Ηρωίδα μακρού αφηγηματικού ποιήματος με ερωτικό περιεχόμενο, του οποίου παραλλαγές έχουν δημοσιευθεί με τους τίτλους «Ἡ Ζωγραφοῦ» (Ξεν. Φαρμακίδης, Κύπρια Ἔπη, Λευκωσία, 1926, σ. 96 102), «Τό τραούδιν της Ζωγγραφοῦς» (Σ. Μενάρδος, Λαογραφία 8,1921, σσ. 181-200. Τοπωνυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται, Λευκωσία, 1970, σσ. 348-364) και «Τραούδιον τῆς Ζωγραφοῦς ή τῆς Συρκάνας καί τοῦ Τσιτσεκλῆ» (Θ. Παπαδοπούλλου, Δημώδη Κυπριακά Ἄσματα..., Λευκωσία, 1975, σσ. 205-210).
Το ποίημα ανάγεται στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, η υπόθεσή του είναι ρομαντική (κατάκτηση της ωραίας κόρης), διαδραματίζεται στην περιοχή των χωριών της Λεμεσού Σιλίκου, Άγιος Γεώργιος, Μονάγρι και Κελλάκι και ενσωματώνει στοιχεία και μοτίβα από διάφορους κύκλους των κυπριακών δημοτικών τραγουδιών. Το έργο όπως διασώζεται στις γνωστές παραλλαγές φέρει τη σφραγίδα της τέχνης των ποιητάρηδων. Ο άγνωστος ποιητής σεβάστηκε τα πλείστα στοιχεία γλώσσας και περιεχομένου από το έργο που είχε υπόψη του αλλά είχε εισαγάγει και αρκετά νεωτερικά στοιχεία ώστε το ποίημα να είναι πιο κατανοητό στο ακροατήριο της εποχής του.
Η Ζωγραφού είναι αρχόντισσα εξαιρετικής ωραιότητας, Ναπολιτάνα, έχει δυο εξίσου ωραίες αδελφές, τη Φραγκούλλαν και τη Μαντζουρανούλλαν, κατοικεί στον πύργον της Συρκάς και είναι αδιάφορη στο σφοδρό έρωτα του Έλληνα άρχοντα Τσιτσεκλή, που κατοικεί στο Μονάγριν και έχει αδελφόν κούσουλον του Κελλακίου. Η Ζωγραφού είναι βαρυφουμισμένη, άσπρη περιστέρα, νια όμορφη, σιταρένη πούλλα, μεγάλη τζ'υρά, που ύστερα από θερμή παράκληση ο άγιος Γεώργιος υπόσχεται στον Τσιτσεκλή να του τη δώσει γυναίκα του:
Γέλασε, δούλε του Θεού, γέλασε, περιστέριν, την κόρην, οπού πεθυμάς, να σου την κάμω ταίριν.
(Σ. Μενάρδος, Τοπωνυμικαί..., σ. 358, στ. 38-39).
Απελπισμένος ο Τσιτσεκλής καταφεύγει στο σπίτι της αδελφής του, κοντεύει να πεθάνει και στέλλει γράμμα στον αδελφό του, τον κούσουλο του Κελλακίου. Αυτός προστρέχει στον αδελφό του και, όταν με τον ππούσουλαν βλέπει τη Ζωγραφούν στον πύργο της, κατανικά τους αρχικούς του δισταγμούς και μαζί με τον αδελφό του αρματώνονται και ξεκινούν για τον πύργο της σκληρόκαρδης Συρκάνας.
Οι παλαιότερες δημοσιευμένες παραλλαγές είναι ημιτελείς. Στην παραλλαγή όμως που δημοσίευσε ο Θεόδ. Παπαδόπουλλος από τη συλλογή Γεωργίου Λουκά υπάρχουν μια σύντομη πεζή περίληψη, προφανώς προερχόμενη από τον αφηγητή, καθώς και άλλοι οκτώ πρόσθετοι στίχοι, που αφηγούνται πιθανώς το τέλος του ποιήματος. Ο Τσιτσεκλής με τον αδελφό του καταδιώκουν τη Ζωγραφούν, που καταφεύγει πρώτα στους Μαλλιάδες να φύει που τον σκοτωμόν και τους πολλούς πελάδες και ύστερα στα Πηγάδκια. Την έφθασε όμως ο Τσιτσεκλής και αυτή συγκατατέθηκε, γύρισε στον πύργο της, κάλεσε τον δεσπότη της και τον παντρεύτηκε.
Είναι φανερό ότι μεγάλο μέρος του ποιήματος μας είναι ακόμη άγνωστο. Σε κάποιο επεισόδιο θα περιγραφόταν η είσοδος των αρματωμένων αδελφών στον πύργο και η αγωνιώδης διαφυγή της Ζωγραφούς, πιθανόν δε και κάποιο άλλο επεισόδιο καταδίωξης και ίσως γάμος του κούσουλου και του Σκλερόπουλλου με τις αδελφές της σκληρόκαρδης Αναπολιτάνας, όπως φαίνεται να υποβάλλουν οι στίχοι 201-202 της παραλλαγής Σίμου Μενάρδου:
Παίρνει το πάνιν την Βραγκούν τζ' εγώ
Μαντζουρανούλλαν,
τζ' ο Τσιτσεκλής την Ζωγγραφούν, το
άθθος της δαφνούλλας.