Σε πηγές του 16ου αιώνα γίνονται αναφορές σε αρχόντισσες, φεουδάρχισσες, νόθες θυγατέρες, σκλάβες του πολέμου της Κύπρου ή και άσημες δουλοπάροικες ή φραγκομάτες. Στις πηγές αυτές, που αφορούν στην Κύπρο ξεπροβάλλουν αραιά πότε - πότε και κάποια ονόματα γυναικών, είτε γιατί κατείχαν φέουδα, είτε γιατί χρειάστηκε να οδηγηθούν στα δικαστήρια για να δικαιωθούν σε κάποιο ζήτημα, είτε γιατί τέλεσαν κάποιο γάμο με γνωστό φεουδάρχη της εποχής ή αξιωματούχο του κράτους.
Όλες αυτές οι γυναίκες, βέβαια, ανήκαν στην άρχουσα τάξη, γι’ αυτό άλλωστε διασώθηκαν στις εν λόγω πηγές τα ονόματά τους ή κάποια στοιχεία που σχετίζονται με τις ίδιες. Όσο για την πλειονότητα των γυναικών τότε της Κύπρου, είτε ήταν δουλοπάροικες, βρίσκονταν δηλαδή σε κατάσταση δουλείας στους φεουδάρχες, στους οποίους ανήκαν ή στους οικονομικά εύρωστους. Οι γυναίκες, επίσης, που ανήκαν στην τάξη των φραγκομάτων, δηλαδή των ελεύθερων καλλιεργητών, μολονότι κατείχαν μικρά τεμάχια γης και τα καλλιεργούσαν, υποβάλλονταν επίσης σε αγγαρείες.
Τόσο τις δουλοπάροικες, όσο και τις γυναίκες που ανήκαν στην τάξη των φραγκομάτων μπορεί κανείς να τις συναντήσει σε καταλόγους δουλοπαροίκων ή γιατί πλήρωσαν κάποιο ποσό είτε αυτές ή κάποιος άλλος για να αποκτήσουν κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία τους και από την τάξη των παροίκων να καταταχθούν σε αυτή των φραγκομάτων.
Αναφορικά με ονόματα γυναικών που απαντούν στις βενετικές πηγές και ανήκαν στην τάξη των παροίκων, σημειώνουμε ενδεικτικά την περίπτωση της Λουῒζας του Βασίλη του Γιάννη του Τραντάνα από το Τρίκωμο. Αυτή ανήκε στην τάξη των παροίκων και όταν θέλησε ένας Αμμοχωστιανός να την παντρευτεί, κατέβαλε το ποσό απελευθέρωσής της στη βενετική διοίκηση της Κύπρου, ώστε από την τάξη των παροίκων να μεταταχθεί στην τάξη των φραγκομάτων. Σε μια άλλη βενετική πηγή συναντήσαμε σε ένα αίτημα την Αννεζού Νεραντζιά από την Φιλούσα της Πάφου, όταν οι γιοί της απευθύνθηκαν στις βενετικές αρχές, γιατί τους είχαν κατατάξει στα κατάστιχα των παροίκων, ενώ ανήκαν στους απελεύθερους. Το ίδιο είχε συμβεί και με τα παιδιά της Αννέτας της Μαριούς του Κάρλου από τη Τσάδα της Πάφου. Σε ένα άλλο έγγραφο επίσης διαβάσαμε για την ίδια περιπέτεια που είχαν οι αδελφές Μανταλένα και Ευμορφία, θυγατέρες του Γιώργη Μαραθεύτη και ο αδελφός τους, που υπηρετούσε ως μοναχός στην Ιερά Μονή Κύκκου.
Άλλη μια περίπτωση γυναίκας που αναφέρεται σε πηγές είναι αυτή της Λουδοβίκα da Unigo η οποία οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Με καταγωγή από τους Συγκλητικούς και τους Ποδοκάθαρους η Λουδοβίκα ζούσε στη Βενετία κι επειδή κατείχε φέουδα στην Κύπρο, όφειλε υπηρεσία στον φεουδαρχικό στρατό. Έτσι οδηγήθηκε στο δικαστήριο για να αποπληρώσει το χρέος της.
Δύο χήρες, επίσης σύζυγοι φεουδαρχών, η Μανταλένα Αττάρ, σύζυγος του Πέτρου Αντώνιου Αττάρ και η Ιωάννα Negron, χήρα του μεγαλοφεουδάρχη και πλοιοκτήτη Ιάκωβου Negron, είχαν φθάσει στα δικαστήρια η κάθε μια ξεχωριστά διεκδικώντας τα δικαιώματά τους. Η Μανταλένα κατόρθωσε να κερδίσει δικαστικώς το χωριό Άγιος Βασίλειος, που της είχε αμφισβητηθεί μολονότι το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και η Ιωάννα Negron δικαιώθηκε δικαστικώς κερδίζοντας τέσσερα χωριά στην Καρπασία, τα οποία διεκδικούσε η θυγατέρα του Negron από πρώτο του γάμο. Σημαντικές γυναικείες παρουσίες με δυναμισμό ασφαλώς ήταν η Λουκία Κορνάρο και η Αντριάνα Δενόρες Κορνάρο, πεθερά και νύμφη, που όταν έτυχε να χηρέψουν και οι δυο εκμίσθωναν από τη βενετική διοίκηση της Κύπρου το βαῑλάτο της Λεύκας.
Γυναίκες και φέουδα
Οι περισσότερες μνείες που γίνονται σε γυναικεία ονόματα αφορούν στη σχέση τους με κάποια φέουδα, τα οποία είτε τα κληρονόμησαν από τους προγόνους τους, είτε από τους συζύγους τους ή μπορεί και να τα αγόρασαν. Σε άλλες περιπτώσεις γίνονται αναφορές στις πηγές για γυναίκες που ανήκαν στην άρχουσα τάξη σε συμφωνητικά γάμου, ή σε γάμους ή απαντούν στοιχεία για γυναίκες σε διαθήκες. Επιπρόσθετα, Κύπριες γυναίκες της άρχουσας τάξης αναφέρονται στις πηγές του πολέμου της Κύπρου (1570 - 1571), τόσο για την αιχμαλωσία τους, για τη μετέπειτα απελευθέρωσή τους ή για τα όσα βίωσαν, ενώ ταυτόχρονα αναφέρονται πλούσια στοιχεία και για τις οικογένειές τους.
Όσον αφορά στις γυναίκες που αναφέρονται κατά τον 16ο αιώνα ως φεουδάρχισσες δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την Έλενα Ποδοκάθαρου, θυγατέρα του Ιωάννη Ποδοκάθαρου. Η Έλενα αποτελεί σπάνια περίπτωση γυναίκας, η οποία μαρτυρείται να αγοράζει ως φέουδο ένα ολόκληρο χωριό. Σημαντικές Κύπριες φεουδάρχισσες επίσης απαντούν στις βενετικές πηγές του 16ου αιώνα μεταξύ άλλων οι εξής. H Prutentia Bembo που κατείχε ως φέουδο το χωριό Πολιτικό Ορεινής, η Μήδεια Συγκλητικού, φεουδάρχισσα του πάλαι ποτέ χωριού που εξέλιπε Άγιου Θωμά της Σκαρίνου.
Σημειώνουμε ακόμη, και πάλι ενδεικτικά, τη Βέρα Τζιμπλέττη που διετέλεσε κυρία επί των τιμών στην Αυλή της Αικατερίνης Κορνάρο και μνημονεύεται ως φεουδάρχισσα των χωριών Πάνω Κιβίδες και του παρεκείμενου χωριού με τις Πάνω Κιβίδες Συριά, που εξέλιπε και άλλων χωριών στην Πάφο. Στην Μαργαρίτα, σύζυγο του Θωμά Χαρέρη (Carer), ανήκε το χωριό Στρέμματα, το οποίο στη συνέχεια διεκδίκησε η θυγατέρα του ζεύγους Κατερίνα Χαρέρη Ζαπλάνα, όταν της το είχαν αποστερήσει οι Βενετοί. Σπουδαία φεουδάρχισσα υπήρξε ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα η Ιακωβίνα Audeth, συριακής καταγωγής, που είχε κληρονομήσει από το σύζυγό της το χωριό Μαραθάσα και κατά το ήμισυ τα χωριά Αγλαντζιά και Κνώδαρα. Τα φέουδα αυτά πέρασαν στην οικογένεια Cadit, στα οποία αναφέρονται μέλη της ίδιας οικογένειας ακόμη και μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, όπως για παράδειγμα η Κλεοπάτρα Cadit μετά την απελευθέρωσή της.
Σημειώνουμε, επίσης, κάποια άλλα γυναικεία ονόματα που αναφέρονται στις πηγές ότι κατείχαν φέουδα, όπως η αρχόντισσα Μήδεια (madama Medea) και πρόκειται προφανώς για τη Μήδεια Συγκλητικού, που κατείχε το χωριό Άγιος Φωκάς κοντά στο Λευκόνοικο, που χάθηκε και αυτό στην πάροδο των αιώνων. επίσης, σημειώνουμε την Φιορέντζα Στράμπαλη, τη Μελουζίνη Κωνστάνζο που κατείχε το χωριό Λινού, την Τζούλια Παλαιολόγου, θυγατέρα του στρατιωτικού Ματθαίου Παλαιολόγου, που παντρεύτηκε τον φεουδάρχη του Ιδαλίου, την Chiara Baduer κ.ά.
