Η μυθολογική παράδοση συνδέει το όνομα και την κτίση της Αμαθούντος με τον Άμαθο*, γιο του βασιλιά της Πάφου Αερία και εγγονό του Ηρακλή, ή με την Αμαθούσα*, μητέρα άλλου βασιλιά της Πάφου, του Κινύρα. Οι γραπτές ιστορικές πηγές κατατάσσουν την πόλη ανάμεσα στ' άλλα γνωστά αρχαία κυπριακά βασίλεια, που ιδρύθηκαν λίγο μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, γύρω στο 1050 περίπου π.Χ., και καταργήθηκαν το 310 π.Χ., αμέσως μετά την εδραίωση της πτολε-μαϊκής επικράτειας στην Κύπρο. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων και τα ταφικά μνημεία του αρχαίου αυτού κυπριακού βασιλείου, που καλύπτουν μια έκταση μεγαλύτερη των πέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, βρίσκονται στη λοφώδη παραλιακή περιοχή που συνορεύει με την ανατολική άκρη της Λεμεσού και τα νότια περίχωρα του χωριού Άγιος Τύχωνας.
Όπως και σ' όλους, ανεξαίρετα, τους άλλους κυπριακούς αρχαιολογικούς χώρους, έτσι και στην Αμαθούντα η τυμβωρυχία σε μεγάλη κλίμακα και οι ανεύθυνες ερασιτεχνικές έρευνες προηγήθηκαν για πολλά χρόνια των συστηματικών ανασκαφικών εργασιών. Κύριος στόχος των τυμβωρύχων και ερασιτεχνών ανασκαφέων ήταν η ανεύρεση χρυσών, ασημένιων, χάλκινων, μαρμάρινων, πήλινων και άλλων πολύτιμων αρχαιολογικών θησαυρών και στη συνέχεια η εκποίηση, η αγοραπωλησία και η φυγάδευσή τους στο εξωτερικό. Ένας μεγάλος αριθμός από τα εξαιρετικά δείγματα αγγειοπλαστικής, γλυπτικής, μικροτεχνίας και άλλων έργων της αρχαίας κυπριακής τέχνης, που σήμερα κοσμούν το Βρεττανικό Μουσείο, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, διάφορα άλλα Μουσεία της Ευρώπης και αρκετές ιδιωτικές αρχαιολογικές συλλογές, προέρχονται από τους αναρίθμητους συλημένους τάφους των δυο μεγάλων νεκροπόλεων και από τον κύριο χώρο της πόλης της Αμαθούντος. Ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα της Αμαθούντος, που έχουν εκπατριστεί, ξεχωριστή θέση κατέχει το τεράστιο ασβεστολιθικό αγγείο του 6ου αιώνα π.Χ., που, ύστερα από πολύμηνο περιπετειώδες ταξίδι, κατέληξε ακέραιο στην αίθουσα εκθέσεως κυπριακών αρχαιοτήτων του Μουσείου του Λούβρου. Το σημαντικότατο και μοναδικό αυτό λίθινο αγγείο, ύψους 1,85 μ. και διαμέτρου 2,20 μ., που, όπως πιστεύεται, μαζί μ' ένα άλλο πανομοιότυπό του κοσμούσαν την είσοδο του ναού της Αφροδίτης στην ακρόπολη της Αμαθούντος, πουλήθηκε το 1862 από τον τότε Τούρκο πασά της Κύπρου στη γαλλική κυβέρνηση. (Βλέπε σχετική περιγραφή του αγγείου στο λήμμα αγγειοπλαστική.
