Τα γεγονότα των Χριστουγέννων του 1963 προκάλεσαν φόβο και ανασφάλεια στην Ελληνική κυβέρνηση ότι επίκειται τουρκική επέμβαση στην Κύπρο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να αποστείλει κρυφά στο νησί τον Οκτώβριο του 1964 μια μεραρχία με 8.500 χιλιάδες άνδρες με 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων. Η μυστική κάθοδος της μεραρχίας, ωστόσο ήταν γνωστή στους εμπλεκόμενους. Στρατιώτες και οπλίτες ξεκίνησαν να φθάνουν κατά ομάδες στην Κύπρο από τις 17 Απριλίου 1964 ακτοπλοϊκά ως απλοί πολίτες και στη συνέχεια μετάβαιναν στους χώρους συγκέντρωσης τους. Η μετάβαση της μεραρχίας ολοκληρώθηκε ως τις 20 Οκτωβρίου 1964.
Τον Αύγουστο το 1964 είχε απορριφθεί το σχέδιο Ατσεσον από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με ταυτόχρονη απόδοση τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Καρπασία.
Η αποστολή της Μεραρχίας αποφασίστηκε με στόχο τη διασφάλιση της άμυνας της Κύπρου από πιθανή τούρκικη εισβολή. Ωστόσο τόσο σε στρατιωτικό όσο και πολιτικό επίπεδο είχε κάποιες αδυναμίες, όπως: α) Η μη ύπαρξη αντιαεροπορικής κάλυψης την καθιστούσε ευάλωτη, β) Έδινε την εντύπωση στην Τουρκία, πως η Ελλάδα επιχειρούσε να την περικυκλώσει, γ) Δημιουργούσε την εντύπωση πως η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν προ των πυλών.
Η μυστική κάθοδος της μεραρχίας, ωστόσο ήταν γνωστή σε όλους. Τόσο η Αμερική όσο και η Βρετανία, ηθελαν διά της μεραρχίας, να στείλουν το μήνυμα ότι ελέγχουν τον Μακάριο, ο οποίος είχε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με την ΕΣΣΔ και φοβόντουσαν μήπως μετατραπεί σε «Κάστρο της Μεσογείου», ενώ επιπλέον πίστευαν ότι θα απέτρεπε μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη.
Βλέπε: Η Ελληνική Μεραρχία και Ξένες Δυνάμεις
Τα γεγονότα του 1964
Το βράδυ της 5ης Αυγούστου 1964 ξεκίνησαν και πάλι συγκρούσεις μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Η Κυπριακή εθνοφρουρά κατέλαβε τα υψώματα του Λωροβούνου και ετοιμάζονταν να καταλάβει τα Κόκκινα στο βόρειο τμήμα του νησιού. Η Τουρκία αντέδρασε και ξεκίνησε αεροπορικές επιδρομές, οι οποίες κόστισαν τη ζωή σε 55 ελληνοκύπριους, ενώ μοίρα του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τα Κυπριακά χωρικά ύδατα. Τελικά, η κρίση εκτονώθηκε με επέμβαση των αμερικανών οι οποίοι φοβήθηκαν τυχόν επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Σάιρους Βανς, ορίζεται ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Τζόνσον με κύρια αποστολή του την αποφυγή ελληνοτουρκικής σύρραξης. Η κρίση τα επόμενα τρία χρόνια φαίνότανα να εκτονώνεται. Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την Κυπριακή Κυβέρνηση και οργανώθηκαν πολιτικά στους λεγόμενους Τ/κ θύλακες. Οι Ελληνοκύπριοι μέσα από μονομερή αλλαγή του Συντάγματος επικαλούμενοι το δίκαιο της ανάγκης, ανέλαβαν τον πλήρη έλεγχο και διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Επιχείρηση Κοφίνου» τον Νοέμβριο του 1967.
