Πλατιά μάλλινη ή μεταξωτή ζώνη, μεγάλου μήκους, που περιτυλίγεται στη μέση, καλύπτοντας το πάνω άνοιγμα της βράκας όπου δημιουργούνται σούρες από τη βρακοθηλειά. Ταυτόχρονα η ζώστρα συγκρατεί και το πουκάμισο, ενώ προσδίδει στον βρακοφόρο και κομψότητα επειδή σφίγγεται στη μέση.
Βλέπε λήμμα: Βράκα
Η ζώστρα, που λέγεται και ζωνάριν (το) συνηθέστατα είναι μαύρου χρώματος επειδή κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας δεν επιτρεπόταν στους Ραγιάδες η χρήση ποικίλων χρωματισμών στις ενδυμασίες τους γιατί οι χρωματισμοί στις ενδυμασίες ήσαν σύμβολα κοινωνικών τάξεων ή και αξιωμάτων. Ωστόσο η ζώστρα μπορούσε, σε αρκετές περιπτώσεις, να είναι κόκκινου χρώματος ή και άλλων χρωματισμών.
Στη ζώστρα τοποθετούνται το πουγγί και το μαχαίρι.
Βλέπε λήμμα: Οθωμανοκρατία- λαϊκή τέχνη και πολιτισμός
Σε παλαιότερες εποχές, το να άφηνε κάποιος τη ζώστρα της βράκας του να σέρνεται, εθεωρείτο ένδειξη ότι προκαλούσε σε καβγά. Εάν κάποιος άλλος αποδεχόταν την πρόκληση σε καβγά, καθιστούσε τούτο γνωστό, λέγοντας σ' εκείνον που προκαλούσε, τη φράση: πκιάσε πάνω την ζώστραν σου.
Η ονομασία ζώστρα προέρχεται από την αρχ. ζωστήρ (ο).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια