Ο Αθήναιος, αντλώντας από τον Δίφιλο τον Σίφνιο, κάνει λόγο για τα αμύγδαλα και τις ιδιότητές τους, κι αναφέρει τα θάσια και τα κύπρια, δηλαδή τα αμύγδαλα που παράγονταν στο ελληνικό νησί της Θάσου και εκείνα που παράγονταν στην Κύπρο.
Ο συσχετισμός των αμυγδάλων της Θάσου με εκείνα της Κύπρου (θάσια καί κύπρια), ίσως να είναι η αιτία που στην Κύπρο τα αμύγδαλα λέγονται μέχρι σήμερα αθάσ΄ια (τα).
Χαρακτηριστικά
Το εξωκάρπιο έχει χρώμα γκριζοπράσινο και είναι χνουδωτό. Στο εσωτερικό του υπάρχει ο πυρήνας, ένας ξυλώδης φλοιός και μέσα σε αυτό ένα ή δύο σπέρματα που είναι και αυτά που χρησιμοποιούνται για τροφή ή επεξεργασία.
Ανάλογα με την ποικιλία του δέντρου, τα σπέρματα είναι γλυκά ή πικρά. Τα αμύγδαλα περιέχουν 25-40% αμυγδαλέλαιο, που χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία, την κοσμετολογία και στην αρωματοποιία. Σε πολλά κράτη τα αμύγδαλα χρησιμοποιούνται για την ίαση από νευρικές και διατροφικές ανωμαλίες καθώς και για την πρόληψη του καρκίνου. Σε ορισμένες χώρες η αμυγδαλιά-νάνος καλλιεργείται και ως διακοσμητικό φυτό.
Τα αμύγδαλα μπορούν να φαγωθούν ωμά ή ψημένα και αλατισμένα. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Χετταίοι, οι Ρωμαίοι και οι Ευρωπαίοι τον Μεσαίωνα τα χρησιμοποιούσαν και στην μαγειρική, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα. Επίσης καβουρντισμένα και τριμμένα, λιωμένα ή και ολόκληρα χρησιμοποιούνται και στη ζαχαροπλαστική. Στην Ελλάδα γνωστά γλυκά που παρασκευάζονται με βάση τα αμύγδαλα είναι τα αμυγδαλωτά. Επίσης τα αμύγδαλα χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη γέμιση σοκολάτας. Τα αμύγδαλα περιέχουν 18% πρωτεΐνη.
Τα πικρά αμύγδαλα αναπτύσσουν, όταν ο καρπός πληγωθεί ή υποστεί μηχανική παραμόρφωση, ένα πολύ ισχυρό δηλητήριο, το υδροκυάνιο.