Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Κύπρος

Image

Μετανάστες από την Κύπρο βρίσκονταν εγκατεστημένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) και ιδίως στις ανατολικές περιοχές της χώρας, τουλάχιστον από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ακολούθησαν τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ευρώπη προς τη χώρα αυτή που είχαν αρχίσει αρκετά πιο πριν και που ακόμη συνεχίζονταν. Οι Κύπριοι μετανάστες της πρώτης γενιάς, όπως και πάρα πολλοί από την Ελλάδα, ήσαν φτωχοί και, εν πολλοίς, ανειδίκευτοι εργάτες που έφυγαν από την πατρίδα τους εξαιτίας των συνθηκών και με την προοπτική των καλυτέρων δυνατοτήτων και του πλουτισμού, κι εργάζονταν ως μάγειροι, εργάτες, εστιάτορες κλπ. Οι επόμενες γενιές (τα παιδιά και κυρίως τα εγγόνια τους αλλά και άλλοι που πήγαν στις ΗΠΑ πολύ αργότερα) σταδιοδρόμησαν σε διάφορους κλάδους της επιστήμης και αρκετοί σήμερα διαπρέπουν ιδιαίτερα σε τομείς όπως η ιατρική, η φυσική, η πυρηνική φυσική, τα γράμματα (καθηγητές Πανεπιστημίων), ακόμη και η πολιτική. Σε διάφορα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ σπούδασαν και /ή μετεκπαιδεύτηκαν ή και εξακολουθούν να σπουδάζουν Κύπριοι φοιτητές. Μεταξύ εκείνων που σπούδασαν στις ΗΠΑ ήταν και ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριος Γ' (Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, 1946-48).

 

Πέρα από τις πιο πάνω σχέσεις της Κύπρου με τις ΗΠΑ, πολιτικές σχέσεις άρχισαν λίγο μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επεξέτειναν τα πολιτικοστρατιωτικά τους ενδιαφέροντα στην Ευρώπη και στην ανατολική Μεσόγειο όπου απέκτησαν ποικίλα συμφέροντα. Ως ηγέτιδα δύναμη της Δύσης (όπου σε πολλούς τομείς αντικατέστησαν τη Μεγάλη Βρετανία) οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμειγνύονταν ενεργά, άμεσα ή έμμεσα, στα διάφορα ζητήματα, πολιτικά, στρατιωτικά και άλλα, που υφίσταντο ή δημιουργούνταν στην Ευρώπη. Η ενεργός ανάμειξή τους στον ελληνικό χώρο άρχισε κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου (λίγο μετά τη λήξη του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου) και μέχρι το 1950 οι ΗΠΑ αντικατέστησαν τη Μεγάλη Βρετανία σχεδόν ολοκληρωτικά στην κηδεμόνευση της Ελλάδας η οποία, για τις επόμενες δυο δεκαετίες, εξαρτάτο σχεδόν ολοκληρωτικά από τις ΗΠΑ τόσο οικονομικά όσο και πολιτικοστρατιωτικά. Την ίδια εξάρτηση από τις ΗΠΑ είχε και η Τουρκία.

 

Από το 1950 το Κυπριακό άρχισε να διεθνοποιείται και να γίνεται πρόβλημα μεγάλων διαστάσεων, που άρχισε ν’ απασχολεί διάφορα κράτη και, βέβαια, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τότε, αλλά ιδιαίτερα από τον Οκτώβριο -Δεκέμβριο του 1952 όταν έκανε μια μεγάλη περιοδεία στις ΗΠΑ, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ' είχε κινητοποιήσει τους ομογενείς στις Ηνωμένες Πολιτείες (στους οποίους περιλαμβάνονται κυρίως οι κατά πολύ υπέρτεροι και ισχυροί Ελλαδίτες, το λεγόμενο ελληνικό λόμπι και οι μεγάλες οργανώσεις του) στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας της Κύπρου αρχικά και αργότερα στον αγώνα για την κατοχύρωση των δικαίων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Περίοδος πριν την ανεξαρτησία: Κατά την περίοδο πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου δεν υπήρχαν άμεσες αναμείξεις των Ηνωμένων Πολιτειών στο Κυπριακό ζήτημα γιατί η Κύπρος αποτελούσε αποικία της Μεγάλης Βρετανίας η οποία και χειριζόταν το θέμα. Σ' αυτή την περίοδο ο ρόλος των ΗΠΑ περιοριζόταν κυρίως σε υποστήριξη των θέσεων της Μεγάλης Βρετανίας, και μέσα στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και μέσα στα πλαίσια του NATO, και με πιέσεις προς την Ελλάδα. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις η επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών υπέρ των αγγλικών θέσεων ήταν καταστροφική για τις ελληνικές, υπέρ της Κύπρου, προσφυγές στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

