Θεοδότου Θεοφάνης

Image

Δικηγόρος και πολιτευτής από την αρχή του 20ού αιώνα μέχρι και το 1931 οπότε εξορίστηκε από τους Βρετανούς, νεότερος αδελφός του επίσης πολιτευτή και ευεργέτη Αντωνίου Θεοδότου και ανεψιός του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου. Γεννήθηκε στο χωριό Φοινί της επαρχίας Λεμεσού το 1863 και πέθανε στη Λευκωσία το 1942.

 

Ο Θεοφάνης Θεοδότου σπούδασε την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα στη Βηρυτό και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ' όπου και αποφοίτησε το 1890. Σπούδασε επίσης πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Από το 1893 που συμπλήρωσε τις σπουδές του κι επέστρεψε στην Κύπρο, άρχισε ν' ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στη Λευκωσία. Ως μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου εξελέγη για πρώτη φορά το 1896 και υπηρέτησε συνεχώς μέχρι το 1921, αφού επανεκλεγόταν βουλευτής σε όλες τις εκλογές (1901, 1906, 1911, 1916). Στο ίδιο αξίωμα εξελέγη και το 1930.

 

Διετέλεσε επίσης μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου και μέλος του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου. Άλλα αξιώματα που κατείχε: ήταν μέλος της Εκπαιδευτικής Επιτροπής Λευκωσίας, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου και μέλος της Εθνικής Οργανώσεως Κύπρου (ΕΟΚ). Υπήρξε επίσης μέλος των κυπριακών πρεσβειών του 1912 και του 1918 -20 που εστάλησαν στο Λονδίνο για προώθηση του εθνικού αιτήματος των Ελλήνων της Κύπρου. Ιδιαίτερα η δεύτερη πρεσβεία, υπό τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ', εκτέλεσε μια αποστολή που κράτησε δυο περίπου χρόνια (μεταξύ 1918 και 1920) και περιέλαβε στο πρόγραμμά της και το Παρίσι, όπου είχε μακρές επαφές και με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο που βρισκόταν στη γαλλική πρωτεύουσα στην οποία διεξάγονταν οι εργασίες της Διάσκεψης της Ειρήνης. Ήταν η εποχή μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε οι Κύπριοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν την ελευθερία τους με την απόδοση της Κύπρου από τη Βρετανία στη σύμμαχό της Ελλάδα, κι έτρεφαν πολλές ελπίδες που τελικά διαψεύστηκαν.

 

Ο Θεοφάνης Θεοδότου, που συγκαταλεγόταν μεταξύ των αδιάλλακτων ενωτικών πολιτικών, υποστήριζε συχνά την αδιάλλακτη έναντι των Άγγλων πολιτική εκ μέρους των Ελλήνων Κυπρίων και ήταν ένας από τους πολιτικούς ηγέτες που ηγήθηκαν των μεγάλων διαδηλώσεων του λαού κατά το τέλος του Οκτωβρίου του 1931. Οι διαδηλώσεις πήραν πολύ σύντομα τη μορφή αυθόρμητης και βίαιης στάσεως που αποτελούσε ξέσπασμα κατά των κυριάρχων Βρετανών και της καθ' όλα αρνητικής θέσεώς τους ενάντια στο εθνικό αίτημα για απελευθέρωση, αλλά και για την κακή τους διοίκηση και την απαράδεκτη οικονομική και κοινωνική τους πολιτική.

 

Ο Θεοδότου θεωρήθηκε από τους Βρετανούς ως ένας από τους υποκινητές της εξεγέρσεως γιατί ήταν ένας από τους κύριους ομιλητές στη συγκέντρωση της 20ής Οκτωβρίου του 1931 στην Εμπορική Λέσχη στη Λευκωσία. Η συγκέντρωση αυτή μετετράπη σε διαδήλωση που βάδισε αμέσως προς το κυβερνείο όπου, μετά από συγκρούσεις, το πλήθος το κυρίευσε και το πυρπόλησε. Ο Θεοφάνης Θεοδότου ήταν ένας από τους επικεφαλής της διαδηλώσεως προς το κυβερνείο, μπροστά από το οποίο όμως προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να αποτρέψει το εξαγριωμένο πλήθος από του να προβεί σε βιαιότητες.

 

Μετά την εξέγερση του τέλους του Οκτώβριο του 1931 (η οποία είχε εξαπλωθεί σε πολλά μέρη της Κύπρου αλλά σύντομα κατεστάλη), εξορίστηκαν από την Κύπρο με διάταγμα του τότε κυβερνήτη της Κύπρου σερ Ρόναλντ Στορρς, έντεκα συνολικά Έλληνες Κύπριοι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο Θεοφάνης Θεοδότου. Όλων, πλην ενός που συνέβη αργότερα, η εξορία από την Κύπρο έγινε μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του 1931.

 

Ο Θεοδότου, μετά την εξορία του, κατέφυγε τελικά στην Αθήνα. Επειδή αργότερα αρρώστησε με σοβαρή ασθένεια, του επετράπη να επιστρέψει στην Κύπρο το 1939, όπου κι έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1942.

 

Φώτο Γκάλερι

Image