Οι δυο εκτενέστατες νεκροπόλεις της Αμαθούντος δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα λεηλασίας από το 1873 μέχρι το 1876, όταν ο περιβόητος κόμης - στρατηγός Luigi Palma di Cesnola, ανενόχλητος και με τη συγκατάθεση του Τούρκου πασά της Κύπρου, έσκαψε εκατοντάδες τάφους κι όλα τα πλούσια κτερίσματά τους μεταφέρθηκαν στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Παρόμοια συμφορά και απογύμνωση είχαν υποστεί τα ταφικά μνημεία της Αμαθούντος και το 1893 με την ανασκαφή άλλων πολυάριθμων τάφων στην ανατολική κυρίως νεκρόπολη από το Βρεττανικό Μουσείο και την οικειοποίηση όλων των ευρημάτων.
Οι μεθοδικές ανασκαφικές έρευνες στον κύριο αρχαιολογικό χώρο της πόλης και ιδιαίτερα στη δυτική νεκρόπολή της έγιναν στη δεκαετία του 1930 από την πρώτη σουηδική αρχαιολογική αποστολή στην Κύπρο υπό τη διεύθυνση του Einar Gjerstad. Παρόλο που οι περισσότεροι τάφοι στη δυτική νεκρόπολη είχαν συληθεί στο παρελθόν, οι ανασκαφικές αυτές έρευνες είχαν σαν αποτέλεσμα την αποκάλυψη αρκετών άλλων άθικτων λαξευτών τάφων με μεγάλες ποσότητες πήλινων αγγείων και ειδωλίων, χάλκινων αντικειμένων και νομισμάτων, χρυσών, ασημένιων και χάλκινων κοσμημάτων, πήλινων λύχνων, μαρμάρινων και ασβεστολιθικών σαρκοφάγων, επιτύμβιων στηλών και διαφόρων άλλων αντικειμένων. Οι περισσότεροι από τους ανασκαφέντες λαξευτούς τάφους είναι μονοθάλαμοι με επίπεδο δάπεδο, επίπεδες ή κυρτές στέγες, κάθετες ή καμπυλόσχημες πλευρές, ορθογώνια στόμια, μικρούς επικλινείς ή βαθμιδωτούς δρόμους και είχαν χρησιμοποιηθεί για μια ή περισσότερες ταφές. Εκτός από τους απλούς λαξευτούς τάφους βρέθηκαν και μερικοί συλημένοι μνημειακοί τάφοι με περίτεχνους νεκρικούς θαλάμους, ολότελα χτισμένους από επιμελημένους πελεκητούς ασβεστόλιθους. Ένας από τους μνημειακούς αυτούς τάφους σώζεται ακέραιος μπροστά από τη δυτική πλευρά της αυλής του «Amathus Beach Hotel» και πολύ κοντά στον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού.
Πέντε άλλοι παρόμοιοι συλημένοι μνημειακοί, κτιστοί ή ημίκτιστοι τάφοι, που βρέθηκαν σταδιακά στη διάρκεια της ανέγερσης των ξενοδοχείων ή τουριστικών διαμερισμάτων «Trans Hotel», «White Arches», «Αδώνια», «Αβενίτα» και «Λιμόνια», σκάφτηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων από το 1980 μέχρι το 1983. Παράλληλα με αυτούς, στην ίδια περιοχή και στην ίδια χρονική περίοδο, σκάφτηκαν άλλοι 237 λαξευτοί τάφοι, πανομοιότυποι με τους λαξευτούς τάφους που είχαν ανασκαφεί από τη σουηδική αρχαιολογική αποστολή. Μπροστά στην αυλή του συγκροτήματος διαμερισμάτων «White Arches», εκτός από το μεγάλο κτιστό τάφο με τους δυο συνεχόμενους νεκρικούς θαλάμους και το βαθμιδωτό δρόμο, το 1981 αποκαλύφθηκαν και σκάφτηκαν συστηματικά από τον γράφοντα τα κατάλοιπα μεγάλου κυκλικού περιβόλου από κτιστούς συμμετρικούς πελεκητούς ασβεστόλιθους, που περικλείει μικρό ομοίωμα ναΐσκου, και δίπλα απ’ αυτό το γήινο δάπεδο και μέρος των πλινθόκτιστων τοιχωμάτων ορθογώνιας πυρός. Το όλο σύμπλεγμα, που πιθανό να σχετίζεται με ειδικό οικοδόμημα λατρευτικού χαρακτήρα στο κέντρο της δυτικής νεκρόπολης της Αμαθούντος, έχει συντηρηθεί και προστατευθεί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Τα αρχιτεκτονικά αυτά κατάλοιπα και η πλειονότητα των μέχρι σήμερα ανασκαφέντων τάφων στην Αμαθούντα χρονολογούνται στην Κυπρο-Αρχαϊκή Εποχή (650-475 περίπου π.Χ.). Αρκετοί άλλοι λαξευτοί τάφοι είναι αρχαιότεροι και ανάγονται στην Κυπρο-Γεωμετρική Εποχή (950-650 περίπου π.Χ.).