 

Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος (1960) το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών αυξήθηκε. Η Κύπρος δεν αποτελούσε πια βρετανική αποικία που ελεγχόταν από το Λονδίνο και σαν ανεξάρτητη Δημοκρατία -και παρά τις δεσμεύσεις- πιθανό ν' ακολουθούσε πορεία που να μην ταυτιζόταν πλήρως προς τα υπεραυξημένα πλέον συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Έτσι, τα πρώτα βήματα του νέου κράτους παρακολουθούνταν με προσοχή.

 

Ωστόσο, οι ασφυκτικές δεσμεύσεις των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, που είχαν επιβληθεί στον κυπριακό λαό, δεν άφηναν πολλά περιθώρια ομαλής εξέλιξης των πραγμάτων και λειτουργίας του Κυπριακού κράτους και τούτο φαίνεται ότι είχε γίνει κατανοητό από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζων Κέννεντυ*, μετά τις συνομιλίες που είχε στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο του 1962 με τον Κύπριο πρόεδρο Μακάριο. Όμως ο Κέννεντυ σύντομα δολοφονήθηκε και ο διάδοχός του Λύντον Τζόνσον* δεν είδε, κατά τις μελλοντικές εξελίξεις, με την αυτή συμπάθεια το πρόβλημα της Κύπρου.

 

Άμεση ανάμιξη των ΗΠΑ στο κυπριακό: Από το τέλος του 1963 και εξής, το Κυπριακό άρχισε πάλι ν' απασχολεί σοβαρότατα τα διάφορα ενδιαφερόμενα κράτη εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων στο νησί που ήσαν συνέπεια της ανταρσίας των Τουρκοκυπρίων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν βέβαια άμεση ανάμειξη στο όλο ζήτημα, που πήγαζε από το ενδιαφέρον τους:

(α) για τη διατήρηση της συμπαγούς συνοχής του NATO το οποίο επηρεαζόταν σοβαρά αφού η κυπριακή κρίση έφερε αντιμέτωπες δυο συμμάχους - χώρες - μέλη του, την Ελλάδα και την Τουρκία,

(β) για τον έλεγχο της κατάστασης, που μπορούσε να δημιουργήσει γενικότερη σύρραξη στην περιοχή,

(γ) για την επίλυση του Κυπριακού στα πλαίσια είτε του NATO είτε του δυτικού συνασπισμού γενικότερα, ώστε ν' αποφευχθεί ενεργός ανάμειξη άλλων κρατών, και ιδίως της Σοβιετικής Ένωσης, στις εξελίξεις.

 

Το 1964, κι ενώ ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ανέλαβε τη διερεύνηση των πιθανοτήτων για μια λύση του Κυπριακού με δικό του μεσολαβητή, τον Σακάρι Τουομιόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν την πρωτοβουλία να αναπτύξουν παράλληλη δική τους προσπάθεια και η Ουάσιγκτον διόρισε κι άλλο μεσολαβητή, τον Ντην  Άτσεσσον*. Ο τελευταίος, αν και δεν έγινε αποδεκτός από την κυπριακή κυβέρνηση που επέμενε σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη, υπέβαλε ωστόσο τις εισηγήσεις του στα μέσα του 1964. Αρχικά η ελληνική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου* φάνηκε πρόθυμη να συζητήσει το σχέδιο Άτσεσσον, λίγο όμως αργότερα το απέρριψε ακολουθώντας το παράδειγμα του προέδρου Μακαρίου.

