Το ιερό του Απόλλωνα στη θέση Φράγκισσα, κοντά στην αρχαία Ταμασό, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικότερα ιερά που έχουν ανακαλυφθεί στην Κύπρο, λόγω των πλούσιων ευρημάτων του σε γλυπτά. Οι ανασκαφές για εντοπισμό του ιερού, υπό τη διεύθυνση του Δρος. Matthias Recke (University of Frankfurt) και διευθυντή πεδίου Δρ. Philipp Kobusch (University of Kiel) που συνεχίστηκαν το 2020 εντόπισαν σημαντικά νέα στοιχεία.
Το 1885 είχε διενεργηθεί στο χώρο σωστική ανασκαφή από τον Γερμανό αρχαιολόγο Max Ohnefalsch-Richter. Ωστόσο, το ακριβές σημείο στο οποίο βρισκόταν το ιερό στη συνέχεια ξεχάστηκε και οι προσπάθειες για εντοπισμό του παρέμειναν μέχρι σήμερα άκαρπες. Πρόσφατα όμως, αρχειακές μελέτες κατάφεραν να προσδιορίσουν τη θέση του ιερού σε μια συγκεκριμένη κοιλάδα, νότια του χωριού Πέρα Ορεινής. Μετά από εντατική επισκόπηση της κοιλάδας αυτής, έγινε πρόσφατα κατορθωτό να εντοπιστεί η ακριβής θέση του ιερού. Η έρευνα αποκάλυψε υψηλή συγκέντρωση οστράκων, καθώς και θραύσματα αρχαίων γλυπτών και πήλινων ειδωλίων σε μια στενά καθορισμένη περιοχή. Γεωφυσική επισκόπηση με την χρήση της τεχνικής GPR (Ground Penetrating Radar), που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Δρ. Απόστολου Σαρρή, επιβεβαίωσε τα ευρήματα αυτά.
Σύμφωνα με τη γεωφυσική επισκόπηση, κατάλοιπα κάτω από το έδαφος εντοπίζονται μόνο στο συγκεκριμένο τμήμα της κοιλάδας, το οποίο επίσης ξεχώρισε και στην αρχαιολογική επισκόπηση. Μια προκαταρκτική ανάλυση των ευρημάτων έδειξε ότι η περιοχή βρισκόταν σε χρήση κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου, της Αρχαϊκής, της Κλασικής και της Ελληνιστικής περιόδου. Τα λιγότερα σε αριθμό ευρήματα της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής περιόδου είναι πολύ πιο διαβρωμένα και πιθανότατα προέρχονται από έναν οικισμό που υπήρχε σε χαμηλότερο σημείο της κοιλάδας και που είναι ήδη γνωστός. Ωστόσο, τα ευρήματα από τις πρωιμότερες περιόδους, τα οποία συνδέονται με τη χρήση του ιερού του Απόλλωνα, είναι σχετικά καλά διατηρημένα. Προέρχονται πιθανότατα από την ανασκαφική δραστηριότητα του 1885 και θα είχαν αγνοηθεί σε εκείνη τη φάση. Συγκεκριμένα, οι μεγάλες ποσότητες θραυσμάτων από ασβεστολιθικές μορφές και μεγάλου μεγέθους πήλινα αγάλματα φανερώνουν ότι πρόκειται για τα κατάλοιπα ενός αρχαίου ιερού, καθώς αντίστοιχα ευρήματα σε οικισμούς και νεκροπόλεις είναι ασυνήθιστα. Συγκεκριμένα, οι τύποι των ευρημάτων αντιστοιχούν ακριβώς στο υλικό που ανασκάφηκε το 1885, το οποίο βρίσκεται σήμερα σε μουσεία στον Καναδά, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία και πιθανώς ακόμη και τη Ρωσία. Μόνο ένα μικρό μέρος των ευρημάτων του 1885 παρέμειναν στην Κύπρο και βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία, συμπεριλαμβανομένου του περίφημου «Κολοσσού της Ταμασού».
Χαρακτηριστικά ευρήματα αποτελούν τα μικρά πήλινα άρματα, οι αναβάτες και οι πολεμιστές και μεγάλα πήλινα αγάλματα, κάποια σε φυσικό μέγεθος που απεικονίζουν τους δωρητές. Τμήμα τέτοιου μεγάλου πήλινου αγάλματος είναι και το θραύσμα υποδήματος σε φυσικό μέγεθος, που βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο. Πολλές ενδεδυμένες μορφές δωρητών ήταν επίσης από ασβεστόλιθο. Εκτός από τις ανθρώπινες μορφές, έχουν βρεθεί και πολλά θραύσματα από ειδώλια αλόγων (ή αναβατών).