Από το 1975 το Τμήμα Αρχαιοτήτων άρχισε τη συστηματική ανασκαφική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης της Αμαθούντος υπό τη διεύθυνση του εφόρου του Κυπριακού Μουσείου Μιχαήλ Λουλλουπή. Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα των ανασκαφών, που έχουν περιοριστεί στη λεγόμενη «Κάτω Πόλη», είναι η αποκάλυψη μεγάλου δημόσιου κτιρίου με κεντρική πλακόστρωτη αυλή, η οποία στη βόρεια πλευρά καταλήγει σε τέσσερα, σκαλοπάτια και στο κρηπίδωμα ενός άλλου κτιρίου, ενώ στη νότια πλευρά πλαισιώνεται από μια στοά με κιονοστοιχία και με σειρά ομοιόμορφων δωματίων - καταστημάτων, που άνοιγαν σ' αυτή. Το όλο σύμπλεγμα του αποκαλυφθέντος κτιρίου πιθανότατα αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αγοράς της «Κάτω Πόλης» της Αμαθούντος. Ανάμεσα στα πολυάριθμα κινητά ευρήματα, εκτός από τα αρχιτεκτονικά μέλη, περιλαμβάνονται κομμάτια και κεφαλές ασβεστολιθικών αγαλμάτων, το άγαλμα του Αιγύπτιου Θεού Bes, χάλκινα νομίσματα, πληθώρα κεραμεικών οστράκων, έργα μικροτεχνίας, μετάλλινα και διάφορα άλλα αντικείμενα.
Η επέκταση των ανασκαφών στην ανατολική νεκρόπολη κοντά στο μικρό λαξευτό ναό της Αγίας Βαρβάρας έφερε στο φως μικρή πεντάκλιτη κοιμητηριακή βασιλική των Πρωτοχριστιανικών Χρόνων με αψίδες, ψηφιδωτά δάπεδα και υπολείμματα τοιχογραφιών. Κάτω από το δάπεδο της βασιλικής σκάφτηκαν μερικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι και έξω από το βόρειο κλίτος βρέθηκαν δυο λίθινες σαρκοφάγοι με πολλές ταφές. Δυτικά της βασιλικής μια μικρή πλακόστρωτη αυλή οδηγεί σε μεγάλο κτιριακό συγκρότημα με δεκαεπτά δωμάτια, δυο μεγάλες υδατοδεξαμενές, διαδρόμους και εγκατάσταση ελαιοτριβείου, από το οποίο σώζεται η μυλόπετρα και το δωμάτιο του πιεστηρίου.