 

Μέσα στον ίδιο χρόνο, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Λύντον Τζόνσον απέτρεψε τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο με αυστηρότατο διάβημά του προς την Τουρκία και τοποθέτηση του Έκτου Αμερικανικού Στόλου της Μεσογείου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου. Πιο πριν είχε εκδηλωθεί κοινή αγγλοαμερικανική πρωτοβουλία για αντιμετώπιση της κρίσης στην Κύπρο, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ έστειλε αντιπροσώπους του στην Αθήνα και στην Άγκυρα τον τότε Αμερικανό διοικητή του NATO στρατηγό Λέμνιτσερ και στη Λευκωσία τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζωρτζ Μπωλ*. Ο τελευταίος υπέβαλε στον πρόεδρο Μακάριο δυο σχέδια, στις 12 και 13 Φεβρουαρίου του 1964, που μεταξύ άλλων προνοούσαν για αποστολή κι εγκατάσταση ειρηνευτικής δύναμης από δυτικές χώρες στην Κύπρο. Η έντονη αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης στις πρωτοβουλίες αυτές των ΗΠΑ, ενίσχυσε τη διαπραγματευτική θέση του Μακαρίου και τελικά η ειρηνευτική δύναμη που ανέλαβε υπηρεσία στην Κύπρο από το 1964, σχηματίστηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και δρα κατ' εντολή και με την ευθύνη του. Η αποστολή του Τζωρτζ Μπωλ, που ουσιαστικά στόχευε στην κατάργηση ή υποκατάσταση της κυπριακής κυβέρνησης και υπαγωγή της Κύπρου στην κηδεμονία του NATO, απέτυχε. Όμως από τότε η Ουάσιγκτον άρχισε να θεωρεί τον πρόεδρο Μακάριο ως «μη σταθερό παράγοντα», δηλαδή ως μη υπάκουο και πρόθυμο «υπήκοο». Μάλιστα από την εποχή αυτή άρχισαν και οι μυστικές αμερικανικές προσπάθειες για παραμερισμό του Μακαρίου και αντικατάστασή του. Σαν αντικαταστάτη του, οι Αμερικανοί προτίμησαν αρχικά τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα κι οι μυστικές τους υπηρεσίες εργάστηκαν προς την κατεύθυνση αυτή. Στα μέσα του 1964 ο Γρίβας ήλθε στην Κύπρο (παρά τη χλιαρή αντίδραση της Τουρκίας) κι ανέλαβε τη στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων, αλλά μέχρι το τέλος του 1967 οπότε ανεκλήθη, δεν κατόρθωσε ν’ απειλήσει σοβαρά τον Μακάριο.

 

Στα μέσα του 1964, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέβαλαν μια ακόμη προσπάθεια για διευθέτηση του Κυπριακού, κι ο Αμερικανός πρόεδρος προσκάλεσε στην Ουάσιγκτον τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας Γεώργιο Παπανδρέου και Ισμέτ Ινονού, με τους οποίους είχε χωριστές διαβουλεύσεις. Βάση των αμερικανικών εισηγήσεων απετέλεσαν οι προτάσεις του Ντην Άτσεσσον. Η άρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να υποκύψει στις πιέσεις των Αμερικανών για «κλείσιμο» του Κυπριακού, σήμανε και την αρχή των αμερικανικών ενεργειών για παραμερισμό του.

 

Η συνεχιζόμενη κρίση στην Κύπρο έδωσε στη Σοβιετική Ένωση τη δυνατότητα για ενεργότερη ανάμειξη στις εξελίξεις της περιοχής, πράγμα που ανησυχούσε ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενώ στις 5 Μαρτίου 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου λάμβανε σοβιετική πρόσκληση να επισκεφθεί επίσημα τη Μόσχα, οι ΗΠΑ αντέδρασαν και μέσω του πρεσβευτή τους στην Αθήνα Λαμπουίς, υπέβαλαν νέο σχέδιο ειρήνευσης στην Κύπρο που εισηγείτο εκεχειρία 6 μηνών και εφαρμογή μέτρων που θα εξυπηρετούσαν στην αποκατάσταση του γοήτρου της Τουρκίας. Η κυπριακή κυβέρνηση, που ενημερώθηκε με επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Αμύνης Στ. Κωστόπουλου στην Κύπρο (21 Μαρτίου 1965), δέχθηκε κατ' αρχήν τις αμερικανικές προτάσεις με ελαφρές τροποποιήσεις.

