Ζώδιο, δαιμόνιο ή φάντασμα που δυνατό να παίρνει διάφορες μορφές, στοιχειό. Στην Κύπρο επικρατούσε η αντίληψη ότι σε κάθε σπίτι ή άλλο κτίσμα, ή ακόμη και σε ερημικές τοποθεσίες και σπηλιές, κατοικούσε κι ένα ζώδκιον. Πρβλ. και το γνωστό ποίημα του Δημήτρη Λιπέρτη Ἡ γιαλλούρα:
...Τοῦτον ἐν πλάσμαν, ττακκουρᾶ
– Οὔσσου πκιόν τζ'αί φοοῦμαι.
Μέν τζ' ἔν τό ζώδκιον τοῦ σπιδκιοῦ,
τοῦ γέρημου τ' ἀλακαδκιοῦ.
Βρίξε πκιόν τζ' ἔν τζ'οιμοῦμαι...
Στην περίπτωση του πιο πάνω αποσπάσματος, υπονοείται ότι το ζώδκιον του συγκεκριμένου σπιτιού κατοικούσε στο γέρημον (=εγκαταλειμμένο) αλακάτιν, δηλαδή στον νερόλακκο.
Υπάρχουν πολλές κυπριακές παραδόσεις για τα ζώδκια, μάλιστα μια απ' αυτές υποστηρίζει ότι από ένα ζώδκιον -φάντασμα - δράκοντα που κατοικούσε σε μια σπηλιά, πήραν την ονομασία τους τα χωριά Κάτω και Πάνω Ζώδια.
Πολλές είναι οι παραδόσεις που κυκλοφορούσαν παλαιότερα σε ολόκληρη την Κύπρο και ομιλούσαν για εμφανίσεις και δραστηριότητες στοιχειών, αρκετές δε από αυτές δεν ανάγονται απλώς και μόνον στη σφαίρα της φαντασίας και του θρύλου.
Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες τέτοιες εμφανίσεις ζώδκιων εμαρτυρούντο από δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπων, κάποτε μάλιστα και από όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους μερικών χωριών. Μάλιστα, υπάρχουν και μαρτυρίες όπου τέτοιες εμφανίσεις δεν ήσαν σύντομες και φευγαλέες αλλά διαρκούσαν και για πολλές ημέρες, ή ακόμη, κάποτε, και για πολλά χρόνια. Στο γνωστό «Χρονικόν της Λύσης» (στο οποίο συνοπτικά καταγράφονται γεγονότα από το 1800 κ.ε.), απαντάται μία καταγραφή στο έτος 1841, που έχει ως εξής:
...Ετούτον τον χρόνον εφάνην εις την Πυρκάν (=στο χωριό Πυρκά), το ζώδκιον του λάκκου ως το μάκρος του ανθρώπου και τρίχαν του καμήλου και εστάθην μισήν ώραν και είδαν το ούλοι...
Σύμφωνα, λοιπόν, προς την μαρτυρία αυτή, εμφανίστηκε για μισή ώρα το «ζώδκιον του λάκκου», που είχε μάκρος όσο το ύψος ενός ανθρώπου και είχε τρίχωμα παρόμοιο με της καμήλας και «το είδανε όλοι». Δυστυχώς δεν δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες για να μπορέσουμε να εικάσουμε ως προς το τι ακριβώς ήταν εκείνο το «ζώδκιον» που, από το ύφος της καταγραφής, φαίνεται ότι ήταν κάτι που δεν είχε εμφανιστεί μία μόνο φορά αλλά και άλλες πιο πριν. Από την καταγραφή προκύπτει, εξάλλου, ότι επρόκειτο για κάτι το οποίο πολλοί άνθρωποι είχαν δει.
Μεταξύ των παλαιών αφηγήσεων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία, σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού, όπου μία οικογένεια χωρίς δικά της παιδιά βρήκε ένα πρωί στην αυλή του σπιτιού της ένα «στοιχειό» σε βρεφική ηλικία: ήταν μαυριδερό, είχε μικρή ουρά και άλλα «χαρακτηριστικά» που το έκαναν να ομοιάζει με «καλικάντζαρο», πλην όμως οι «καλικάντζαροι» εμφανίζονται μόνο κατά τα Δωδεκάμερα. Η οικογένεια κράτησε και ανάθρεψε εκείνο το «ζώδκιον», που μάλιστα όταν μεγάλωσε απεδείχθη και εξαίρετος δουλευτής στα κτήματά της. Αυτό το ανθρωποειδές έζησε στο συγκεκριμένο χωριό για 20 περίπου χρόνια, πριν εξαφανιστεί ξαφνικά, χωρίς πλέον να ακούσει κανένας τίποτα νεότερο για εκείνο. Η ιστορία αυτή συνέβη, σύμφωνα προς την αφήγηση, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για παιδί που γεννήθηκε με αλλοιωμένα και τερατώδη χαρακτηριστικά, το οποίο οι γονείς του εγκατέλειψαν στο σπίτι στο οποίο βρέθηκε. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι όταν γεννιόνταν τέτοια παιδιά, συνήθως καίγονταν στην πυρά ή θανατώνονταν με άλλους τρόπους αμέσως μετά την γέννησή τους, διότι θεωρούνταν «στοιχειά» ή και ενσαρκώσεις του Διαβόλου.
Πάντως σε παλαιότερες εποχές υπήρχε η πεποίθηση ότι «ζώδκια» κατοικούσαν σε κάθε ερείπιο, σε κάθε παλαιό κτίσμα, σε ξέφωτα του δάσους, σε λάκκους νερού, σε βουνοκορφές, σε χαράδρες κλπ. Για αρκετές περιπτώσεις υπήρχε απλώς ο θρύλος, για άλλες υπήρχαν και μαρτυρίες που επέμεναν ότι όντως κάτι υπήρχε, χωρίς όμως να προσδιορίζεται με ακρίβεια αυτό το κάτι. Οι διάφοροι θρύλοι γεννιούνταν, βεβαίως, όχι τυχαίως. Αρκετές φορές βασίζονταν σε φαινόμενα είτε ασυνήθιστα, είτε όχι. Σε παλαιά χαλάσματα για παράδειγμα, ή και σε πηγάδια ή απόκρημνους βράχους, συνηθίζουν να φωλιάζουν τα «αθρωποπούλια» (Tyto alba, της οικογένειας των Γλαυκομόρφων), που είναι μεγάλες κουκουβάγιες. Κατά την εποχή των ερώτων τους, τα πουλιά αυτά αφήνουν κρωγμούς που ομοιάζουν με ροχαλητό ή βογγητό ανθρώπων που ακούγεται μόνο την νύκτα. Την ημέρα, που τα πουλιά δεν βλέπουν, όταν αισθανθούν την παρουσία ανθρώπου προσπαθούν να τον απομακρύνουν φοβίζοντάς τον με έναν περίεργο ήχο. Τέτοιες περιπτώσεις δημιουργούν την εντύπωση ότι κάποια σπίτια ή κάποια άλλα μέρη είναι «στοιχειωμένα», υπάρχει δηλαδή σ' αυτά κάποιο «στοιχειό» ή «ζώδκιον». Το 1994 οι Τούρκοι της κατεχόμενης Αμμοχώστου άκουγαν, για πολλές νύκτες, «βογγητά» από τα μεσαιωνικά τείχη της πόλης, πράγμα που τους προκάλεσε φόβο και γέννησε πολλές εικασίες.
Πηγή