Θάλασσα είναι το σύνολο του όγκου των αλμυρών νερών που καλύπτουν τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και που αφήνουν να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Το 75% περίπου της συνολικής επιφάνειας του πλανήτη μας καλύπτεται από θάλασσες ενώ μόνο το υπόλοιπο 25% περίπου είναι ξηρά. Η Κύπρος, ως νησί, είχε και έχει πολύ στενή σχέση με τη θάλασσα και σημαντική εξάρτηση απ' αυτήν. Το λήμμα που ακολουθεί ασχολείται με τη θάλασσα που περιβάλλει την Κύπρο, μέχρι και σε 12 μίλια (20 χιλιόμετρα περίπου) απόσταση - που αποτελεί και τα χωρικά ύδατα του νησιού.
Σήμερα, η κυπριακή θάλασσα εξακολουθεί ν' αποτελεί ανεκτίμητο εθνικό κεφάλαιο, όχι μόνο ως πηγή πλουτοπαραγωγική αλλά και ως σημαντικό στοιχείο για ψυχαγωγία και για αθλητικές δραστηριότητες. Εξάλλου η ανεπτυγμένη τουριστική βιομηχανία της Κύπρου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην όμορφη θάλασσα και τις θαυμάσιες ακτές του νησιού που εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες απολαμβάνουν κάθε χρόνο.
Γενικά γεωγραφικά, ιστορικά κ.α. στοιχεία
Η Κύπρος είναι νησί που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της ανατολικής Μεσογείου, το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου (μετά τη Σικελία και τη Σαρδηνία), με έκταση 9.251 τετραγωνικών χιλιομέτρων (3.572 τετραγωνικών μιλίων). Έχει μέγιστο μήκος 241 χιλιόμετρα (150 μίλια) και μέγιστο πλάτος 96 χιλιόμετρα (60 μίλια). Περιβρέχεται από τα νερά της ανατολικής Μεσογείου θάλασσας: στα ανατολικά από το Φοινικικό ή Συριακό πέλαγος, στα βόρεια από το πέλαγος της Κιλικίας, στα δυτικά από το πέλαγος της Παμφυλίας και στα νότια από το Αιγυπτιακό πέλαγος. Η πλησιέστερη προς την Κύπρο ηπειρωτική ακτή είναι τα νότια παράλια της Μικρός Ασίας (Τουρκία) που απέχουν μόνο 37 μίλια από τα βόρεια παράλια της Κύπρου. Στα ανατολικά, οι ακτές της Συρίας απέχουν 56 μίλια, ενώ στα νότια οι ακτές της Αφρικής (Αίγυπτος) απέχουν 190 μίλια. Η απόσταση μεταξύ Κύπρου και Ρόδου είναι 215 μίλια.
Το συνολικό μήκος των ακτών της Κύπρου (η περιφέρεια δηλαδή του νησιού) ανέρχεται σε 782 χιλιόμετρα (486 μίλια) από τα οποία τα 403 χιλιόμετρα (250 μίλια) βρίσκονται από το 1974 υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή. Το θαλάσσιο στοιχείο που περιβάλλει την Κύπρο όχι μόνο διαμόρφωσε τη σημερινή φυσιογνωμία των ακτών της (για τις οποίες βλέπε λήμμα ακτές) αλλά σχετίζεται άμεσα και με το ωραίο εύκρατο κλίμα του νησιού και, κατ' ακολουθία, με την όλη διαμόρφωση του κυπριακού τοπίου και του περιβάλλοντος. Ο νησιώτικος χαρακτήρας της Κύπρου και η εξάρτησή της σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη θάλασσα, επέδρασε σημαντικά τόσο στον τρόπο διαβίωσης και εργασίας, όσο και στην ιδιοσυγκρασία των κατοίκων του νησιού, αλλά και γενικότερα, στην όλη ιστορική του πορεία.