 

Ενώ η κρισιμότητα παρέμενε και το Κυπριακό αποτελούσε βασικό θέμα συζητήσεων στα Ηνωμένα Έθνη και σε άλλους διεθνείς κύκλους, σταδιακά οι συγκρούσεις στην Κύπρο σταμάτησαν αλλά παρέμεινε ο διαχωρισμός των δυο κοινοτήτων. Με διάφορους ελιγμούς ο πρόεδρος Μακάριος κατόρθωσε να επιβιώσει, όχι όμως και ο Γεώργιος Παπανδρέου, που ήλθε σε ρήξη με το παλάτι (το οποίο είχε πολλές διασυνδέσεις με τους Αμερικανούς) και παραιτήθηκε στις 15 Ιουλίου 1965. Ακολούθησε μια περίοδος σοβαρής πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, όχι χωρίς την ανάμειξη των Αμερικανών, που τελικά οδήγησε στην επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967. Οι στρατιωτικοί που απετέλεσαν την ηγεσία της ελληνικής χούντας και που διατήρησαν την εξουσία στη χώρα μέχρι και τον Ιούλιο του 1974 όταν πια ολοκληρώθηκε η κυπριακή τραγωδία, ήσαν άνθρωποι απόλυτα πιστοί στους Αμερικανούς.

 

Ο Σάυρους Βανς στην Κύπρο: Μια νέα κρίση που οδήγησε και πάλι στα πρόθυρα πολέμου, σημειώθηκε στην Κύπρο τον Νοέμβριο του 1967 και ξεκίνησε από τα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος (βλέπε λήμμα Κοφίνου κρίση). Οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν και πάλι άμεσα, κυρίως με την αποστολή του Σάυρους Βανς*, προσωπικού απεσταλμένου του προέδρου Τζόνσον. Η κρίση τερματίστηκε μέχρι το τέλος του χρόνου.

 

Το 1968 άρχισαν συνομιλίες μεταξύ εκπροσώπων των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Ο διάλογος, αν και προχωρούσε με αργό ρυθμό, είχε την υποστήριξη όλων. Στην Ουάσιγκτον, στις 25 Οκτωβρίου 1970, ο πρόεδρος Μακάριος είχε συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Νίξον* και τον τότε προεδρικό σύμβουλο Χένρυ Κίσσιγκερ* που συνέστησαν «αμοιβαίες υποχωρήσεις» για επίτευξη ειρηνικής λύσης του Κυπριακού. Παρά την αντίθεση της κυπριακής κυβέρνησης, που διαφωνούσε ριζικά στον υποβιβασμό του Κυπριακού ζητήματος σε ελληνοτουρκική διαφορά, πρωτοβουλίες ανέπτυσσε και το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών που συνομιλούσε κατά καιρούς με την Άγκυρα, εντός και εκτός των πλαισίων του NATO.

 

Στο διάστημα που ακολούθησε, κι ενώ ο διακοινοτικός διάλογος προχωρούσε με αρκετά εμπόδια και μερικά αδιέξοδα, νέα κρίση άρχισε στην Κύπρο με τη σύσταση της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β' που ίδρυσε ο στρατηγός Γρίβας ο οποίος ήλθε για τρίτη φορά, μυστικά, στο νησί. Το προετοιμαζόμενο πραξικόπημα του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών κατά του προέδρου Μακαρίου (σχέδιο «Σφενδόνη»*) που προγραμματίστηκε για το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου 1972, ματαιώθηκε γιατί πληροφορίες είχαν διαρρεύσει και γίνει γνωστές στην κυπριακή κυβέρνηση. Μεταξύ των βασικών ενεργειών της τελευταίας για πρόληψη του πραξικοπήματος, ήταν και διάβημά της, μέσω του τότε προέδρου της Βουλής Γλαύκου Κληρίδη*, προς τον Αμερικανό πρέσβη στη Λευκωσία Ντέιβιντ Πόππερ, ο οποίος κι επικοινώνησε αμέσως με τον πρόεδρο Νίξον. Ο Νίξον, προέβη σε διαβήματα προς τον αρχηγό του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών Γεώργιο Παπαδόπουλο*, μέσω του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην ελληνική πρωτεύουσα Χένρυ Τάσκα. Στο όλο πραξικοπηματικό σχέδιο ήταν αναμεμειγμένος και ο στρατηγός Γρίβας που βρισκόταν στο κτίριο της ελληνικής πρεσβείας στη Λευκωσία.

