Γόνος της γνωστής οικεγένειας των Θησέων στην Κύπρο, επικεφαλής κινήματος κατά των Οθωμανών με επίκεντρο τη Λάρνακα το 1833.
Γεννήθηκε στην Κύπρο μετά τον αδελφό του Κυπριανό, σπούδασε στη Σχολή των Κυδωνιών, όπου πιστεύεται ότι έλαβε το αρχαϊκό επώνυμο Θησεύς (Αρ. Κουδουνάρης, Κυπρ. Σπουδ. ΛΗ' ΛΘ', 1974 -1975, σ. 80) που το έδωσε και στους αδελφούς του, αν και νομίζουμε ότι το επώνυμο μπορεί να είναι παλαιό στην οικογένεια που απλώς ανεβίωσε στις Κυδωνιές. Έπειτα σπούδασε και στην Ιταλία στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη κ.α. Το 1808, από Φεβρουάριο ως Σεπτέμβριο, ο Νικόλαος Θησεύς δίδαξε στη Σχολή Τεργέστης, όπως και κατά τα χρόνια 1820 -1821. Στις 25 Μαρτίου 1820 γράφει προς αυτόν εκεί ο Ἰλαρίων Ἱερο[θέου; ωνύμου; Κιγάλας;] ὁ Κύπριος από τη Σάμο σημαντική επιστολή για την προ ολίγου ιδρυμένη Ελληνική Σχολή Λεμεσού και τον διδάσκαλό της Δημήτριο Θεμιστοκλή που είχε σπουδάσει στις Κυδωνιές και στη Σμύρνη - άρα πιθανώς φίλο του Νικολάου Θησέως (Κ.Π. Κύρρη, Ἱστορία τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Ἀμμοχώστου, σ. 221, Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σσ. 91 - 92, 101, και Ἐπετηρίς του Κ.Ε.Ε., XI, σσ. 430 - 431).
Βλέπε Βίντεο Νικόλαος Θησέας
Από τις 2 Οκτωβρίου του 1815 ο Νικόλαος Θησεύς βρίσκεται εγκατεστημένος στη Μασσαλία, ως Ρώσος υπήκοος, και εμπορεύεται, εργαζόμενος στην μεγάλη εταιρία του αδελφού του Κυπριανού, σε μεγάλη κλίμακα, μέσω Κύπρου, εισάγοντας στη Γαλλία πλείστα συριακά και κυπριακά προϊόντα, κρασιά, άλογα αραβικά, λάδι, κλπ. Στα 1818 μάλιστα πήρε μια κάσα αγνώστου περιεχομένου από το Λονδίνο μέσω Γιβραλτάρ.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1820 η Journal de Marseille αναφέρει με θαυμασμό την επίδειξη από τον Νικόλαο Θησέα ένδεκα αραβικών αλόγων που είχε παραλάβει από την Κύπρο και τα είχε φέρει με μεγάλη φροντίδα από το Παρίσι, όπου φαίνεται ότι επίσης τα είχε επιδείξει, ζώντας εκεί - ή κυρίως εκεί - από κάποιο χρόνο, και αναμειγνυόμενος με τις «μυστικές ελληνικές οργανώσεις» που ετοίμαζαν την ελληνική επανάσταση, όπως το Ἑλληνόγλωσσον Ξενοδοχεῖον τῶν Παρισίων. Ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με την Αικατερίνη Χάββα, από τον Δεκέμβριο 1816 - Ιανουάριο του 1817. Φαίνεται ότι ο Νικόλαος Θησεύς και δίδασκε στη Σχολή Τεργέστης και στις διακοπές του ασχολείτο με το εμπόριο στη Μασσαλία και στο Παρίσι, πιθανώς αντιπροσωπευόμενος στην απουσία του από τον αδελφό του Θεοφύλακτο (του οποίου όμως κανένα γραπτό αρχειακό ίχνος από τη Μασσαλία δεν σώθηκε), ή από άλλους.
