«...Όθεν η Λευκωσία, έσωθεν εξωραϊσθείσα, διέρρηξεν και το παλαιόν Ενετικόν τείχος εις διάφορα σημεία αυτού και έξωθεν ανηγέρθησαν λαμπρόταται οικοδομαί Κυβερνητικαί τε και πολιτικαί, όπου και το Μέγαρον του Αρμοστού, τα δικαστήρια και το Βουλευτήριον, φυτευθέντος και δάσους...». Με αυτά τα λόγια -μεταξύ άλλων- περιγράφει τις αλλαγές που έγιναν στην Κύπρο κατά τα πρώτα τριάντα χρόνια της αγγλοκρατίας ο Γεώργιος Λουκά (1843-1925), δάσκαλος και πρωτοπόρος λαογράφος.
Τα μεσαιωνικά αμυντικά έργα και ιδιαίτερα τα τείχη που συναντούμε σε διάφορα αστικά κέντρα που συνεχίζουν να κατοικούνται μέχρι σήμερα, έχουν και αυτά τη δική τους πορεία μέσα στο χρόνο, η οποία άλλοτε είναι παράλληλη με αυτήν της πόλης που προστάτευαν, ενώ άλλοτε διασταυρώνεται με αυτήν. Στη Λευκωσία για παράδειγμα, κατά τα νεότερα χρόνια, όταν πια τα τείχη είχαν χάσει την αμυντική τους σημασία, άρχισαν να εμφανίζονται κτίρια πάνω στους προμαχώνες, κάτι που θα ήταν αδιανόητο στο μεσαίωνα ή κατά την τουρκοκρατία, μια και ο χώρος αυτός χρησίμευε για την μετακίνηση και την παράταξη στρατευμάτων για την άμυνα της πόλης.
Μια δεύτερη σημαντική (και εν πολλοίς άγνωστη) κατηγορία επεμβάσεων στα βενετικά τείχη της Λευκωσίας ήταν η δημιουργία νέων ανοιγμάτων, εκτός των αρχικών μεσαιωνικών πυλών. Είναι γνωστό ότι μέχρι και τα τέλη της τουρκοκρατίας, οι δρόμοι της εντός των τειχών Λευκωσίας δεν διαπερνούσαν το τείχος, με εξαίρεση τους δρόμους που κατέληγαν στις πύλες. Κατά τις αρχές της αγγλοκρατίας η πόλη άρχισε να επεκτείνεται και εκτός των τειχών, έτσι παρουσιάστηκε η ανάγκη να δημιουργηθούν κάποια ανοίγματα για να διευκολύνεται η κυκλοφορία των πεζών, των οχημάτων και των καραβανιών, από και προς την εντός των τειχών πόλη. Στα περισσότερα σημεία των ανοιγμάτων αυτών ήταν αναγκαία και η κατασκευή γεφυριών πάνω από τη μεγάλη αμυντική τάφρο που έσκαψαν οι Βενετοί περιμετρικά των τειχών. Μέχρι τότε, η πρόσβαση στην παλιά πόλη γινόταν, όπως προαναφέρθηκε, μέσω των τριών αρχικών πυλών των τειχών: την Πύλη της Πάφου, της Αμμοχώστου και της Κερύνειας.
Πύλη του Μινώταυρου
Το πρώτο άνοιγμα στα τείχη έγινε δίπλα από την Πύλη της Πάφου στα 1879, ένα μόλις χρόνο μετά την έλευση των Άγγλων. Η Πύλη, την οποία οι Άγγλοι ονόμασαν Πύλη του Μινώταυρου, κλείστηκε τότε με πέτρες. Το δεύτερο άνοιγμα, ονομάστηκε νέο άνοιγμα ή άνοιγμα Τρυπιώτη και αργότερα άνοιγμα Χατζησάββα. Είναι ο χώρος της μετέπειτα γνωστής σε εμάς Πλατείας Μεταξά, της σημερινής Πλατείας Ελευθερίας.
