Η μεγάλη και ένδοξη ιταλική οικογένεια Μαρτινέγκο από την Brescia, σχετίζεται άμεσα με την Κύπρο αφού μέλη της συνέβαλαν στα οχυρωματικά έργα της Αμμοχώστου και υπερασπίστηκαν τη μεγαλόνησο κατά τον πόλεμο 1570-1571. O Ιερώνυμος Μαρτινέγκο ευγενούς καταγωγής από την Brescia είχε ήδη αναφερθεί το 1556 σε ένα υπόμνημά του, σχετικά με την οχύρωση της Λευκωσίας. Επίσης ο ίδιος λίγο πριν την έναρξη του κυπριακού πολέμου είχε οργανώσει ένα αριθμό στρατιωτών γύρω στις 2000 και σκόπευε να μεταβεί με τον λόχο αυτό στην υπεράσπιση της Κύπρου. H βενετική Σύγκλητος τον διόρισε γενικό διοικητή του στρατού της Κύπρου και μία εβδομάδα αργότερα ξεκίνησε για την Αμμόχωστο. Πριν αναχωρήσει έγινε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου μία εορταστική παρέλαση του λόχου του, που θα μετέβαινε στην Κύπρο. Δυστυχώς ο Ιερώνυμος Μαρτινέγκο καθ΄οδόν προς την Κύπρο αποχαιρέτησε τον παρόντα κόσμο στ΄ανοικτά της Κέρκυρας.
Σημαντικό μέλος της οικογένειας Μαρτινέγκο που σχετίστηκε με την Κύπρο ήταν και ο κόμης Ηρακλής Μαρτινέγκο, που είχε διοριστεί το 1558 στην Αμμόχωστο και του ανετέθη η ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Είχε εργαστεί μαζί με τους στρατιωτικούς μηχανικούς Αυγουστίνο Clusone και Αλβίζε Brugnoli. Επειδή το βορειοδυτικό τμήμα του τείχους της πόλης της Αμμοχώστου ήταν αισθητά αδύναμο, αποφασίστηκε όπως οικοδομηθεί στον συγκεκριμένο μέρος της οχύρωσης ένας προμαχώνας, σύμφωνα με το τότε ισχύον σύστημα οχύρωσης. Πρόκειται για τον γνωστό προμαχώνα με το όνομα Μαρτινέγκο που είχε μείνει ημιτελής έως το 1560, όπως αναφέρει ο Ασκάνιο Σαβορνιάνο, ετεροθαλής αδελφός του Ιούλιου Σαβορνιάνο. Ο προμαχώνας αυτός, σύμφωνα με μία πηγή πιστεύεται ότι σχεδιάστηκε από τον σπουδαίο στρατιωτικό μηχανικό Ιωάννη Ιερώνυμο Σανμικέλη. Ο Νέστορας Μαρτινέγκο, υπερασπιστής της Αμμοχώστου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Οθωμανούς το 1571, αποδίδει την οικοδόμηση του προμαχώνα στο θείο του Ηρακλή, γι αυτό άλλωστε φέρει και το όνομά του. Έως την ολοκλήρωση του εν λόγω προμαχώνα δαπανήθηκαν υπέρογκα ποσά και οι οχυρωματικές εργασίες ήταν μακροχρόνιες. Ο προμαχώνας αυτός μαρτυρεί ότι η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του αποκαλύπτει καλλιτεχνικά στοιχεία στο έργο ενός στρατιωτικού μηχανικού.
Σημαντικό στρατιωτικό ρόλο διαδραμάτισε κατά την πολιορκία της Αμμοχώστου και ο Αλβίζε Μαρτινέγκο, που του είχε ανατεθεί η διοίκηση του πυροβολικού. Ο Αλβίζε είχε τραγικό τέλος αφού συνόδευσε τον διοικητή της πόλης Μαρκαντώνιο Bragadin στη σκηνή του Λαλά Μουσταφά και εκεί σφαγιάστηκε μαζί με άλλους υπερασπιστές της Αμμοχώστου.