Κατά τα Πρακτικά της 29ης Οκτωβρίου 1820 της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μασσαλίας, από το 1818 τα κυριότερα μέλη της εκεί ελληνικής παροικίας ανέλαβαν να συναντώνται στο σπίτι του Νικολάου Θησέως, Ρώσου πάντοτε υπηκόου, για τέλεση της λατρείας τους. Κατά τον Ιούλιο του 1821 ο Νικόλαος Θησεύς επιστρέφοντας πάλι από το Παρίσι - προφανώς μετά το τέλος των μαθημάτων στην Τεργέστη - συναντήθηκε εκεί με φιλέλληνες και στάθμευσε στη Λυών για να εγγράψει απότακτους αξιωματικούς της α' αυτοκρατορίας - του Μεγάλου Ναπολέοντος-, αναζητώντας κυρίως ικανούς αξιωματικούς του ιππικού, στους οποίους υποσχόταν γρήγορη προαγωγή στον ελληνικό στρατό και πληρωμή των δαπανών του ταξιδιού τους στην Ελλάδα. Στη Μασσαλία όταν έφθασε, ζητούσε πλοίο για να τους μεταφέρει στο Λιβόρνο - με το οποίο είχε ήδη και εμπορικές σχέσεις - και από εκεί στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στην επανάσταση. Ο Νικόλαος Θησεύς ήταν ο κύριος αποδέκτης των κατατασσομένων Γάλλων και των πρώτων ξένων που έφθαναν στη Μασσαλία από τον Σεπτέμβριο του 1821 με φροντίδα των φιλελληνικών επιτροπών της Γερμανίας και της Ελβετίας καθώς και από την Ιταλία. Δηλαδή ήταν ο επίσημος πράκτορας των ελληνικών συμφερόντων στη Μασσαλία και όταν αναχώρησε από την πόλη στα τέλη Οκτωβρίου 1821 άφησε την οργάνωση εγγραφών Ευρωπαίων αγωνιστών ακέφαλη, έτσι που οδηγήθηκε σε αποσύνθεση.
Μαζί με άλλους Έλληνες εμπόρους της Μασσαλίας, ο Νικόλαος Θησεύς συνδέθηκε στενά με τη Φιλική Εταιρεία, κι αυτό ήταν γνωστό στην τοπική αστυνομία. Οι διάδοχοί του στην οργάνωση δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στα τεράστια βάρη της στρατολογίας, συντήρησης και αποστολής των στρατολογουμένων, για τα οποία δεν υπήρχε ειδικό ταμείο, η Cassa Graeca, όπως πίστευαν οι ξένοι. Προφανώς ως τον Οκτώβριο του 1821 κατέβαλλε μεγάλο μέρος των σχετικών δαπανών ο Νικόλαος Θησεύς από την τεράστια περιουσία του, που τώρα ελαττώνεται ή μεταφέρεται στην Πελοπόννησο, όπου μεταβαίνει και ο ίδιος με άλλους Έλληνες εμπόρους της Μασσαλίας να αγωνισθεί, εγκαταλείποντας και εμπόριο και σχολεία. Η αναχώρησή τους οδήγησε σε κατάρρευση το μασσαλιώτικο εμπόριο με την Ανατολή. Ούτε πρόλαβε στη Μασσαλία τους πρώτους Κυπρίους πρόσφυγες που έφθασαν εκεί κατά τον Νοέμβριο του 1821 (Κ.Π. Κύρρης, Ἐπετηρίς, XI, 1981 - 1982, σσ. 427 - 430, 450 - 452, με χρήση και των μασσαλιώτικων πηγών κατά Echinard, κ.α. κυπριακών).
