Ασκητής, αδελφός του επισκόπου Αρσινόης στην επαρχία Πάφου Αρκαδίου, πιθανώς του 4ου ή 5ου αι. μ.Χ. Και οι δυο είναι γνωστοί μόνο από τα εγκώμια που έγραψε γι’ αυτούς ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος μεταξύ 1170 και 1190. Κατά το εγκώμιον του Θεοσεβίου, αυτός γεννήθηκε στη Μελάνδρα, πενιχράν κώμην νήσου Κύπρου πόλεως Ἀρσινόης, από γονείς Μιχαήλ και Άννα κατά το εγκώμιον Αρκαδίου, με τον οποίο συνεκπαιδεύθηκε στα παπαδικά γράμματα από τους γονείς τους. Αν και δεν τους πίεζε φτώχεια, αλλά μάλλον ευημερούσαν (είχαν αὐτάρκη βίον), οι γονείς έκαμαν τον Θεοσέβιο βοσκό προβάτων και υπηρέτη άλλων βιωτικῶν μελημάτων, προφανώς οικογενειακών, έτσι εξασφαλίζοντας τα μέσα για να σπουδάσουν τον πρεσβύτερο γιο Αρκάδιο στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Αρκάδιος επέστρεψε και ψηφίσθηκε επίσκοπος Αρσινόης διαδεχόμενος τον Νίκωνα, ο Θεοσέβιος ήταν ακόμη ποιμένας ἐν ἀφάνειᾳ αποφεύγοντας συζυγικές σχέσεις με τη συμβία του που με τη θέλησή της έμεινε παρθένος, ωσότου πέθανε και τότε φανερώθηκε η ἀρετή του. Νήστευε τακτικά και τάιζε το ψωμί του στα πουλιά τις μέρες που νήστευε. Επιβαλλόταν στα πάθη του, σκληραγωγούμενος στο πέλαγος τῶν κοσμικῶν τρικυμιῶν όπως άλλοι γνωστοί ασκητές που ο Νεόφυτος κατονομάζει, προσευχόμενος σε ἄντρον πέντε περίπου χιλιόμετρα από τη Μελάνδρα όπου πήγαινε τάχα για να βοσκήσει τα πρόβατά του. Ο Θεοσέβιος πέθανε μετά πολλά χρόνια κάποια 12η Οκτωβρίου στο ἄντρον του, αφού ανακοίνωσε το σκοπό του στη γυναίκα του, την οποία συμβούλευσε να πάει να ζήσει είτε στο σπίτι του πεθερού της είτε σ’ εκείνο των γονιών της στο χωριό Φιλούσα Πάφου, μένοντας ἄμεμπτη (=παρθένος) και θεοσεβής. Φρουρός και μάρτυρας του θανάτου του Θεοσεβίου έξω από το σπήλαιο ήταν το σκυλί του, που οδήγησε τα πρόβατα στο σπίτι των γονιών του, που με τη σειρά τους τον αναζήτησαν στη Φιλούσα, μάταια. Όλοι βγήκαν σε αναζήτησή του και σε τρεις μέρες έφθασαν στο σπήλαιο, όπου είχε επιστρέψει το σκυλί, που με υλακές τους αναγνώρισε. Στο άντρο βρήκαν το λείψανον τοῦ ἁγίου, εὐωδιάζον καί ὡς ἄνθος πρωινόν καί ἀμάραντον οὔτω φαιδρυνόμενον. Το βράδυ στο σπήλαιο ο Θεοσέβιος ζήτησε με όνειρο από τον πατέρα του να τον κηδεύσει εκεί, όπως κι έγινε, και στο όνομα του κτίστηκε οἰκος. Από τότε άρχισε η θαυματουργία του, πάντοτε κατά τον άγιο Νεόφυτο, που ακολουθεί προφανώς παράδοση τοπική και τον αποκαλεί πνευματικόν ἰατρόν ...σκόλοπα τῶν ἱεροσύλων, παράδειγμα που εμιμούντο πλεῖστοι φιλάρετοι. Ο Θεοσέβιος από τον τάφο του θεράπευσε έναν κωφόν καί τυφλόν λίγο μετά τον θάνατό του.
Ένας μοναχός από το Βυζάντιο [=την Ρωμανίαν] ήλθε κι έκτισε δυο κελιά, κοντά στο σπήλαιο, έζησε εκεί και οραματίσθηκε από τον άγιο να ἀνεύρῃ ἄσβεστον. Ο μοναχός, γέροντας πια, ημέρωσε κοράκια, τα οποία, όταν αυτός πέθανε, υπέδειξαν το ἀνοικτήριον [=κλειδί] του εὐκτηρίου [οίκου] στον άρρωστο από οφθαλμίαν Παφηνόν, που άνοιξε, μπήκε, προσευχήθηκε και θεραπεύθηκε. Άλλος, τυφλός Κύπριος μοναχός, γιατρεύτηκε αφού υποσχέθηκε να ζήσει στο ευκτήριον, αλλά όταν το εγκατέλειψε σπάζοντας τον όρκο του, ξανατυφλώθηκε και μόνο όταν επέστρεψε ξαναθεραπεύθηκε από τον Θεοσέβιο. Στα χρόνια του αγίου Νεοφύτου, όταν ο μοναχός Λουκάς έμενε εκεί καλλιεργώντας τόν εὐκτήριον τοῦ ἁγίου σηκόν, δυο αγρότες από τον Ακάμα σύλησαν τα υπάρχοντα του μοναχού και του σηκού. Όταν σε είκοσι μέρες τυφλώθηκαν και γύρισαν ζητώντας να θεραπευθούν, ο ένας, που συμβούλευσε τον άλλο γνήσια εξομολόγηση, θεραπεύθηκε διά λόγχης, ενώ ο άλλος έμεινε ἡμίβλεπτος χάριν παιδείας.
Προφανώς ο άγιος Νεόφυτος, αντλώντας από βάσιμες ιστορικά προφορικές και γραπτές τοπικές πηγές, αναφέρεται μ' εξαίρεση την τελευταία περίπτωση στο κλίμα του παλαιότερου χριστιανικού ασκητισμού, των στυλιτών και αναχωρητών των πρώτων αιώνων, καθορίζοντας όσο και όταν μπορεί τον χρόνο των συμβάντων των σχετικών προς τον Θεοσέβιο, που βέβαια εντάσσονται στα πλαίσια των γνωστών διδακτικών βίων αγίων που υπόκεινται σε κάποια λογοτεχνική και «εξωραϊστική» επέμβαση των συγγραφέων τους, χωρίς όμως να στερούνται σαφούς ιστορικού υποβάθρου. Παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν για το τελευταίο, αυτό προβάλλει ανάγλυφο μέσα από πολλά εύγλωττα, συγκεκριμένα στοιχεία των δυο Ἐγκωμίων του αγίου Νεοφύτου αλλά και άλλων παρομοίων έργων και του ιδίου και άλλων αγιολόγων συγγραφέων του βυζαντινού κόσμου.