Οι όροι ησυχία και ησυχαστής μπορούν να θεωρηθούν από τις βασικές αρχές του χριστιανικού μοναχισμού. Χρησιμεύουν στο να δίδουν τον τρόπο ζωής των ασκητών που αναζητούν το Θεό στη σιωπή και στη μόνωση. Στην αρχή ο ησυχαστικός μοναχισμός ήταν κίνηση μάλλον λαϊκή. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. δέχθηκε στις τάξεις του ένα διαπρεπή Έλληνα διανοούμενο, τον Ωριγένη.
Το πρώτο λεπτομερές σύστημα ησυχαστικής πνευματικότητας το συναντούμε στον Ιωάννη της Κλίμακας κατά τις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. Κατά τον 11ον αιώνα ο Συμεών ο νέος θεολόγος, υπήρξε ο μεγάλος εκπρόσωπος της ησυχαστικής παράδοσης. Κατά το 14ον αιώνα ο ησυχασμός γνώρισε μεγάλη άνθιση σε όλο το βυζαντινό χώρο και κυρίως στο Άγιον Όρος. Εκεί οι μυστικιστές μοναχοί αφού κάθονταν οκλαδόν ή πάνω σε χαμηλά καθίσματα, ακουμπούσαν το μάγουλό τους στο στήθος και βλέποντας συνέχεια τον ομφαλό τους προσεύχονταν με το ρυθμό της αναπνοής τους, την οποία συνεχώς επιβράδυναν. Πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο έβλεπαν το λαμπρό φως που περιέβαλε το Χριστό κατά τη μεταμόρφωσή του στο όρος Θαβώρ και έρχονταν σε άμεση πνευματική επικοινωνία με το Θεό, κατακτώντας την πνευματική τελείωση.
Ο μυστικιστικός αυτός ησυχασμός δέχθηκε αιφνίδια την επίθεση ενός Έλληνα μοναχού και φιλοσόφου που ήρθε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως από την Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας, του Βαρλαάμ του Καλαβρού.
Ο Βαρλαάμ επετέθη κατά της ψυχοσωματικής μεθόδου προσευχής των μοναχών, την οποία χαρακτήρισε ειρωνικά «ομφαλοψυχία» και κατά της γνώμης των ησυχαστών ότι έβλεπαν τον Θεό. Σύμφωνα με την άποψη του Βαρλαάμ ο Θεός δεν είναι δυνατό να γίνει ορατός κατά την άκτιστη πραγματικότητα.
Στις επιθέσεις του Βαρλαάμ οι ησυχαστές απάντησαν κυρίως με το μοναχό και μετέπειτα επίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά (1296 -1359) ο οποίος έγραψε εναντίον του Βαρλαάμ εννέα πραγματείες με τον τίτλο Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων. Σε αυτές ανέπτυξε, με βάση την πατερική παράδοση, την ησυχαστική θεολογία η οποία δικαιολογούσε τη ψυχοσωματική μέθοδο προσευχής. Σύμφωνα με τον Παλαμά, το σώμα, από τη στιγμή που ο Θεός ενσαρκώθηκε, μπορεί και αυτό να λαμβάνει μέρος στην προσευχή και την πραγματικότητα της δράσης του Θεού, όχι στην ουσία του Θεού αλλά στις άκτιστες ενέργειές του. Η διδασκαλία του Παλαμά επικυρώθηκε με τρεις συνόδους στην Κωνσταντινούπολη το 1341, το 1347 και το 1351.
Η όλη κατάσταση όπως διαμορφώθηκε είχε σαν αποτέλεσμα να διχάσει τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο της εποχής, και κυρίως τους κληρικούς, σε δυο παρατάξεις, τους ησυχαστές ή παλαμιστές και τους αντιησυχαστές. Η διαμάχη κράτησε αρκετό χρόνο και έμεινε γνωστή ως Ησυχαστική έριδα.
Για τη θρησκευτική κατάσταση στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Ησυχαστικής έριδας οι πληροφορίες μας είναι λιγοστές. Ξέρουμε όμως ότι στο νησί οι αντιπαλαμιστές ανέπτυξαν σημαντική δράση και ότι εκτός από τον γνωστό Κύπριο λόγιο Γεώργιο Λαπίθη* έδρασαν και ο ιερομόναχος Αντώνιος ο Φοινίκης, ο Θεόδωρος Αουτέμης, ο ιερομόναχος Γεράσιμος κ.α.
Η επίσημη αναγνώριση των θέσεων του Γρηγορίου Παλαμά από τη σύνοδο του Ιουλίου του 1351 δεν έθεσε τέρμα στις δραστηριότητες της αντιησυχαστικής μερίδας. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις συνεχίστηκαν με τον ίδιο ζήλο και φανατισμό. Όπως και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, έτσι και στην Κύπρο η διδασκαλία του Παλαμά δεν έγινε αμέσως αποδεκτή από όλους. Στην Κύπρο οι συζητήσεις και οι διαμάχες μεταξύ των δυο παρατάξεων πρέπει να κράτησαν μέχρι και το 1371, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από επιστολή του Ιωάννη Καντακουζηνού στον επίσκοπο Καρπασέων Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Ιωάννη, ο οποίος φαίνεται ότι δεν γνώριζε πολύ καλά τη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά.