Η κρίση στο Κυπριακό αναζωπυρώθηκε με την Κρίση στο χωριό Κοφίνου 24 χλμ. νοτιοδυτικά της Λάρνακας, κοντά στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. Οι Τουρκοκύπριοι στην περιοχή ελέγχονταν από τον τοπικό διοικητή Τσιετίν, που ανήκε στην παραστρατιωτική τουρκική οργάνωση ΤΜΤ. Η Κοφίνου έλεγχε τον οδικό άξονα Λευκωσίας-Λεμεσού και τουρκοκυπριακές δυνάμεις εμπόδιζαν την οδική κυκλοφορία. Το φθινόπωρο του 1967 ένοπλοι Τουρκοκύπριοι έστησαν ενέδρα για να παρεμποδίσουν την κυκλοφορία οχημάτων. Η κυπριακή αστυνομία αντέδρασε και επιχείρησε περιπολίες στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με ένοπλους Τουρκοκυπρίους. Η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να επιστρατεύσει το στρατηγό Γρίβα, τότε αρχηγό της Εθνικής Φρουράς (ΑΣΔΑΚ) για να τους αφοπλίσει. Η κινητοποίηση όμως, από πλευράς Γρίβα, ισχυρότατων στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον μίας, όπως αποδείχθηκε, ολιγομελούς ομάδας ενόπλων, ερμηνεύθηκε ως «φιάσκο». Στις 14 Νοεμβρίου 1967 δυνάμεις των ελληνοκυπρίων με επικεφαλής τον Γρίβα Διγενή μπήκαν στο Τουρκοκυπριακό χωριό Αγίου Θεοδώρου, με τις συγκρούσεις να γενικεύονται την επόμενη 15 Νοεμβρίου 1967. Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν στις 15 Νοεμβρίου το χωριό της Κοφίνου. Ο απολογισμός των συγκρούσεων ήταν τραγικός. Σκοτώθηκαν συνολικά 24 Τουρκοκύπριοι, 9 τραυματίστηκαν και περίπου 1.000 έμειναν άστεγοι. Ανάμεσα στα θύματα, ήταν και γυναικόπαιδα. Από ελληνοκυπριακής πλευράς, ένας στρατιώτης έχασε τη ζωή του.
Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα απειλώντας με στρατιωτική επέμβαση και ο ΟΗΕ ζήτησε από την Λευκωσία να σταματήσει αμέσως τις επιχειρήσεις. Οι ελληνικές δυνάμεις επέστρεψαν στις αρχικές τους θέσεις. Ωστόσο στην Τουρκία γίνονταν μαζικές διαδηλώσεις εναντίον των ελληνοκύπριων, ενώ τουρκικές εφημερίδες σε δημοσιεύματα τους, τόνιζαν ότι η εισβολή είναι θέμα χρόνου. Οι Τούρκοι ζητούσαν την άμεση αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας, αφενός και του Γρίβα αφετέρου.
Παράλληλα η Τουρκία επιθυμούσε την άμεση διάλυση της εθνοφρουράς.
ΟΙ ΗΠΑ επενέβησαν άμεσα με στόχο να αποτρέψουν μια ελληνοτουρκική σύγκρουση. Ο υφυπουργός άμυνας Σάιρους Βανς ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η αμερικανική συμβιβαστική πρόταση βρήκε ανικανοποίητη την τουρκική πλευρά, που ζητούσε την απομάκρυνση του ελληνικού Στρατού από την Κύπρο, την ανάκληση του Στρατηγού Γρίβα και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Στην ουσία επρόκειτο για τελεσίγραφο καθώς ο αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, Στρατηγός Τουράλ, δήλωνε ξεκάθαρα ότι θα γίνει απόβαση στην Κύπρο αν δεν γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις της Τουρκίας.
Μέσω του υπουργού Εξωτερικών του καθεστώτος της Χούντας Παναγιώτη Πιπινέλη έκανε αμέσως δεκτό το αίτημα της Άγκυρας. Στις 19 Νοεμβρίου 1967 ο Στρατηγός Γρίβας έπαιρνε το αεροπλάνο για την Αθήνα. Από τα τέλη του 1967, άρχισε σταδιακά και η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1968. (Βλέπε Βίντεο),
Το μόνο που κατάφερε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν να μην διαλυθεί η Εθνική Φρουρά.
Οι ευθύνες
Σε μια αποκαλυπτική συζήτηση στην βουλή για τον «Φάκελο της Κύπρου» στις 21 Δεκεμβρίου 1986, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου τόνισε από το Βήμα της Βουλής: «Η επιχείρηση εκείνη (της Κοφίνου), διετάχθη από το Αρχηγείο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, από το ελληνικό επιτελείο και καθοδηγείτο κυριολεκτικά κάθε μέρα από την Αθήνα. Ο Μακάριος και η κυβέρνηση της Κύπρου, τελούσαν σε πλήρη άγνοια. Αποτέλεσε μια πράγματι μεγάλη πρόκληση προς την Τουρκία. Έγιναν και σφαγές και λεηλασίες. Ο Μακάριος διαμαρτυρήθηκε γιατί η κυβέρνησή του είχε παραμερισθεί. Αλλά όταν η Εθνοφρουρά εξεκένωσε τα χωριά Κοφίνου και Άγιοι Θεόδωροι, έντεχνα η χουντική προπαγάνδα έριξε την ευθύνη στον Μακάριο».
Στο θέμα αναφέρθηκε στη συνέχεια και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: «Κι επακολούθησε το δράμα των επεισοδίων Κοφίνου, τα οποία ορθά περιέγραψε ο πρωθυπουργός. Εγώ θα προσθέσω ότι ίσως ήταν η αντίδραση της δικτατορίας και του Σπαντιδάκη, που ήθελαν να κινήσουν την υπόθεση δυναμικά μετά την ήττα την οποία είχαν υποστεί (στις συνομιλίες του Έβρου, τον Σεπτέμβριο του 1967) και τον εξευτελισμό από τους Τούρκους και έτσι δημιούργησαν τα επεισόδια Κοφίνου, τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στους Τούρκους να εκβιάσουν. Και εξεβίασαν επιτυχώς. Είναι μια πτυχή που πρέπει να ερευνηθεί γιατί από κει για μένα αρχίζει η τραγωδία της Κύπρου».
Αλευρομάγειρος
Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Αλευρομάγειρος, σε επιστολή του στην εφημερίδα Φιλελεύθερος, 1/4/2019 έγραψε για το παρασκήνιο της αποχώρησης της Ελληνικής Μεραρχίας:
Στις 15 Νοεμβρίου 1967 η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γρίβα επιτέθηκε εναντίον του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου και του τουρκικού τομέα του μεικτού χωριού Άγιος Θεόδωρος, που μαζί με το τουρκοκυπριακό χωριό Μαρί σχημάτιζαν θύλακο, πρόξενο μεγάλων προβλημάτων στην περιοχή. Ο Γρίβας ενήργησε με εντολή της κυπριακής Κυβέρνησης και με την ανεπιφύλακτη έγκριση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας και του υπουργού Άμυνας, Γρηγορίου Σπαντιδάκη. Η στρατιωτική επιχείρηση στην Κοφίνου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 22 Τούρκοι, προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδραση της Τουρκίας, η οποία μεταξύ άλλων απαίτησε την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και του Γρίβα από την Κύπρο και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Σε περίπτωση άρνησης της Ελλάδας να συμμορφωθεί, η Τουρκία απειλούσε με εισβολή στην Κύπρο και επίθεση στον Έβρο. Για να αποσοβήσει πόλεμο μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον έστειλε στην περιοχή τον Αμερικανό αξιωματούχο Σάιρους Βανς. Αυτός στις 23 Νοεμβρίου 1967 εγκαινίασε σειρά επαφών με την τουρκική και την ελληνική Κυβέρνηση κάνοντας αρχή από την Άγκυρα. Η Κυβέρνηση που σχηματίστηκε αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Κόλια που διόρισε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, με υπουργό Προεδρίας τον ηγέτη του πραξικοπήματος Γεώργιο Παπαδόπουλο, και με τους επίσης στρατιωτικούς πραξικοπηματίες Γρηγόριο Σπαντιδάκη, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο σε τρία άλλα νευραλγικά υπουργεία, ανέθεσε τη διαπραγμάτευση με τον Βανς στον Παναγιώτη Πιπινέλη, διαπρεπή διπλωμάτη, έμπιστο του ΝΑΤΟ, που είχε διατελέσει και υπηρεσιακός πρωθυπουργός το 1963. Ο Πιπινέλης, στον οποίο η χούντα στήριξε πολλές ελπίδες ότι θα μπορούσε να τη βγάλει από τη διεθνή απομόνωση και από την εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της κρίσης της Κοφίνου, είχε διοριστεί υπουργός Εξωτερικών στις 20 Νοεμβρίου 1967. Στο μυαλό του είχε πρυτανεύσει η σκέψη ότι έπρεπε να αποφευχθεί οπωσδήποτε ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος και η διάλυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό, όταν ο Σάιρους Βανς εκόμισε από την Άγκυρα ένα σχέδιο το οποίο είχε επεξεργαστεί ο εκεί Αμερικανός πρέσβης Πάρκερ Χαρτ με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Ιχσάν Τσαγκλαγιαγκίλ και στο οποίο υιοθετούνταν όλες οι τουρκικές απαιτήσεις με ασήμαντα ανταλλάγματα προς την Ελλάδα, ο Πιπινέλης το δέχτηκε.
Στις 29 Νοεμβρίου 1967 το σχέδιο εγκρίθηκε και από την ελληνική Κυβέρνηση με τη σύμφωνη γνώμη και των τεσσάρων χουντικών στρατιωτικών που μετείχαν σ’ αυτήν. Μόνο ο Σπαντιδάκης πρόβαλε στην αρχή ισχυρές αντιρρήσεις αλλά δεν επέμεινε ως το τέλος.
Αμερικανικά απόρρητα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι στην αποδοχή του σχεδίου αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν επίσης ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Σ’ όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων με τον Βανς η ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε την παραμικρή διαβούλευση με τον Μακάριο, ούτε ο Μακάριος είχε οποιαδήποτε συνεργασία με την ελληνική Κυβέρνηση. Σύμφωνα μάλιστα με αμερικανικά απόρρητα έγγραφα ο Μακάριος αρνήθηκε να δεχτεί υποδείξεις του Μπέλτσιερ, Αμερικανού πρέσβη στην Κύπρο, να διευκολύνει την ελληνική Κυβέρνηση να αποσύρει τη Μεραρχία ζητώντας ο ίδιος από αυτή να το πράξει, για να αποφευχθεί εισβολή στην Κύπρο και γενικότερος ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια