Έλληνας ποιητής ο οποίος συνδέθηκε με την Κύπρο και ειδικά τη Λεμεσό την οποία επισκεπτόταν συχνά ως ναυτικός με διάφορα πλοία της γραμμής. Στην Κύπρο γνωρίστηκε με τους ποιητές Γλαύκο Αλιθέρση και Δημήτρη Λιπέρτη.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Το 1914 μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια Καββαδία επισκέφτηκε την Ελλάδα και κατέληξε στο Αργοστόλι ως το 1921, οπότε εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Στον Πειραιά ο Νίκος τέλειωσε τη γαλλική σχολή του Saint Paul και το Γυμνάσιο. Παράλληλα δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, μετά το θάνατο του πατέρα του όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας τη συνεργασία του με φιλολογικά περιοδικά. Το 1929 μπάρκαρε στο φορτηγό πλοίο Αγιος Νικόλαος και από το 1930 ξεκίνησε η περίοδος των διαρκών ταξιδιών του ως το 1936. Το 1932 δημοσίευσε σε συνέχειες την «Απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο» στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα.
Το 1933 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Μαραμπού», που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κριτική. Ακολούθησαν το «Πούσι» (1947) και η Βάρδια (μυθιστόρημα-1954), ενώ μετά το θάνατο του εκδόθηκε και η συλλογή «Τραβέρσο» (1975). Το 1934 η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1938 κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στην Ξάνθη. Το 1939 πήρε δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή. Το 1940 υπηρέτησε στην Αλβανία και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Κ.Κ.Ε. Από το 1945 ναυτολογήθηκε ως ραδιοτηλεγραφητής. Το 1953 πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστή Α'. Το 1965 πέθανε η μητέρα του. Το 1968 επισκέφτηκε την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί έγραψε το πεζό «Λι». Πέθανε στην Αθήνα από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου 1975.
Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει σχηματικά στη γενιά του τριάντα, στο χώρο της οποίας όμως κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Ο ποιητικός του λόγος εξέφρασε την ανάγκη απόδρασης από τη σύγχρονη του ποιητή ελληνική πραγματικότητα κυρίως μέσα από τα στοιχεία του κοσμοπολιτισμού και του εξωτισμού. Η γραφή του υπήρξε κυρίως βιωματική και ακολούθησε μια εξελικτική πορεία προς την αφαίρεση και τα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής.
Τα ταξίδια του και η σχέση του με την Κύπρο
Το 1939 πήρε το δίπλωμα ασυρματιστή και άρχισε να εργάζεται στα πλοία ως ασυρματιστής ταξιδεύοντας σ’ όλο τον κόσμο. Ένας από τους σταθμούς του ήταν και η Λεμεσός. Συγκεκριμένα στους σταθμούς του δρομολογίου των ελληνικών πλοίων, Apollonia και Aquarius, τα οποία περνούσαν από Ρόδο, Βηρυτό, Λεμεσό και κάποτε Χάιφα, έκανε συχνά επισκέψεις στα καφενεία και στέκια της πόλης και ο ποιητής διατηρούσε ένα σημαντικό κύκλο στη Λεμεσό, ανθρώπους ελίτ και πιο απλούς, καλλιτέχνες, διανοούμενους και άλλους. Η σχέση του με την Κύπρο και ιδιαίτερα τη Λεμεσό καταγράφεται στο βιβλίο «Μελβούρνη και Λεμεσός: 2 λιμάνια του Νίκου Καββαδία» του Μίμη Σοφοκλέους, ο οποίος παρουσιάζει ντοκουμέντα, φωτογραφίες, αλληλογραφίες και ζωντανές αναμνήσεις από τα πήγαινε – έλα της δεκαετίας 1964 – 1974 στη Λεμεσό.
Εργάστηκε επίσης στο επιβατικό "Κυρήνεια", το οποίο αναφέρεται στο ποίημά του «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia», στα πλοία Corinthia, "Lydia" (πρώην Moonta) των Hellenic Mediterranean Lines (της εταιρείας όπου ο Νίκος Καββαδίας εργάστηκε για πολλά χρόνια) και στο κρουαζιερόπλοιο "Υδροχόος" (Aquarius), όπου ήταν Ασυρματιστής Α', το οποίο ήταν και το στερνό καράβι του ποιητή.
Συνέντευξη στο ΡΙΚ, 1965
Ο σπουδαίος ποιητής είχε μιλήσει στο ΡΙΚ σε συνέντευξη που έδωσε στο ΡΙΚ το 1965, από το κατάστρωμα του πλοίου «Απολλωνία» σε μια από τις επισκέψεις του στη Λεμεσό (Ψηφιακός Ηρόδοτος, Αρχείο ΡΙΚ).
Στο βίντεο, ο σπουδαίος ποιητής μιλά για τη μεγάλη του αγάπη, την Κύπρο , αναφέρεται στους κύπριους φίλους του, στην ομορφιά των κυπρίων γυναικών καθώς και στην γνωριμία του με τους Κύπριους λογοτέχνες Γλαύκο Αλιθέρση (1897-1965) και Δημήτρη Λιπέρτη (1866-1937). Ο Καββαδίας μάλιστα απαγγέλει σε άπταιστη κυπριακή διάλεκτο στίχους του Δημήτρη Λιπέρτη από το ποίημα «Βούτημαν ήλιου»: "Ἂρκον πὢν νά μέ παίρνουσιν οἱ τέσσερις τζι ἐμέναν μές τζ'είν' τήν ἀνακατωσ'ιάν Ἒλα τζ' ἐσού στήν ἐκκλησ'ιάν Μέν ἀντραπῆς κανέναν. ... Τούς ζωντανούς ἒν πὢχουσιν μάσ 'ην τζι ἐν τούς χωνεύκουν. Τούς πεθαμμένους συχχωροῦν Ἒν φούχτα χῶμαν τζι ἐν μποροῦν. Κόρη, νά τούς παιδεύκουν."
Στο τέλος της συνομιλίας ο Καββαδίας απαγγέλει το ποίημα του “Mal du depart” (από την ποιητική συλλογή Μαραμπού), αφιερώνοντάς το στην Κύπρο και στους φίλους του στο νησί:
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι, και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ·
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…»
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθή
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήση,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστή,
θα σημαδέψη, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήση.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Μελοποίηση έργων του
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο «Σταυρός του Νότου». Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Πηγές
Βιβλία