Η θρησκευτική κατάσταση στην Κύπρο τότε μας είναι γνωστή μόνο από ειδήσεις που βρίσκουμε διάσπαρτες στα διάφορα έργα των λογίων που πήραν μέρος στις συζητήσεις για τον ησυχασμό. Πρωτότυπα έργα των ιδίων των Κυπρίων λογίων από την περίοδο αυτή, που να ρίχνουν φως στην κατάσταση, δεν μας έχουν σωθεί. Πολύτιμες μαρτυρίες αντλούμε κυρίως από τις επιστολές του αντιπαλαμιστή λογίου του 14ου αιώνα Γρηγορίου Ακίνδυνου* με τον οποίο ο Γεώργιος Λαπίθης διατηρούσε αλληλογραφία. Το 1346 - 1347 ο Γρ. Ακίνδυνος γράφοντας στον Γεώργιο Λαπίθη αναφέρει αρκετούς Κυπρίους αντιπαλαμιστές, όπως τον Βαρθολομαίο, τον Κοσμά τον θαυμάσιο, τον θεσπέσιο Βλάσιο και τον λογιότατο Λέοντα, τους οποίους θα έπρεπε να έχει ο Λαπίθης ως στήριγμα και πηγή θάρρους στον αντιπαλαμισμό του. Επίσης ο Ακίνδυνος, γράφοντας στον Νικηφόρο Γρηγορά, του υπενθυμίζει ότι ο Γεώργιος Λαπίθης από την Κύπρο τον έχει παρακαλέσει να έλθει αρωγός της Ορθοδοξίας και προσθέτει ότι ο Λαπίθης κατοικεί στην πρωτεύουσα της Κύπρου όπου ο παλαμισμός έκαμνε θραύση.
Μια άλλη, από τις σπουδαιότερες, αντιπαλαμικές μορφές είναι και ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Υάκινθος*, ο οποίος αποτελεί ένα από τους συνδετικούς κρίκους της Φραγκοκρατούμενης Κύπρου προς το βυζαντινό κόσμο του 14ου αιώνα. Ο Υάκινθος πιθανότατα υπήρξε ο κύριος εισηγητής του αντιπαλαμισμού στην Κύπρο. Πριν φύγει από το νησί θα είχε ίσως φιλοδυτικές και αντιπαλαμικές ιδέες, όπως και ο Λαπίθης, ο οποίος το 1341 είχε σημαντικές επαφές με τον Βαρλαάμ και άλλες επαφές με τους Λατίνους της Κύπρου.
Ο Υάκινθος ήδη από το 1330 - 1340 ως μοναχός του μοναστηριού της Οδηγήτριας, μετέφερε στην Κύπρο βιβλία του Νικηφόρου Γρηγορά προς τον Γεώργιο Λαπίθη με αντιπαλαμικό περιεχόμενο.
Τέλος, το 1345 ο Γρηγοράς γράφει στο βασιλιά της Κύπρου Ούγο Δ' για να τον συγχαρεί γιατί δεν προσχώρησε στον παλαμισμό, πράγμα που δείχνει ότι είχε καταβληθεί κάποια προσπάθεια από τους παλαμιστές να τον πάρουν με το μέρος τους.
Οι ειδήσεις αυτές αν και είναι ελλιπείς και αποσπασματικές, μαρτυρούν την παρουσία στην Κύπρο μιας αρκετά δυναμικής ομάδας αντιησυχαστών της οποίας η δράση επεκτάθηκε και έξω από τα όρια του νησιού. Η ιδιάζουσα θέση της Κύπρου που τότε βρισκόταν υπό τους Λουζινιανούς, πρέπει να ευνόησε σημαντικά το κίνημα των αντιησυχαστών το οποίο ενισχύθηκε κατά καιρούς και από την παρουσία λογίων που ζήτησαν άσυλο στη μεγαλόνησο όπως ο μητροπολίτης Σίδης και ο Ιωάννης Κυπαρισσιώτης, ο σημαντικότερος, μετά το θάνατο του Ακίνδυνου, αντιησυχαστής θεολόγος. Ο ρόλος εξάλλου του πατριάρχη Αντιοχείας Ιγνατίου, που επίσης κατέφυγε στην Κύπρο, υπήρξε καταλυτικός για την ανάπτυξη του αντιησυχαστικού κινήματος.
Οι αντίπαλοι του Παλαμά στην Κύπρο διέθεταν αρκετή δύναμη μέχρι και το 1369. Αργότερα, το 1401, ο Μανουήλ Καλέκας γράφοντας στον Μανουήλ Ραούλ παρατηρεί ότι οι περισσότεροι Κύπριοι είχαν πάψει να ενδιαφέρονται για τον αντιπαλαμισμό.