Ονομαζόταν ο πρώτος εργάτης στο θέρισμα ή στο κλάδεμα, που με τη δική του εργασία θερισμού ή κλαδέματος καθόριζε ταυτόχρονα με διαχωρισμό τα τμήματα στα οποία θα εργάζονταν οι υπόλοιποι εργάτες.
Η λ. σημαίνει απλωτής εργατών. Πρβλ. και το λαϊκό δίστιχο:
Τ' απλωταρκάτη πρέπει του μια όρνιθα κουντούρα,
να σηκωστεί που το πωρνόν, να βρει την πασπατούραν.