 

Ο ρόλος των ΗΠΑ στα γεγονότα του 1974: Μέσα στο 1972 όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να ασκούν πιέσεις προς την Αθήνα για επιτάχυνση της λύσης του Κυπριακού, που το συνέδεαν άμεσα με τις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της Μέσης Ανατολής, και οι παρεμβάσεις τους, καθώς και παράλληλες παρεμβάσεις του NATO, εντάθηκαν. Παράλληλα εντάθηκε στην Κύπρο και η παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β' καθώς και των οργάνων της ελληνικής χούντας και κυρίως των Ελλαδιτών αξιωματικών που διοικούσαν την Εθνική Φρουρά. Η βία στην Κύπρο κλιμακώθηκε και κορυφώθηκε κατά το 1973. Το Νοέμβριο του χρόνου αυτού ανατράπηκε στην Ελλάδα ο δικτάτορας Παπαδόπουλος και την εξουσία ανέλαβε ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης*. Ο τελευταίος ανέλαβε και την ηγεσία της ΕΟΚΑ Β' στην Κύπρο, μετά το θάνατο του στρατηγού Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 και λίγο αργότερα, στις 15.7.1974, προχώρησε στη διενέργεια του πραξικοπήματος που ανέτρεψε τον πρόεδρο Μακάριο. Μέσα στην ίδια εβδομάδα (20.7.1974) άρχισε η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών τόσο στο πραξικόπημα όσο και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Δεν είναι όμως δυνατό ν' αποδεχθούμε ότι δυο χώρες πλήρως εξαρτώμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες από κάθε άποψη, χρησιμοποιώντας μάλιστα και αμερικανικό στρατιωτικό υλικό, η Ελλάδα και η Τουρκία, ήταν δυνατό να προβούν σε τέτοιες σοβαρότατες ενέργειες στην Κύπρο, χωρίς την αμερικανική συγκατάθεση ή και ενθάρρυνση.

 

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, εξάλλου, οι βασικότερες ενέργειες της Ουάσιγκτον και του ιδίου του πανίσχυρου υπουργού των Εξωτερικών Χένρυ Κίσσιγκερ, που εκδηλώθηκαν με την εσπευσμένη αποστολή στην Αθήνα και στην Άγκυρα του Τζόζεφ Σίσκο, δεν αποσκοπούσαν στον τερματισμό ή τον περιορισμό της τουρκικής εισβολής στο νησί, αλλά κυρίως στην αποφυγή γενικότερης σύγκρουσης Ελλάδας - Τουρκίας και στην «ομαλή» αντικατάσταση της ελληνικής χούντας από πολιτική ηγεσία της εμπιστοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Πράγματι, την ηγεσία της χώρας ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής* που τα προηγούμένα 11 χρόνια ζούσε στο Παρίσι. Σ' ό,τι αφορούσε τις εξελίξεις στην Κύπρο, αυτή τη φορά η Ουάσιγκτον προτίμησε ν' αφήσει την πρωτοβουλία στην αγγλική κυβέρνηση. Η τελευταία οργάνωσε αμέσως διάσκεψη των αναμεμειγμένων μερών στη Γενεύη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η τουρκική στρατιωτική εισβολή ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1974.