Κατά την Αρχαιότητα, ο μύθος για τη γέννηση της θεάς Αφροδίτης από τον αφρό της θάλασσας και η άμεση σύνδεση της θεάς αυτής με την Κύπρο ίσως να έδινε και το μέτρο της σχέσης, ή καλύτερα της εξάρτησης της Κύπρου από τη θάλασσα που την περιβάλλει. Σαν μια εκπληκτική σύμπτωση μπορούμε να θεωρήσουμε τον αρχαίο μύθο της αναδυόμενης από τα κύματα Αφροδίτης (θεάς της Κύπρου) με τη σύγχρονη επιστημονική επιβεβαίωση της ανάδυσης (δηλαδή της δημιουργίας) της ίδιας της Κύπρου από τη θάλασσα (βλέπε Οφιολιθικό Σύμπλεγμα Τροόδους στο λήμμα γεωλογία, καθώς και Εμφάνιση της Κύπρου στο ίδιο λήμμα).
Η φυσιολογική σύνδεση των Κυπρίων με τη θάλασσα και η ως ένα μεγάλο βαθμό εξάρτησή τους απ' αυτήν, αποδεικνύεται από τα προϊστορικά χρόνια. Οι Κύπριοι της Νεολιθικής εποχής ήσαν κυνηγοί και ψαράδες (οι οικισμοί τους βρίσκονταν κυρίως κοντά ή και πολύ κοντά στις ακτές) και, βέβαια, γεωργοί. Σε μερικούς τέτοιους οικισμούς που βρίσκονταν κτισμένοι στα βράχια της ακτής όπου ο χώρος δεν προσφερόταν για καλλιέργειες (όπως για παράδειγμα ο οικισμός στην τοποθεσία Κάστρος στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα), είναι φανερό ότι ζούσαν άνθρωποι που βασική ασχολία τους είχαν το ψάρεμα. Σε άλλους νεολιθικούς οικισμούς κοντά στη θάλασσα, η αγροτική γεωργική τους οικονομία συμπληρωνόταν από το κυνήγι και το ψάρεμα. Το ψάρεμα γινόταν με οστέινα ή ξύλινα εργαλεία. Αργότερα αυτά αντικαταστάθηκαν με μεταλλικά. Στον οικισμό στην τοποθεσία Μυλούθκια της Κισσόνεργας (Χαλκολιθική εποχή) βρέθηκε σε ανασκαφές το πρώτο χάλκινο αγκίστρι.
Οι επαφές των Κυπρίων με τους γειτονικούς λαούς, κυρίως εμπορικές που αυξήθηκαν κατακόρυφα με την ανακάλυψη, επεξεργασία και εμπορία του χαλκού, γίνονταν βέβαια διά θαλάσσης. Γενικότερα, η οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία της Κύπρου με τον υπόλοιπο κόσμο γινόταν πάντα με καράβια, μέχρι και την εντελώς πρόσφατη εποχή οπότε εμφανίστηκε το αεροπλάνο που, ωστόσο, δεν υποκατέστησε το πλοίο παρά μέχρις ενός βαθμού. Αφού η Κύπρος είναι νησί, η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, η ναυπήγηση καραβιών για τη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων και το ναυτικό επάγγελμα ήσαν τομείς επιβεβλημένοι εξ ανάγκης. Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές αναφέρουν την εκτεταμένη ναυπήγηση καραβιών από την άφθονη κυπριακή ξυλεία, καθώς και ναυτικές δραστηριότητες των Κυπρίων. Ως νησιώτες, οι Κύπριοι ήσαν ικανοί ναυτικοί και ως τέτοιοι χρησιμοποιήθηκαν σε πλείστες περιπτώσεις και σε ευρείες θαλασσινές πολεμικές επιχειρήσεις. Μεταξύ των γνωστότερων περιπτώσεων αναφέρονται: η συμμετοχή κυπριακού στόλου στις πολεμικές επιχειρήσεις των Περσών και ιδιαίτερα στην εκστρατεία του Ξέρξη (ναυμαχία της Σαλαμίνος) κατά της Ελλάδος και η σημαντική όσο κι αποφασιστική συμμετοχή κυπριακού στόλου σε πολεμικές επιχειρήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (πολιορκία και άλωση της Τύρου). Ο Αλέξανδρος πήρε μάλιστα μαζί του, μέχρι και τα βάθη της Ασίας, έμπειρους ναυτικούς και καραβομαραγκούς από την Κύπρο.