Στην ίδια νεκρόπολη, ανάμεσα σε μερικούς λαξευτούς τάφους αποκαλύφθηκαν και τρεις μεγάλοι κτιστοί τάφοι με ορθογώνιους νεκρικούς θαλάμους, επίπεδη, σαμαρωτή και αετωματοειδή (τριγωνική) στέγη αντίστοιχα, επιμελημένες προσόψεις με μεγάλα ορθογώνια στόμια και με επίπεδους ή επικλινείς δρόμους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχιτεκτονική του ορθογώνιου νεκρικού θαλάμου ενός από τους τρεις τάφους, ο οποίος, εκτός από την έντεχνη αετωματοειδή στέγη του, έχει και δεύτερο, εσωτερικό, κτιστό δρόμο με καμαροσκεπή οροφή, δυο ακροσόλια, από ένα στην κάθε πλευρά, κτιστό κλιμακοστάσιο με είσοδο, μπροστά από την οποία υπάρχει ο μεγάλος εξωτερικός δρόμος, κτιστός και επίπεδος αλλά υπαίθριος. Όλοι οι τάφοι χρονολογούνται στην Κυπρο-Αρχαϊκή Εποχή.
Στη διάρκεια του 1964 και του 1965 στον κεντρικό χώρο των ερειπίων της πόλης το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του εφόρου Αρχαίων Μνημείων Αθανασίου Παπαγεωργίου, έσκαψε τη μεγάλη τρίκλιτη Πρωτοχριστιανική, που φαίνεται να συνέχισε την ύπαρξή της και μετά την καταστροφή της πόλης στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. από τις αραβικές επιδρομές.
Παράλληλα με τις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων συνεχίζονται, κάθε καλοκαίρι, οι ανασκαφές της αρχαιολογικής αποστολής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στην ακρόπολη της Αμαθούντος, στο ψηλότερο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, που άρχισαν το 1976 υπό τη συνδιεύθυνση των Pierre Aupert και Antoine Hermary. Η σημαντικότερη ανακάλυψη των επιπρόσθετων αυτών ανασκαφικών ερευνών είναι το κτιριακό συγκρότημα του ιερού της Αφροδίτης, που σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά και αρχαιολογικά δεδομένα κτίστηκε στις αρχές των Ελληνιστικών Χρόνων και στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Περιόδου επεκτάθηκε και συμπληρώθηκε με τη κτίση του μεγάλου ναού της θεάς. Στη διάρκεια της ανασκαφικής περιόδου του 1984 αποκαλύφθηκε η είσοδος του ρωμαϊκού ναού, που αποτελείται από μνημειακή κλίμακα, με πέντε σκαλοπάτια, η οποία καταλήγει σε πλακόστρωτο δάπεδο. Στη νότια πλευρά του ιερού αποκαλύφθηκε μεγάλος αποθέτης με αρκετά αφιερώματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι πήλινα αγγεία και μικρά ασβεστολιθικά αγάλματα των Αρχαϊκών κυρίως και Κλασσικών Χρόνων. Το ιερό της Αφροδίτης στην ακρόπολη της Αμαθούντος γειτονεύει με το αμυντικό λιθόκτιστο τείχος της πόλης από το οποίο σώζονται ακόμη αρκετά τμήματα με ίχνη τετράγωνων πύργων σε κανονικά διαστήματα. Μέρος του ίδιου τείχους, που αναμφίβολα συνέχιζε και γύρω από το φυσικό λιμάνι της πόλης, σώζεται και σ’ ένα σημείο της παραλίας.
Στην κορυφή της ακρόπολης και συγκεκριμένα στο βόρειο άκρο της, οι ανασκαφές της γαλλικής αποστολής έφεραν στο φως και τα κατάλοιπα τρίτης Πρωτοχριστιανικής βασιλικής στην Αμαθούντα που χρονολογείται στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για μικρό τρίκλιτο εκκλησιαστικό οικοδόμημα του οποίου το δάπεδο στο κεντρικό κλίτος είναι επιστρωμένο με πολύχρωμο Opus Sectile.