 

Μετά τη μεγάλη τραγωδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν επανειλημμένα σημαντική ανθρωπιστική υλική και οικονομική βοήθεια προς την Κύπρο. Παράλληλα όμως το ισχυρό ελληνικό λόμπι κινήθηκε δραστήρια και κατόρθωσε να επιβάλει, μέσω του Κογκρέσου των ΗΠΑ, στρατιωτικό «εμπάργκο» προς την Τουρκία επειδή η χώρα αυτή είχε παράνομα χρησιμοποιήσει αμερικανικά όπλα για να επιτεθεί κατά της Κύπρου. Το «εμπάργκο» αυτό ίσχυε, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ να το ακυρώσει, μέχρι το 1978. Ακυρώθηκε μόνο μετά το θάνατο του Μακαρίου και με τη σιωπηρή ανοχή της ελληνικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που τελικά άφησε εκτεθειμένους τους ηγέτες του ελληνικού λόμπι των ΗΠΑ.

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δοκίμασαν και πάλι να προωθήσουν κάποια λύση του Κυπριακού -με βάση τα νέα δεδομένα της τουρκικής εισβολής- με κυριότερες ενέργειές τους την αποστολή του προεδρικού απεσταλμένου Κλαρκ Κλίφφορντ* τον Φεβρουάριο του 1977, την υποβολή (μαζί με τον Καναδά και τη Μεγάλη Βρετανία) του γνωστού ως αμερικανικού σχεδίου* τον Νοέμβριο του 1978 και την υποστήριξη ενεργειών και προτάσεων των γενικών γραμματέων του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ* και Πέρεζ ντε Κουεγιάρ*.

 

Γενικότερα, μπορεί να λεχθεί ότι η Κύπρος θεωρείται ότι βρίσκεται γεωγραφικά σε μια πολύ ευαίσθητη κι εκρηκτική περιοχή του κόσμου που εμπίπτει στη «σφαίρα επιρροής» των Ηνωμένων Πολιτειών. Τούτο, από μια άποψη εξηγεί τις συνεχείς επίσημες, παρασκηνιακές και μυστικές αναμείξεις των Ηνωμένων Πολιτειών στις κυπριακές εξελίξεις, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ έχουν τεράστιο ποσοστό ευθύνης για την κυπριακή τραγωδία.

 

Εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με την Κύπρο. Διαθέτουν στο νησί τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς, λειτουργούν πολιτιστικό κέντρο στη Λευκωσία και κατά καιρούς χρησιμοποιούν τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Βρετανών για δικούς τους σκοπούς. Η Κύπρος δέχεται επίσης από τις ΗΠΑ ποικίλη οικονομική βοήθεια.

 

Ο αριθμός των Κυπρίων που διαμένουν σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζεται γύρω στις 30-40.000. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς βρίσκονται στη μητροπολιτική περιφέρεια Νέας Υόρκης. Οι υπόλοιποι είναι διασκορπισμένοι σε άλλες περιοχές. Η κυπριακή παροικία των Ηνωμένων Πολιτειών αντιπροσωπεύεται από την Κυπριακή Ομοσπονδία Αμερικής η οποία ιδρύθηκε το 1951. Σ' αυτήν είναι ενταγμένα πολλά σωματεία (Παγκύπριος Αθλητικός Όμιλος, Ένωση Κυπρίων Αμερικής, Ένωση Κυπρίων Καλιφόρνιας κ.α.).

 

Οι Κύπριοι των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν αναπτύξει έντονη εθνική δράση, ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, με πορείες διαμαρτυρίας, άλλες εκδηλώσεις, επαφές με μέλη του Αμερικανικού Κογκρέσου, και παροχή ποικίλης υλικής βοήθειας για την ανακούφιση των προσφύγων και των άλλων παθόντων της κυπριακής τραγωδίας. Η δράση τους ανεπτύχθη σε στενή συνεργασία με τις δυναμικές ελληνοαμερικανικές οργανώσεις.

 

Ανάμεσα στους Κυπρίους που διέπρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι και ο Ευγένιος Ρωσσίδης, που υπηρέτησε από τη θέση του υφυπουργού Οικονομικών. Κυπριακής καταγωγής είναι και ο κυβερνήτης της Φλόριδας, Τσάρλι Κρίστ.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image