Καθώς ἡ ἑορτή προχωρεῖ πρός τό τέλος,
τό εὒθυμον πνεῦμα λιγοστεύει βαθμηδόν.
Στήν ἀρχή ὡστόσο ἐγυάλιζαν τά μάτια
καί τά κρύσταλλα μέ λάμψην ἰδιαίτερη.
Λυπεῖσαι, βέβαια, διότι ἀνεπαισθήτως
ἐσώθη ἡ χαρά
διότι οἱ εὐχάριστες στιγμές
δέν διαρκοῦν ἐπ’ ἂπειρον.
Ἀλλ’ ἐάν ἐργάζεσαι τό Σαββατόβραδο
ἢ κατ’ ἂλλον τρόπον, ἡ εὐχαρίστησις
σέ εἶναι ἀνέφικτη,
καθώς ἀποσύρεσαι ἀργά καί ἀντηχοῦν τά βήματα
βαριά μέσα εἰς τόν ἒρημο δρόμο,
δέν λυπεῖσαι πλέον γιά τήν τρυφή
πού σέ διέφυγε
σκεπτόμενος ὃτι οὕτως ἢ ἂλλως
τέτοιαν ὣρα θά ἦτο τελειωμένη.
Καί βυθίζεσαι ὁλοένα στήν ἐρημιά τοῦ δρόμου
Μᾶλλον εὒθυμος καί ἀνάλαφρος.
Δέν εἶχες χαράν
τῆς ὁποίας νά πενθήσεις τό τέλος.
Αντώνης Ηλιάκης