Σύμφωνα με την παράδοση, που διασώθηκε μέχρι και τους Ρωμαϊκούς Χρόνους, στην ακρόπολη της Αμαθούντος, εκτός από το ναό της Αφροδίτης, υπήρχαν και άλλοι δυο ναοί αφιερωμένοι στον Άδωνι και τον Ηρακλή. Τα κατάλοιπά τους όμως δεν έχουν ακόμη επισημανθεί. Η ίδια παράδοση αναφέρεται και στην ύπαρξη ιερού άλσους έξω από τα τείχη της πόλης όπου οι φιλόξενες και ευσεβείς γυναίκες της Αμαθούντος εκήδευσαν την Αριάδνη*, γυναίκα του Έλληνα μυθικού ήρωα Θησέα, που, ενώ πήγαινε στην Αθήνα, πέθανε κοντά στην πόλη τους.
Διάφορες επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες, που προέρχονται από τον αρχαιολογικό χώρο της πόλης, αναφέρονται και σε μερικά ονόματα Αμαθουσίων βασιλέων, του Τιμώνακτα, του Ζώτιμου, του Λύσανδρου και του Ροίκου, που η βασιλεία τους εντάσσεται στον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. Οι ίδιες πηγές αναφέρονται επίσης και στο όνομα του Ανδροκλή, που πολέμησε μαζί με το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην πολιορκία και κατάληψη της Τύρου το 332 π.X. και έχασε μάλιστα το πολεμικό του πλοίο. Με τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών ελπίζεται και η ανακάλυψη των ανακτόρων των Αμαθουοίων βασιλέων, που τα αρχαιολογικά τους κατάλοιπα θα χύσουν περισσότερο φως στην ιστορία και τον πολιτισμό του αρχαίου αυτού παραλιακού κυπριακού βασιλείου.
Το αρχαίο λιμάνι της Αμαθούντος: Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών διεξήγαγε υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφή στον χώρο του αρχαίου λιμανιού της Αμαθούντος, υπό τη διεύθυνση του Ζαν- Υβ Αμπερέρ (Jean -Yves Empereur) για τρεις συνεχείς ανασκαφικές περιόδους (1984, 1985, 1986). Αποτέλεσμα ήταν η λεπτομερής αποτύπωση και η ακριβής χρονολόγηση του λιμανιού, ενός από τα καλύτερα διατηρημένα τεχνητά λιμάνια της Αρχαιότητας.
Το λιμάνι της Αμαθούντος κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα (Ελληνιστικά χρόνια) κι αποτελούσε ένα μεγαλόπρεπο έργο. Η επιφάνεια που καλύπτει η εσωτερική του λεκάνη ξεπερνά τα 50 στρέμματα. Το λιμάνι ήταν κτιστό με τρεις βραχίονες (αποβάθρες). Κτίστηκαν από κατεργασμένους τεράστιους ογκόλιθους (βάρους άνω των 3 τόνων ο καθένας), που πολλοί από αυτούς διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Το κτίσιμο έγινε με τη βοήθεια ειδικού γερανού ο οποίος προχωρούσε προοδευτικά πάνω στον βραχίονα που είχε ήδη κτιστεί. Η είσοδος του λιμανιού βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία του και σχημάτιζε ένα είδος στενού «λαιμού» που επέτρεπε τη διέλευση ακόμη και καραβιών μεγάλης χωρητικότητας.
Καλύτερα διατηρημένος είναι ο εξωτερικός βραχίονας του λιμανιού (παράλληλος προς τη στεριά) που πιστεύεται ότι ήταν ενισχυμένος στα δυο του άκρα με ισχυρούς πύργους (εκ των οποίων ο αριστερός -κοιτάζοντας από την ακτή- δέσποζε της εισόδου του λιμανιού.
Στο μέσο περίπου της λεκάνης αποκαλύφθηκε μια γραμμή ακτής με σειρά από βυθισμένα πηγάδια γεμάτα αγγεία του 6ου - 7ου μ.Χ. αιώνα. Τούτο αποδεικνύει ότι κατά την εποχή εκείνη το επίπεδο της θάλασσας είχε κατέλθει σημαντικά. Στη συνέχεια η στάθμη της θάλασσας ανυψώθηκε, καλύπτοντας τα πάντα σε βάθος 1 μέτρου νερού, περίπου.
