ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΟΥ
Πως σ΄αγαπώ, γλυκιά Ελλάς, σαν δεύτερή μου μάνα,
στον κόσμο πια το φώναξα σαν πασχαλιάς καμπάνα.
Μα έχω με τους Έλληνας παράπονο μεγάλο,
που αν μου μείνει στην ψυχή, θα πάθω δίχως άλλο.
Αυτό 'ναι το παράπονο που καίει την καρδιά μου:
- Πως εφραγκέψατε πολύ, ω Ελληνόπαιδά μου,
και κάθε μέρα χάνεται και σβήνει η ρωμιοσύνη,
σα μαραμένο λούλουδο, οπού δροσιά δεν πίνει;
Όλα σας είναι φράγκικα, όλα τα ζηλεμένα,
κι Eλληνικό πια έθιμο δεν σώζεται κανένα.
Φράγκικος είναι ο χορός, φράγκικα τα τραγούδια,
με φράγκικα ονόματα βαφτίζουν τα λουλούδια.
Αν έχεις πάθος στην ψυχή που καίει σαν καμίνι,
πρέπει την γλώσσα να μιλάς του Βέρδη και Μπελλίνη.
Τον Τροβατόρο σαν ακούς να κάμνεις που πεθαίνεις
και με το στόμα ανοικτό σα χάχας ν' απομένεις.
'Εως το τέλος να ροφάς της Δίβας το κομμάτι,
άλλως σε λένε βάναυσον κι απαίδευτο χωριάτη.
Αχ! Μάστρο-Βέρδη πουθενά αν τύχει και σε εύρω,
τι έχεις απ΄ τα χέρια μου να πάθεις δεν ηξεύρω!
Τόσες φορές μ' ανάγκασες να σε χειροκροτήσω, ΄
που μ' έκαμες κινέζικο τραγούδι να ποθήσω!
Κι εσείς, ω Επτανήσιοι, μεγάλοι καντατόροι,
Ντελκοντραπούντο κλάσικο θερμοί αμιρατόροι,
εν τη λατρεία των Μουσών κι αν φέρετε τα πρώτα,
Ελληνικήν δεν έχετε στον λάρυγγά σας νότα!
Αχ! πέτε μου που τραγουδούν τα εθνικά τραγούδια,
που οι κοπέλες αγαπούν του κόσμου τα λουλούδια,
που στον συρτό χορεύουνε με κεντητό μαντήλι,
που έχουν χρώμα κερασιού των γυναικών τα χείλη,
που αντηχεί του έρωτος ερωτική φλογέρα,
και τα αηδόνια κελαηδούν σ' ελεύθερον αέρα,
που χύνουν ίσκιο δροσερό αθάνατα πλατάνια
κι αστράφτουν στων παλληκαριών τη μέση γιαταγάνια;
Εκεί να τρέξω μια στιγμή να ευφρανθώ, να ζήσω,
με του βουνού τ' αρώματα μονάχα να μεθύσω.
Εκεί να βάλω να μου πουν παλληκαριού τραγούδι,
ν' ανοίξει η καρδούλα μου σαν μερσινιάς λουλούδι!
Εν Αδριανουπόλει
GUSTAVE LAFFON
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ της Κωνσταντινούπολης κι αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΟΝ του Ρεθύμνου #22 (16 Μαρτίου 1885).