρήματα περιλάμβαναν και αντικείμενα μεταλλικά, ελεφαντοστέϊνα, γυάλινα και λίθινα. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών δημοσιεύτηκαν στο Swedish Cyprus Expedition Τόμοι I-IV: 3 (E. Gjerstad et al.), Stockholm και Lund, 1934-1972 (SCE).
Υπεύθυνος των ανασκαφών ήταν ο Einar Gjerstad. Στο βιβλίο του Ages and days in Cyprus (δημοσιευμένο στη Σουηδική γλώσσα το 1933 και στην Αγγλική το 1980), ο Gjerstad αφηγείται κάπως εκλαϊκευμένα τις ανασκαφικές του δραστηριότητες και περιγράφει με ιδιαίτερη ζωντάνια την καθημερινή ζωή των αρχαιολόγων και των Κυπρίων με τους οποίους διατηρούσαν επαφές. Η σχέσεις των αρχαιολόγων με τους ντόπιους παρατίθενται με πολύ χιούμορ και με ανέκδοτα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί οι Σουηδοί συνάντησαν σημαντικές προσωπικότητες και έκαναν καλούς φίλους παντού. Παρατίθεται πιο κάτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Gjerstad όπου διαφαίνονται οι καλές του γνώσεις πάνω στις δυνατότητες της αρχαιολογίας:
«…Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι μια αρχαιολογική αποστολή δεν αφορά μόνο την αρχαιολογική έρευνα καθαυτή. Περιλαμβάνει επίσης και συνομιλίες με τους ανθρώπους που κατοικούν κοντά στους αρχαιολογικούς χώρους. Όταν ολοκληρωθεί η ανασκαφή μιας μέρας όλοι επιστρέφουν στο καφενείο και τότε είναι που ξεκινούν οι ουσιαστικές κουβέντες… Με άλλα λόγια, γνωρίζοντας καλά τις ζωές των σημερινών χωρικών, αποκτά κανείς την ικανότητα να ψυχολογεί τα προϊστορικά γεγονότα και να κατανοεί σκέψεις που δεν είναι τεκμηριωμένες γραπτά».
Οι Κυπριακές Συλλογές στο Medelhavsmuseet
Σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε τότε, με τη λήξη των ανασκαφών την Άνοιξη του 1931, όλα τα ευρήματα μοιράστηκαν μεταξύ της Κύπρου και της Σουηδίας. Οι αποικιοκρατικές αρχές επέτρεψαν την εξαγωγή πέραν των μισών ευρημάτων στη Σουηδία. Ο συνολικός αριθμός των ευρημάτων από τις ανασκαφές ανερχόταν σε περίπου 18.000 αντικείμενα και οι Σουηδοί έλαβαν περίπου 12.000 ή το 65% των ευρημάτων. Επιπλέον, πήραν μαζί τους περισσότερα από 5.000 κιβώτια με κεραμικά όστρακα. Το υλικό αυτό αποτελεί και το κυρίως υλικό της συλλογής του Medelhavsmuseet.
Οι επιστημονικές μέθοδοι της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής στην Κύπρο είχαν ως αποτέλεσμα οι Κυπριακές Συλλογές στο Medelhavsmuseet να αποτελούν τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές συλλογές Κυπριακών αρχαιοτήτων στον κόσμο εκτός της Κύπρου. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές αλλά μικρότερες συλλογές στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης, στην Κοπεγχάγη και στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο. Τα αντικείμενα των συλλογών αυτών όμως συχνά δεν συνοδεύονται από την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση των συνθηκών εύρεσής τους. Συνεπώς, το υλικό στο Medelhavsmuseet, μαζί με τα σχετικά αρχεία, αποτελεί μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών για ερευνητές από όλο τον κόσμο.
Η Κυπριακή συλλογή αποτελείται ουσιαστικά από τα ευρήματα της Σουηδικής Αποστολής αν και το 1925, προτού ξεκινήσει η Αποστολή, ο Πρίγκιπας (και αργότερα Βασιλιάς) Gustav Adolf έλαβε από τον πρόξενο της Σουηδίας στην Κύπρο Λουκή Ζ. Πιερίδη ως δώρο μια συλλογή αποτελούμενη από 130 Κυπριακά αγγεία διαφόρων περιόδων. Τα περισσότερα από τα αγγεία αυτά παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Εθνικών Αρχαιοτήτων και αργότερα μεταφέρθηκαν στο Medelhavsmuseet. Τον ίδιο χρόνο 30 από τα αγγεία αυτά δόθηκαν στο Εθνικό Μουσείο και σήμερα εκτίθενται στο Medelhavsmuseet μετά από μακρόχρονο δανεισμό. Οι Κυπριακές Συλλογές περιλαμβάνουν επίσης και ευρήματα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών που έγιναν εκτός των πλαισίων της Αποστολής. Το περισσότερο από το υλικό αυτό δεν δημοσιεύτηκε στο SCE. Το 1926 ο Einar Gjerstad παρουσίασε στο Μουσείο Εθνικών αρχαιοτήτων μια ομάδα αγγείων και 60 κιβώτια με κεραμικά όστρακα της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Τα αντικείμενα αυτά τα είχε βρει ο Gjerstad το 1924 κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Κύπρο όταν ανέσκαψε τον οικισμό της Καλοψίδας. Επιπλέον, ένας αριθμός αντικειμένων προστέθηκε στις συλλογές αφού κάποια αντικείμενα δόθηκαν στη συλλογή ως δώρα ή είχαν αγοραστεί αφού είχαν ολοκληρωθεί οι έρευνες της Αποστολής.
Διαβάστε: Η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κύπρο (1927-1931), Χρονικό Πολίτη τ.92 (29/11/09).
Ανασκαφές
Πηγές
Polignosi
Πρεσβεία της κυπριακής δημοκρατίας στη Στοκχόλμη