Βρέθηκε κι αριθμός αγγείων της εποχής της κατασκευής του λιμανιού (περιλαμβανομένων ακεραίων αμφορέων και λύχνων), ένα θαυμάσιο μετάλλινο στεφάνι και άλλα αντικείμενα.
Το λιμάνι είχε χρησιμοποιηθεί για σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, γιατί η ροή νερών της βροχής από τον λόφο όπου βρισκόταν η ακρόπολη της Αμαθούντος, παρέσυρε χώματα και πέτρες που προκάλεσαν ταχεία επίχωσή του.
Νεότερες ανακαλύψεις στην «Κάτω Πόλη»: Οι ανασκαφές στη λεγόμενη «Κάτω Πόλη» (στα ανατολικά της ακρόπολης και περίπου απέναντι από το αρχαίο λιμάνι), συνεχίστηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση του Μιχ. Λουλλουπή. Αποτέλεσμα των ανασκαφών ήταν η αποκάλυψη της αγοράς της πόλης, που περιελάμβανε τεράστια τετράγωνη πλακόστρωτη αυλή και μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα ολόγυρα, με στοές και κιονοστοιχίες. Στα βορειοδυτικά της αγοράς απεκαλύφθησαν δυο υδατοδεξαμενές εκ των οποίων η δεύτερη είναι μεταγενέστερη, που κτίστηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια πάνω σε τμήμα της προηγούμενης. Πιστεύεται ότι η δεύτερη αυτή υδατοδεξαμενή κτίστηκε όταν ο χώρος της αγοράς χρησιμοποιήθηκε μερικώς μετά τις καταστροφές από τις αραβικές επιδρομές των μέσων του 7ου μ.Χ. αιώνα.
Κοντά στις υδατοδεξαμενές αποκαλύφθηκε ένα κτιστό «λαγούμι» και κλιμακωτός δρόμος που προφανώς συνέδεε την αγορά με την ακρόπολη.
Στα ανατολικά της αγοράς, και πέρα από την ανατολική της στοά, αποκαλύφθηκε ολόκληρο συγκρότημα λουτρών. Μεταξύ της στοάς και των λουτρών υπήρχε στενός δρόμος με λιθόστρωτο και καλυμμένο υπόνομο στη μέση, με κατεύθυνση Β - Ν. Το συγκρότημα των λουτρών έχει τετράγωνο σχήμα χωριζόμενο σε δυο τμήματα, στο ψυχρό και στο θερμό. Μεταξύ τους υπάρχουν το ημίθερμο διαμέρισμα, η υδατοδεξαμενή του ζεστού νερού, ο χώρος του λέβητα και ο φούρνος. Υπήρχε επίσης βαθύ κτιστό πηγάδι. Σώζονται και διάφορα τμήματα πήλινων αγωγών νερού.
Στον χώρο των λουτρών βρέθηκαν και διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη από παραπλήσια κτίρια (κιονόκρανα δωρικού ρυθμού, τμήματα τριγλύφων, σπόνδυλοι αρράβδωτων κιόνων κλπ.). Βρέθηκαν επίσης 212 συνολικά χάλκινα νομίσματα, μικρών κυρίως αξιών, όπως και χρυσά και χάλκινα κοσμήματα, καρφίτσες από ελεφαντόδοντο κ.α. αντικείμενα.
Οι ανασκαφές στην «Κάτω Πόλη» συνεχίστηκαν κατά τα τελευταία χρόνια από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί και να διερευνηθεί πλήρως ο χώρος της αγοράς της πόλης καθώς και του συγκροτήματος των λουτρών στην ανατολική της πλευρά. Έγιναν επίσης εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης τμημάτων και κιόνων του χώρου αυτού.
Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 1994, ενώ γίνονταν εργασίες διάνοιξης αγωγού για το αποχετευτικό σύστημα της Λεμεσού, ανακαλύφθηκε τυχαία μία μεγάλη υπόγεια λαξευτή σήραγγα, πλάτους περίπου δύο μέτρων και ύψους επίσης δύο μέτρων περίπου, και μήκους πέραν των 30 μέτρων. Η σήραγγα έχει κατεύθυνση κάθετη προς την ακτή και εκτείνεται μέχρι τον χώρο της αγοράς της Αμαθούντος («Κάτω Πόλη»). Δεν έχει ακόμη εξαχθεί ένα τελικό συμπέρασμα ως προς την χρησιμότητα της «διόδου» αυτής, που ίσως σχετιζόταν με το όλο σύστημα άμυνας και οχυρώσεων της πόλης. Μέσα στην σήραγγα βρέθηκαν, πάντως, πολλά κινητά αντικείμενα, που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό αγαλματιδίων και πήλινων ειδωλίων, σπασμένα μέλη αγαλμάτων, αγγεία, νομίσματα και κατάλοιπα από πυρές. Η προκαταρκτική εξέταση των ευρημάτων αυτών τα τοποθετεί χρονολογικά στον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα. Ο μεγάλος αριθμός λατρευτικών ειδωλίων και αγαλματιδίων που έχουν βρεθεί, καθώς και τα ίχνη πυράς, οδηγούν στην εντύπωση ότι ίσως επρόκειτο για υπόγειο (μυστηριακό;) λατρευτικό χώρο, ή ίσως απλώς για υπόγεια κρύπτη που ίσως εχρησιμοποιείτο σε περιπτώσεις κινδύνου. Τελικά συμπεράσματα δεν έχουν πάντως ακόμη εξαχθεί.
Νεότερες ανασκαφές στην ακρόπολη της Αμαθούντος: Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών συνέχισε τις ανασκαφικές της εργασίες στην ακρόπολη της Αμαθούντος, όπου κι ανασκάφηκε πλήρως ο μεγάλος ναός της Αφροδίτης. Στη συνέχεια εντοπίστηκε, κι ερευνήθηκε μερικώς, μεγάλο κτιριακό συγκρότημα που πιθανώς ήταν το βασιλικό ανάκτορο. Μεταξύ άλλων εντοπίστηκαν μεγάλη αποθήκη (μέρος του υποτιθέμενου ανακτόρου), εργαστήριο κατεργασίας χαλκού κι ένας φούρνος. Ένα δωμάτιο συνεχόμενο με το εργαστήριο ήταν γεμάτο από είδη κεραμικής. Στη νοτιοανατολική γωνία της αποθήκης βρέθηκε μια σκάλα.
Μεταξύ των κινητών ευρημάτων περιλαμβάνονται αρκετά θραύσματα από ασβεστολιθικά αγαλματίδια, τα περισσότερα πολύχρωμα (σφίγγες, ανθρώπινες μορφές και ζώα), πολλά όστρακα μελανόμορφης και ερυθρόμορφης αττικής κεραμικής και μερικά άθικτα ακόσμητα αγγεία. Βρέθηκαν επίσης αγγεία κυπριακής κατασκευής με εγχάρακτα σύμβολα του τοπικού συλλαβάριου. Η ύπαρξη αγγείων από την Ελλάδα, αλλά κι από περιοχές χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, φανερώνει τις στενές εμπορικές σχέσεις της Αμαθούντος.
Τέλος, στη βόρεια πλαγιά της ακρόπολης βρέθηκε τμήμα του τείχους της, ενώ κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών βρέθηκαν και πολλοί τάφοι στο δυτικό νεκροταφείο της αρχαίας πόλης.