Η ικανότητα των Κυπρίων στη θάλασσα κατά την Αρχαιότητα, που μαρτυρείται από ιστορικά γεγονότα, έκαμε πολλούς σύγχρονους μελετητές ν' αποδεχθούν χωρίς αμφιβολίες τα γραφόμενα του Ευσεβίου ότι σε κάποια περίοδο η Κύπρος υπήρξε θαλασσοκράτειρα. Κατά τον Ευσέβιο (Χρονικόν, όπως σώζεται αποσπασματικά στην Ἐκλογήν Χρονογραφίας του Γεωργίου Συγκέλλου), μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου θαλασσοκράτησαν κατά σειράν οι Λυδοί για 92 χρόνια, οι Πελασγοί για 85 χρόνια, οι Θράκες για 79 χρόνια, οι Ρόδιοι για 23 χρόνια, οι Φρύγες για 25 χρόνια, οι Κύπριοι για 33 χρόνια και οι Φοίνικες για 45 χρόνια. Υπολογίζεται ότι η θαλασσοκρατορία των Κυπρίων (την οποία πολλοί θεωρούν ως ιστορικό γεγονός) συνέβη περί τα μέσα του 9ου π.Χ. αιώνα.
Είναι φυσικό ότι η ευρεία διεξαγωγή εμπορίου κατά την Αρχαιότητα απαιτούσε την ύπαρξη εμπορικού στόλου, ενώ οι διάφοροι κίνδυνοι που υπήρχαν απαιτούσαν και την ύπαρξη πολεμικού στόλου που προστάτευε τον εμπορικό. Κατά την Αρχαιότητα αναφέρονται σημαντικοί αριθμοί κυπριακών πολεμικών πλοίων: στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδος η συμμετοχή των Κυπρίων αριθμούσε 150 πλοία, ενώ τον Αλέξανδρο οι Κύπριοι βασιλιάδες ενίσχυσαν με 120 πλοία. Για ισχυρές ναυτικές δυνάμεις των Κυπρίων, που ταξίδευαν άφοβα στη θάλασσα, κάνει λόγο κι ο Στράβων. Ο Ευστάθιος αναφέρει ότι οι Κύπριοι ήταν κάποτε θαλασσοκράτορες, και τους ονομάζει ευτυχέστατους από όλους τους νησιώτες. Η φήμη των Κυπρίων ως ειδικών περί τη ναυπήγηση καραβιών ήταν πολύ μεγάλη, αφού ακόμη και η Σεμίραμις, η περίφημη βασίλισσα των Ασσυρίων (18ος π.Χ. αιώνας) προσκάλεσε τεχνίτες από την Κύπρο, τη Φοινίκη και τη Συρία για να της φτιάξουν καράβια, όπως αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης. Μέχρι και την Ελληνιστική εποχή, αναφέρεται ότι Πτολεμαίοι βασιλιάδες κατασκεύαζαν πολεμικά πλοία στην Κύπρο.
Αργότερα, από την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και εξής, οι Κύπριοι απώλεσαν σταδιακά τη μεγάλη τους ικανότητα στη θάλασσα αφού οι καινούργιες μεγάλες αυτοκρατορίες (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή) δεν είχαν πια τόση ανάγκη των ναυτικών τους υπηρεσιών και της πείρας τους. Η Κύπρος, ως μικρή και σχετικά ασήμαντη πλέον επαρχία, και αργότερα κτήση μεγάλων ναυτικών δυνάμεων (όπως η Βενετία), χρησιμοποιήθηκε ως ναυτικός σταθμός ξένων στόλων. Κι αφού οι μεγάλοι κυρίαρχοι ενδιαφέρονταν πλέον για την εκμετάλλευση περισσότερο των πλουτοπαραγωγικών πόρων του ίδιου του νησιού, οι κάτοικοί του αποξενώθηκαν σταδιακά από τη θάλασσα. Στους αιώνες που ακολούθησαν, η Κύπρος κατ' εξοχήν γεωργική χώρα και η σχέση ενός αριθμού των κατοίκων της με τη θάλασσα περιοριζόταν στο ψάρεμα με μικρά σκάφη στα νερά που περιβρέχουν το νησί. Επειδή εξάλλου η Κύπρος είναι μεγάλο νησί που διαθέτει καλλιεργήσιμες εκτάσεις, δεν βρισκόταν στην ίδια μοίρα όπως, για παράδειγμα, τα νησιά του Αιγαίου όπου τα μόνα επαγγέλματα που ήταν δυνατό να εξασκηθούν από την πλειονότητα των κατοίκων ήταν όσα σχετίζονται με τη θάλασσα (ναυτικοί, ψαράδες, σφουγγαράδες κλπ.).