Στις διαθήκες μπορούμε να συναντήσουμε στοιχεία και για νόθες θυγατέρες φεουδαρχών ή οικονομικά εύρωστων Κυπρίων. Ο Ευγένιος Συγκλητικός, τρίτος κόμης Rochas, -αναφερόμαστε στον κτήτορα του ομώνυμου προμαχώνα- σημείωσε, μεταξύ άλλων, στη διαθήκη του και τη νόθο θυγατέρα του, στην οποία άφηνε κληροδοτήματα. Ο Ούγος Ποδοκάθαρος, επίσης φεουδάρχης που εκπροσωπούσε τον βασιλιά της Κύπρου στη Δύση, αναφέρεται στη διαθήκη του στη νόθο θυγατέρα του (la mia bastarda) Ιζαμπέττα, στην οποία είχε αφήσει εξακόσια δουκάτα. Ας υπομνησθεί, επίσης, ότι ο Καίσαρας Ποδοκάθαρος, λατίνος αρχιεπίσκοπος Κύπρου, είχε ορίσει στη διαθήκη του ως γενικό κληρονόμο του τη νόθο θυγατέρα του Αιμιλία, που είχε παντρευτεί τον Βενετό πατρίκιο Αντώνιο Michiel.
Αναφορές σε γυναίκες της άρχουσας τάξης γίνονται σε συμφωνητικά γάμων ή σε γάμους κυρίως με Βενετούς πατρικίους, για ευνόητους λόγους. Θα μπορούσαμε σ΄ αυτές τις περιπτώσεις να μνημονεύσουμε τον γάμο της Απολλωνίας Συγκλητικού, θυγατέρας του έμπορου Νικόλαου Συγκλητικού με τον Βαρθολομαίο, γιο του Ανδρέα Pesaro, της Μαρίας Συγκλητικού, θυγατέρας του Ιάκωβου Συγκλητικού με τον Φραγκίσκο, γιο του Λορέντζο Barbarigo κ.ά.
Σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες των οποίων η ζωή θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για συγγραφή και ανάπτυξη μυθιστορήματος για όσα βίωσαν εξαιτίας του πολέμου της Κύπρου για να αναφέρουμε μόνο δύο απλώς ονόματα ήταν η Μαργαρίτα Μέξια και η Λουκρητία Λασσέ. Η Μαργαρίτα Μέξια, σύζυγος του εμπόρου Ιερώνυμου Corazzer, ο οποίος έπεσε κατά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, δραπέτευσε ένα βράδυ με τα παιδιά της και με άλλους Κυπρίους και έφθασε στη Βενετία. Εκεί διεκδίκησε δικαστικώς περιουσία που είχε αποκτήσει ο πατέρας της στην πόλη των τεναγών, ενώ αργότερα τέλεσε δεύτερο γάμο με τον Κύπριο πρόσφυγα Συμεών Φλώριο. Υπήρξε φιλότεχνη και σχετιζόταν με την οικογένεια του ζωγράφου Ιωάννη Καλογερά. Είχε στην κατοχή της σημαντικούς πίνακες και εικόνες και είχε συγγενικούς δεσμούς με τις πιο σπουδαίες οικογένειες της Κύπρου.
Η Λουκρητία Λαξέ ή Λασσέ, από την περίφημη φραγκική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με τον βασιλικό οίκο των Lusignan, είχε παντρευτεί τον Πέτρο Συγκλητικό, γιο του βισκούντη Θωμά Συγκλητικού. Με τη πτώση της Λευκωσίας αιχμαλωτίστηκε μαζί με τις δύο αδελφές της. Έζησε για είκοσι χρόνια αιχμάλωτη και μετά ελευθερώθηκε με λύτρα και εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Αργότερα διεκδίκησε με άλλους συγγενείς της καταθέσεις των προγόνων της που διατηρούσαν στην τράπεζα του Αγίου Γεωργίου στη Γένουα.
Αναφέρουμε επίσης μία Κύπρια αρχόντισσα, αδελφή της Αντριάνας Δενόρες Κορνάρο, Ελένη Δενόρες, σύζυγο του Πέτρου Συγκλητικού γιού του Μάρκου, φεουδάρχη της Λάρνακας και της Αραδίππου. Ο σύζυγός της έπεσε στον προμαχώνα Davila υπερασπιζόμενος τη Λευκωσία το 1570. Ο γάμος της Ελένης και η ομορφιά της ενέπνευσαν τον μουσουργό Ιωάννη Δομήνικο Martoretta από την Καλαβρία, όταν είχε έρθει στην Κύπρο και φιλοξενήθηκε στην κατοικία του ζεύγους. Ο Martoretta, όταν αργότερα εξέδωσε στη Βενετία το 1554 το βιβλίο του με τα μαδριγάλια, το αφιέρωσε στον Πέτρο Συγκλητικό. Σημειώνουμε ότι τα μαδριγάλια, ήταν φωνητικές πολυφωνικές συνθέσεις, κατά κανόνα κοσμικού περιεχομένου που άνθισαν από τον 13ο έως 17ο αι. και έδωσαν στη συνέχεια τη θέση τους στις καντάτες. Το τέταρτο μαδριγάλιο είναι αφιερωμένο στην ωραία Ελένη Δενόρες Συγκλητικού, η μοίρα της οποίας μετά την οθωμανική κατάκτηση την οδήγησε πρόσφυγα στη Βενετία, όπου εκεί άρχισε μια νέα ζωή.
ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