Από τα μέχρι σήμερα αποκαλυφθέντα ταφικά μνημεία, τα ορατά κατάλοιπα του φυσικού λιμανιού και τ' άλλα αρχιτεκτονικά λείψανα της Αμαθούντος, είναι ευλογοφανές ότι η πόλη ήταν ένα από τα σημαντικότερα παραλιακά εμπορικά κέντρα του νησιού στο οποίο οι Φοίνικες έστρεψαν ιδιαίτερα την προσοχή τους και εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια της περσικής κυριαρχίας. Παρόλο που η πόλη καταστράφηκε επανειλημμένα από τους σεισμούς του 4ου αιώνα μ.Χ. και από τις αραβικές επιδρομές των μέσων του 7ου αιώνα μ.Χ., κατόρθωσε ωστόσο να επιζήσει μέχρι τον 12ο αιώνα. Το τελικό χτύπημα δέχτηκε από τους σταυροφόρους του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, που την κατέλαβαν και την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το 1191 μ.Χ.
Μεταξύ του 1988 και του 1997 συνεχίστηκαν οι ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Thierry Petit, που επικεντρώθηκαν κυρίως στον αποκαλυφθέντα χώρο που ονομάστηκε «Ανάκτορο». Η ανακάλυψη, το 1989 και το 1992 αριθμού αφιερωμάτων στο βορειοδυτικό άκρο του χώρου, όπως ειδώλια, αγαλματίδια, ασβεστολιθικά ζωγραφιστά θυμιατήρια σε μορφή σφίγγας, ειδώλια μικρών παιδιών που πρέπει να ήσαν βοηθοί σε ναούς, και ακόμη ειδώλια γαϊδουριών, αλόγων με αναβάτες, πλοίων κλπ., οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο χώρος στα βορειοδυτικά του συγκροτήματος αποθηκών του «Ανακτόρου» ήταν λατρευτικός.
Όσο για το ίδιο το Ανάκτορο, φάνηκε ότι επρόκειτο για συγκρότημα από πολλά οικοδομήματα και δωμάτια, που περιελάμβαναν διάφορες αίθουσες αλλά και αποθηκευτικούς χώρους. Διάφορα άλλα κινητά ευρήματα σχετίζονταν κυρίως με την οικιστική ζωή του Ανακτόρου, όπως αμφορείς, κυπριακοί αλλά και εισαγμένοι, κύπελλα «περσικού» τύπου κ.α. Όσο για την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του Ανακτόρου, φάνηκε ότι, σύμφωνα προς τους ανασκαφείς, είχε δεχθεί επεμβάσεις σε τρεις διαδοχικές φάσεις, που διαφοροποίησαν την αρχική του μορφή. Η τρίτη και τελευταία φάση έγινε περί το 500 π.Χ., ενώ η αρχική οικοδόμηση του Ανακτόρου υπολογίστηκε ότι έγινε πιθανότατα κατά την Κυπρο-Γεωμετρική ΙΙΙ Β περίοδο, δηλαδή κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Είναι το δεύτερο ανακτορικό οικοδόμημα που αποκαλύπτεται στην Κύπρο, μετά το γνωστό Ανάκτορο στο Βουνί, παρά την πόλη των Σόλων. Από αρχιτεκτονικής πλευράς, τα δύο οικοδομήματα παρουσιάζουν πολλές διαφορές αλλά και κάποιες ομοιότητες.
Στο μεταξύ, σχετικά με το τεράστιο σε διαστάσεις λίθινο αγγείο της Αμαθούντος, που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι και αποτελεί το μεγαλύτερο λίθινο αγγείο που βρέθηκε παγκοσμίως, σημειώνεται ότι: Έχει κατασκευασθεί ακριβές αντίγραφο αυτού του αγγείου, που τοποθετήθηκε στην αρχική θέση του πρωτοτύπου, δηλαδή στην είσοδο του μεγαλοπρεπούς ναού της Αφροδίτης, στην κορυφή της Ακρόπολης της Αμαθούντος.