Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναμύω »

Ρήμα

Σημασία:

μόλις ανοίγω τα βλέφαρά μου λόγω νύστας.

Ετυμολογία:

ανά+ αρχ. μύειν=κλείνω