Ιωαννίκιος Γ' επίσκοπος

Image

Επίσκοπος Κιτίου από το 1728 μέχρι το 1737. Διαδέχθηκε στο θρόνο του Κιτίου τον επίσκοπο Διονύσιο. Του ιδίου διάδοχος, από τον Σεπτέμβριο του 1737, ήταν ο επίσκοπος Μακάριος.

 

Κατά την περίοδο της επισκοπείας του, κινδύνευσε να απολέσει τον θρόνο του δυο φορές, λόγω αρπακτικότητας άλλων. Την πρώτη φορά, μεταξύ του 1728 και του 1730, διεκδικητής του θρόνου Κιτίου παρουσιάστηκε ένας λατινόφρων ιερομόναχος που ονομαζόταν Βαρνάβας Βίκος*. Με τη βοήθεια μερικών Τούρκων και Χριστιανών Κυπρίων, τους οποίους εξαγόρασε (υποσχόμενος σ' αυτούς διάφορα ποσά που υπερέβαιναν τις 2000 γρόσια), ο Βίκος δοκίμασε να καταλάβει τον θρόνο του Κιτίου. Το σχέδιό του προσέκρουσε στην αντίδραση κλήρου, προκρίτων και λαού, ο δε Ιωαννίκιος αποτάθηκε, με την άδεια του αρχιεπισκόπου Κύπρου, στο οικουμενικό πατριαρχείο που άκουσε τα γεγονότα από τον ίδιο τον επίσκοπο ο οποίος ταξίδεψε γι’ αυτό τον λόγο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βίκος καθαιρέθηκε κι αποσχηματίστηκε.

 

Λίγο αργότερα ο επίσκοπος Ιωαννίκιος Γ΄ κινδύνευσε και πάλι να χάσει τον θρόνο του, όταν εξορίστηκε μαζί με τον σύγχρονό του αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σίλβεστρο. Ο Σίλβεστρος ανέλαβε την αποστολή να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να ενεργήσει ώστε να ελαττωθεί η βαριά φορολογία των Χριστιανών της Κύπρου κι αναχώρησε την 1η Απριλίου 1730, συνοδευόμενος από τους τρεις επισκόπους, τον Κιτίου Ιωαννίκιο, τον Πάφου Ιωακείμ Β' και τον Κυρηνείας Νικηφόρο. Στην Κωνσταντινούπολη όμως ο αρχιεπίσκοπος και ο Κιτίου Ιωαννίκιος αντιμετώπισαν την εχθρότητα των αρχών, που αποφάσισαν την εξορία τους στο Αβράτ-Οτασί της Μικράς Ασίας. Για την εξορία τους, συνήργησαν οι άλλοι δυο ιεράρχες της Κύπρου, δηλαδή ο Πάφου Ιωακείμ και ο Κυρηνείας Νικηφόρος. Οι δυο αυτοί επίσκοποι επέστρεψαν στην Κύπρο όπου ο μεν Νικηφόρος πήρε και τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο δε Ιωακείμ κατέλαβε και τον θρόνο του Κιτίου.

 

Αργότερα η εξορία του αρχιεπισκόπου Σιλβέστρου και του επισκόπου Ιωαννικίου διεκόπη, και οι ιεράρχες αυτοί κατόρθωσαν να επιστρέψουν στην Κύπρο τα Χριστούγεννα του 1730. Οι δυο άρπαγες των θρόνων τους κατηγορήθηκαν βαρύτατα και καθαιρέθηκαν από το οικουμενικό πατριαρχείο. Ο αρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος πέθανε το 1734 και ο Κιτίου Ιωαννίκιος πήρε μέρος στην εκλογή νέου αρχιεπισκόπου, του Φιλοθέου (1734 -1759).

 

Σημαντικό έργο του επισκόπου Ιωαννικίου Γ' ήταν η ίδρυση και λειτουργία στη Λάρνακα της πρώτης Ελληνικής Σχολής, το 1733. Η Σχολή λειτουργούσε με δαπάνη της μητροπόλεως Κιτίου μέχρι το 1737 (χρονιά του θανάτου του Ιωαννικίου). Σ’ αυτήν δίδασκε ο διάκονος Φιλόθεος, που καταγόταν πιθανότατα από τη Λάρνακα, κι είχε σπουδάσει στη Σχολή του Χαλεπίου με δαπάνη του προκατόχου του Ιωαννικίου, επισκόπου Διονυσίου. Ο Φιλόθεος ήταν έμμισθος της μητροπόλεως Κιτίου.