Βλέπε λήμμα: Πλατεία Ελευθερίας
Το άνοιγμα αυτό ένωνε την οδό Λήδρας, τον Μακρύδρομο (που έγινε αργότερα ένας από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης), με την εκτός των τειχών περιοχή. Αναφέρεται μάλιστα ότι για να γίνει δυνατή η πρόσβαση προς την οδό Λήδρας κατεδαφίστηκε και ένα σπίτι. Κατασκευάστηκε επίσης μια ξύλινη γέφυρα πάνω από την τάφρο, η οποία μόλις που χωρούσε ένα αμάξι. Αρκετές δεκαετίες αργότερα κατεδαφίστηκε και ένα δεύτερο σπίτι που εμπόδιζε την πρόσβαση προς τη σημερινή οδό Ρηγαίνης, η οποία μέχρι τότε συγκοινωνούσε με την οδό Λήδρας μέσω ενός μονοπατιού. Το νέο άνοιγμα παρείχε εύκολη πρόσβαση από την εντός των τειχών πόλη προς την περιοχή της Αρχιγραμματείας, όπου βρίσκονταν τα πρώτα δημόσια κτίρια της αγγλοκρατίας, καθώς και στο κυβερνείο, που ως γνωστόν βρισκόταν στο χώρο του σημερινού προεδρικού μεγάρου. Μέχρι τότε, οι κάτοικοι αυτής της περιοχής της παλιάς Λευκωσίας, όταν ήθελαν να μεταβούν στα κυβερνητικά γραφεία στην περιοχή της Αρχιγραμματείας, ήταν υποχρεωμένοι να μεταβαίνουν στην Πύλη Πάφου και να εξέρχονται από το εκεί άνοιγμα. Αργότερα η ξύλινη γέφυρα του ανοίγματος αντικαταστάθηκε από μια λίθινη.
Κλείνει η Πύλη της Κερύνειας
Ακολούθησαν και άλλα ανοίγματα στα βενετικά τείχη. Στα 1931, για παράδειγμα, έκλεισε και η Πύλη της Κερύνειας. Οι Άγγλοι διαμόρφωσαν δύο ανοίγματα εκατέρωθεν της, αφήνοντας την ίδια την Πύλη άθικτη, αλλά ακρωτηριασμένη ανάμεσα στα δύο περάσματα και αποκομμένη από το υπόλοιπο μνημείο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, επί δημαρχίας Θεμιστοκλή Δέρβη ολοκληρώθηκε η διάνοιξη των περασμάτων στα βενετικά τείχη. Είναι αλήθεια ότι πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη νεώτερη αυτή ιστορία των τειχών, παρά το γεγονός ότι δεν απέχουμε πολλά χρόνια από τα γεγονότα. Μέχρι στιγμής, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει κάποια συγκεντρωτική εργασία για αυτό το σημαντικό θέμα της ιστορίας των βενετικών οχυρώσεων, και κατ’ επέκταση της ίδιας της πόλης της Λευκωσίας, σε αντίθεση με την παλαιότερη ιστορία τους, τις συνθήκες της ανέγερσής τους, την ιδεολογία, την αρχιτεκτονική και την ύψιστη δοκιμασία τους κατά την πολιορκία της Λευκωσίας από του Οθωμανούς στα 1570. Είναι βέβαιον ότι υπάρχουν στοιχεία και για την ιστορία των ανοιγμάτων, τα οποία θα πρέπει να συγκεντρωθούν και να γίνουν συνθετικές εργασίες. Στο μεταξύ η αρχαιολογική έρευνα προλαβαίνει την αρχειακή, και έρχονται στο φως νέα, άγνωστα, ακόμη και ανέλπιστα στοιχεία. Ανέλπιστα και τα λόγια του πραγματικά κορυφαίου ποιητή Κώστα Μόντη στην «Είσοδο» του: «Σπαταλήσαμε τη ζωή μας / στ' αχρηστευμένα προάστεια της Λευκωσίας, / στο κυκλικό περιθώριο των τειχών, / αναμένοντας την ώριμη στιγμή / για την είσοδο μας στην πόλη, / σα νάταν οι δρόμοι αυτοί για βάγια, / σα να ετίθετο καν ζήτημα εισόδου» (Στιγμές, Λευκωσία 1958).
Γιάννης Βιολάρης
Αρχαιολόγος