Η θέση του σημαντικού ιερού του Απόλλωνα επιβεβαιώνεται και από τον εντοπισμό μιας δοκιμαστικής τομής μήκους σχεδόν 15 μέτρων, η οποία σχετίζεται με τις αρχαιολογικές δραστηριότητες του 1885 και αναφέρεται στις παλιές ανασκαφικές εκθέσεις. Η τομή, πλάτους ακριβώς 2 ποδιών, είχε τότε σκοπό να διερευνήσει την παρακείμενη περιοχή προκειμένου να προσδιοριστεί η ακριβής έκταση του ιερού. Μάλιστα, διατηρούνται εδώ κατάλοιπα αρχαίας τοιχοποιίας, τα οποία θα ανήκαν στο κτίριο του ιερού. Αναλυτική έρευνα της περιοχής, στο πλαίσιο αρχαιολογικής ανασκαφής ξεκίνησε την άνοιξη του 2021.
Η έρευνα διενεργείται από το Πανεπιστήμιο Goethe της Φραγκφούρτης, υπό την διεύθυνση του Καθηγητή, Matthias Recke, χρημαδότιση λήφθηκε από το Amricha Foundation Leipzig ενώ διευθυντής πεδίου ήταν ο Philipp Kobusch από το Πανεπιστήμιο Kiel.
Σε ανακοίνωση του Τμήματος Αρχαιοτήτων στις 29 Αυγούστου 2023 αναφέρει ότι "οι ανασκαφές που συνεχίζονται επιτρέπουν μια πιο λεπτομερή εξέταση των αρχιτεκτονικών λειψάνων που ανακαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή της περασμένης χρονιάς".
Πρόκειται για έναν περίβολο ενός αστέγαστου χώρου, που έχει διαστάσεις τουλάχιστον 12x17 μέτρα. Οι τοίχοι αποτελούνται από προσεκτικά τοποθετημένες πέτρινες υποδοχές, που φθάνουν σε ύψος έως και 1,20 μέτρα, και σώζονται σχετικά ανέπαφοι μέχρι το ανώτερό τους τμήμα.
Αυτοί οι τοίχοι λειτούργησαν ως βάσεις για πλιθάρια, τα οποία δεν διασώθηκαν πλέον. Παρά την ευπάθειά του, τμήματα του προσεκτικά λειασμένου, επίπεδου χωμάτινου δαπέδου του ιερού έχουν εν μέρει διασωθεί. Με βάση την μέχρι σήμερα γνώση, η κατασκευή αυτού του συμπλέγματος μπορεί να χρονολογηθεί στην Ελληνιστική Περίοδο, ωστόσο, μετά την κατασκευή του υπέστη διαδοχικές ανακατασκευές και επεκτάσεις.
Επίσης, "σε μια μεταγενέστερη φάση, προστέθηκαν διαγώνιοι τοίχοι, αλλάζοντας το εσωτερικό της αυλής και επιπλέον, παράλληλες επίπεδες λίθινες βάσεις τοποθετήθηκαν κατά μήκος των εξωτερικών τοίχων, πιθανώς για να στηρίζουν κίονες και να στηρίζουν την οροφή στην αίθουσα που περιέβαλλε όλες τις πλευρές της αυλής. Αυτό θα παρείχε προστασία από τις καιρικές συνθήκες, ειδικά για τα πιο πολύτιμα αναθήματα".
Προς το τέλος της ανασκαφής, λέει το Τμήμα Αρχαιοτήτων, "μια κλιμακωτή κατασκευή αποτελούμενη από επιμελώς λαξευμένους λίθους ανακαλύφθηκε κοντά στην αυλή" και σημειώνει ότι "τέτοιοι μεγάλοι και καλής ποιότητας λίθοι δεν είχαν βρεθεί μέχρι τότε στη Φράγγισσα" έυρημα το οποίο είναι μοναδικό, όχι μόνο της ακρίβειας στην λάξευση αλλά και του γεγονότος ότι έγινε από εισηγμένο λίθο, κάνει αυτό το εύρημα μοναδικό".
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, "όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία στο ιερό ήταν κατασκευασμένα από τοπικό ασβεστόλιθο, επομένως, αυτή η ανακάλυψη αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μνημείο και η πλήρης ανασκαφή του, σε επόμενη περίοδο, θα αυξήσει σημαντικά τις γνώσεις μας σε σχέση με την επίπλωση του ιερού".
Σημαντικό εύρημα αποτελούν επίσης πήλινα θραύσματα, τα οποία αν και στην αρχή μοιάζουν ασήμαντα, είναι μεγάλης ομορφιάς και ανήκουν σε μια μεγαλύτερη του φυσικού ανδρική πήλινη μορφή, η οποία όπως και ο περίφημος Κολοσσός της Ταμασού στο Κυπριακό Μουσείο συναρμολογήθηκε από πολλά διαφορετικά κομμάτια με το ένδυμα της μορφής να κοσμείται από χαραγμένα στολίδια".
Οπως αναφέρει το Τμήμα Αρχαιοτήτων "παρόμοια θραύσματα είχαν ανευρεθεί το 1885 και είχαν μεταφερθεί στο Κυπριακό Μουσείο".
Καταλήγει με το συμπέρασμα ότι "τα νεοανευρεθέντα θραύσματα ταιριάζουν τέλεια με αυτά τα παλαιότερα, αποδεικνύοντας την ταύτιση του ιερού με τη θέση που ανασκάφηκε το 1885, ταύτιση η οποία παλαιότερα στηριζόταν σε περιστασιακές ενδείξεις".
Πηγές: