Παραδοσιακό κυπριακό ένδυμα των βρακοφόρων ή βρακάδων. Συνήθως εχρησιμοποιείτο αντί σάκκου. Αμπέχονο, εφαπτόμενο ακριβώς στο σώμα, με μάκρος που φθάνει λίγο πιο κάτω από τη μέση και που τοποθετείται μέσα στη βράκα. Κατασκευαζόταν από υφαντό επιτόπιας κατασκευής, κυρίως από αλατζ΄ιάν*.
Η ονομασία του ενδύματος αυτού, που δεν χρησιμοποιείται πια, απαντάται και στα υποκορ. ζιμπουνούδιν και ζιμπουνούιν (το). Στη μεσαιωνική Κύπρο (Χρονικόν Γ. Βουστρωνίου) απαντάται στον τύπο ζιμπούνιν (το). Πιθανότατα η ονομασία του ενδύματος αυτού προέρχεται από την ιταλική giupone.