Από τη Μασσαλία ο Νικόλαος Θησεύς πήγε πρώτα στη Ρώμη, όπου ο Ιωαννίκιος έξαρχος, ο αδελφός του Θεόφιλος Θησεύς, ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων κ.α. επτά γνωστοί Κύπριοι φυγάδες υπογράφουν διακήρυξη συμμετοχής και της Κύπρου στον πανελλήνιο αγώνα, με στόχο την απελευθέρωση καί τῆς τρισαθλίας νήσου Κύπρου καί συμψηφίζουν ἐπίτροπον τῆς νήσου μας ἅπαξ τόν εὐγενῆ Κύριον Νικόλαον Θησέα... ὅπως συνεργήσῃ καί ἐνεργήσῃ πληρεξουσίως πάντα ὅσα κρίνει συμφέροντα, ἀπέλθῃ αὐτός ἤ πέμψῃ πρεσβείαν πρός τούς μονάρχας... ἔλθη εἰς συνθήκας περί τῆς νήσου καί ὑπογράψῃ ὡς ἀπό μέρους τοῦ κοινοῦ, ἑτοιμάσῃ δύναμιν στρατιωτικήν ...δανεισθῇ ἐπάνω εἰς τά κοινά εἰσοδήματα ἤ κτήματα τοῦ κοινοῦ τῆς πατρίδος ἤ τῶν μοναστηριῶν, τῶν ἐκκλησιῶν, τζαμιῶν, ἤ καί τῶν ὅσα ἤ πλεονεξία τῶν Τούρκων ἐσφετέρισεν ἤ ὅσας γαίας ἤ ἅλλα κτήματα ἐν τῇ πατρίδι δέν ἔχουν νόμιμον δεσπότην ...δίδοται τῷ ἐπιτρόπῳ ἀπολύτως πᾶσα ἐξουσία... (Θάνου Βαγενά, Χρονικά τῆς Κύπρου, Ἀγῶνες τῶν Κυπρίων γιά τήν Ἐλευθερία, Αθήνα, 1954, σσ. 80-81). Από την ομάδα αυτή όμως ο Νικόλαος Θησεύς, αντίθετα προς τον Θεοφύλακτο Θησέα, γρήγορα θ' αποσυρθεί και θα πάει στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνει τη διοίκηση των χωρίς αρχηγούς ξένων στρατιωτών κατά παράκληση της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Η πολεμική και άλλη εθνική δράση του Νικολάου Θησέως στον αγώνα ήταν πολυποίκιλη και είχε στενούς δεσμούς με την ηγεσία, ιδίως με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους. Μετείχε σε πολλές μάχες (Μύλους, Ναύπλιο, στον Μοριά κατά του Ιμπραήμ κλπ.) πολεμώντας με ανδρεία και ενεργώντας χωρίς φατριασμούς και μ' επιτηδειότητα στρατηγική, δαπανώντας αφειδώς την περιουσία του. Φαίνεται ότι στα 1825 συμφώνησε με την ανάθεση των ελληνικών υποθέσεων στην αγγλική προστασία και έπειτα αντιτάχθηκε κατά κάποιο τρόπο στην υποψηφιότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος γι' αυτό τον πολέμησε και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Ελλάδα στα 1829 και να επανασυστήσει τα καταστήματά του στη Μασσαλία (Πρωτοψάλτης, ε. α., σσ. 38 - 42. Κουδουνάρης, Κυπρ. Σπουδ., ΛΗ' - ΛΘ', σ. 81: γι’ αυτά όμως τα γεγονότα χρειάζονται περισσότερα τεκμήρια). Η αντίθεσή του στον Καποδίστρια θα ήταν περίεργη αν ο Νικόλαος Θ. Κύπριος, ο πρώτος υπότροφος του Καποδίστρια, ταυτισθεί με τον Νικόλαο Θησέα, αλλά δεν αρκεί για ν' αποκλείσει την ταύτιση. Πάντως για την αντίθεση αυτή υπάρχει η διαφορετική μαρτυρία του Νικήτα Σταματελόπουλου της 10 Μαιου 1839, ότι επρόκειτο για παρεξήγηση, που τον έκαμε να φύγει και να μη γυρίσει στην Ελλάδα παρά μετά την έλευση του Όθωνος (Πρωτοψάλτη, ε.α., σ. 40).
Στα 1832 - 3 ο Νικόλαος Θησεύς ήλθε στην Κύπρο, απ' όπου βαθιά προσωπική πληγή έπρεπε λογικά να τον κρατεί μακριά: ο βίαιος γάμος της μνηστής του Αικατερίνης Χάββα με τον Ανδρέα Σολομωνίδη μετά τον εξισλαμισμό του τελευταίου κατά τον Ιούλιο του 1821, που έγινε Χουρσίτ αγάς και εξακολούθησε να είναι πανίσχυρος τουλάχιστον ως το 1828. Όμοια δεν μπορούσε να ήταν ευχαριστημένος με τη συνεχιζόμενη ευδοκίμηση, υπό το νέο καθεστώς των Χρυσανθικών ιεραρχών και προκρίτων, του Φραντζή Διάπ, τέως συνεταίρου του Κυπριανού Θησέως και του εμπορικού οίκου των Θησέων (Κύρρης, Ἐπετηρίς, XI, σσ. 429 - 430, και Κυπρ, Σπουδ., ΛΓ', σσ. 135, 139 - 140, 145 - 148).
Ήρθε πάντως στην Κύπρο να διεκδικήσει τη δημευμένη περιουσία του και εκείνη του αδελφού του Κυπριανού Θησέως, μαζί με πολλούς άλλους Κυπρίους της Ελλάδας, κι έφερε, όπως κι εκείνοι, τις επαναστατικές ιδέες του αγώνα, που συνέβαλαν στην εξέγερση του Μαρτίου 1833 στη Λάρνακα, που είχε στόχο τις φορολογικές καταπιέσεις των Τούρκων. Με τη βοήθεια των προξένων Γαλλίας, Δανίας και Σουηδίας η φορολογική επιβάρυνση καταργείται.
Πλήθη που ακολουθούσαν τον Νικόλαο Θησέα είχαν μαζευτεί στον Άγιο Γεώργιο Κοντό, στο Σταυροβούνι και στο Δάλι . Συγκεκριμένα: την 1η Μαρτίου 1833, ο νέος κυβερνήτης Σαΐτ Μεχμέτ απαίτησε τη συλλογή των καθυστερημένων φόρων, που λίγο πριν είχαν διαγραφεί με δική του απόφαση. Η επαναφορά των φόρων προκάλεσε κοινωνική αναταραχή με επίκεντρο τη Λάρνακα. Τις επόμενες μέρες έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις στη Λάρνακα και Λευκωσία. Η μεγαλύτερη έγινε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Κοντού στις 11 Μαρτίου 1833, όπου πολλοί χωρικοί και κάτοικοι της πόλης, Έλληνες και Τούρκοι, ξεχύθηκαν στο γαλλικό προξενείο ζητώντας τη μεσολάβηση του προξένου. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη συγκέντρωση εκείνη συμμετείχαν επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι, από ένα ελληνικό πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε παγκύπρια τις 30.000 χιλιάδες. Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους που πολέμησαν στην Έλλαδα. Ένας από αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε βρεθεί και εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για ένα και πλέον μήνα, μαζί με τον Θεοφύλακτο Θησέα.
» Βλέπε: Αλέξη Μιχαηλίδη Η Αγνωστη Επανάσταση του 1833
Μετά τη λήξη του κινήματος ο Νικόλαος Θησεύς κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο Λάρνακας, αφού με τη μεσολάβηση του προξένου Bottu δέχθηκε να διαλυθούν τα πλήθη (Κ. Προυσής, Κυπρ. Σπουδ., Ζ', 1943 11945], σσ. 38 - 40. George Hill, History of Cyprus, IV, The Ottoman Province - The British Colony 1571 - 1948, Cambridge, 1952, σσ. 157-161. Βλ. επίσης λήμμα της ΜΚΕ Εσσεγίντ Μεχμέτ).
Ο Νικόλαος Θησεύς από τη Λάρνακα έφυγε με ελληνικό πλοίο στη Ρόδο, όπου τον συνάντησε ο Λαμαρτίνος και τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη για ασφάλεια. Ο Λαμαρτίνος τον αποκαλεί άνθρωπο με λαμπρό πνεύμα και θάρρος, που ομιλεί όλες τις γλώσσες και ξέρει όλες τις χώρες. Αλλ' ούτε στην Κωνσταντινούπολη ο Νικόλαος Θησεύς ήταν ασφαλής, αφού ο Γάλλος πρέσβης εκεί τον εγκατέλειψε παρά τις συστάσεις του Bottu. Αντί στην Κύπρο, όπου τον συμβούλευσαν να γυρίσει, ο Νικόλαος Θησεύς πήγε στη Γαλλία και απ' εκεί στην Ελλάδα στα 1839, οπότε διορίστηκε πρόξενος της Ελλάδας στη Βηρυτό. Απ' εκεί γύρισε σε λίγα χρόνια στην Αθήνα, όπου ζούσε από τη σύνταξή του, ωσότου πέθανε από χολέρα στα 1854. Από την Αθήνα στις 24 Δεκεμβρίου 1849 γράφει στον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, εξάδελφό του, ζητώντας του να του στείλει δέκα νέους χωρικούς για να τους συστήσει και βοηθήσει να μορφωθούν (Α. Τηλλυρίδης - Κ.Π. Κύρρης, Ἐπετηρίς. XI, 1981 -1982, σσ. 455 - 456, 460).