Εγκατάσταση μελών στη Κύπρο
Μέλη της πολύκλαδης οικογένειας Μαρτινέγκο είχαν εγκατασταθεί από πολύ ενωρίς στην Κύπρο. Αξίζει να αναφερθεί ότι ήδη η οικογένεια αυτή αναφέρεται από τον 15ο αιώνα στο χρονικό του Γεωργίου Βουστρωνίου ως Μαρτινίκο. Γύρω στα 1504 ένας Μπερνάρδος Μαρτινέγκο ήταν εγκατεστημένος στην Κύπρο και εκπροσωπούσε την οικογένεια των Κορνάρο Επισκοπής (Piscopia), που είχαν ζαχαροκαλλιέργειες και ζαχαρόμυλους στην περιοχή. Επίσης ένας Πέτρος Μαρτινέγκος απαντά στον κατάλογο των φεουδαρχών που έλαβαν μέρος στην στρατιωτική επιθεώρηση του φεουδαρχικού ιππικού, που είχε πραγματοποιηθεί το 1560 υπό τις εντολές του βενετού γενικού προνοητή και σύνδικου της Κύπρου Ανδρέα Duodo. Tο ετήσιο εισόδημα του Πέτρου Μαρτινέγκο ανερχόταν ετησίως στα οκτακόσια δουκάτα.
Κατά την πολιορκία και πτώση της Λευκωσίας το 1570 από τους Οθωμανούς μεταξύ των ευγενών που έχασαν τη ζωή τους ήταν και πέντε μέλη της οικογένειας Μαρτινέγκο. Αυτοί ήταν οι Ιερώνυμος, Μάρκος, Γάσπαρος, Μπερναρδίνος και ο Πέτρος που πρέπει να ταυτιστεί με τον φεουδάρχη στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Μητέρα μάλλον του Πέτρου πρέπει να ήταν και η Καικιλία (Cecilia ή Celia ) που αναφέρεται ως φεουδάρχης του χωριού Πεντάκωμο της Λεμεσού. Ένας Μπερνάρδος Μαρτινέγκο απαντά στη Βενετία μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου και δεν αποκλείεται να πρόκειται για τον προαναφερόμενο, τον οποίο ίσως η πηγή του πολέμου της Κύπρου που τον φέρει νεκρό να μην ευσταθεί. Αυτός είχε νυμφευθεί την Κύπρια Μελουζίνη της οικογένειας Circassο. Αξίζει να υπομνησθεί ότι η οικογένεια Cercasso έλκει την καταγωγή της από έναν Gioan Cercasso, αδελφό του μαμελούκου σουλτάνου της Αιγύπτου, που εκχριστιανίστηκε και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Επίσης έλαβε ως φέουδο από τον βασιλιά Ιάκωβο Β´ Lusignan το Πάνω και το Κάτω Φρέναρος. Ο Μπενάρδος και η Μελουζίνη είχαν μία θυγατέρα την Πολύσσενα (Polissena) που και αυτή είχε παντρευτεί έναν Οράτιο Μαρτινέγκο της ίδιας οικογένειας και ίσως συγγενή της. Η Πολύσσενα Μαρτινέγκο το 1612 μαρτυρείται στη Βενετία χήρα και σχετίζεται με σημαντικά πρόσωπα της κυπριακής παροικίας στην πόλη των τεναγών. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε τη χήρα του πολύ γνωστού πρωτόπαπα της Βατυλής Γεωργίου και τον Αθανάσιο Ποδοκάθαρο, γιο του Σκιπίωνα Ποδοκάθαρου και της Λουκίας Βουστρωνίου.
Κάποια μέλη της οικογένειας Μαρτινέγκο μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο, γεγονός το οποίο αναφέρεται από την ίδια οικογένεια. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι και οι πρόγονοι του Νικόλαου Μαρτινέγκο, συζύγου της Ζακυνθινής λογίας Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832), ΅ιας από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς, είχαν καταγωγή από την Κύπρο. Όπως ήδη αναφέρθηκε ένας κλάδος της διάσημης ιταλικής οικογένειας είχε εγκατασταθεί ήδη από τον 15ο αιώνα στη μεγαλόνησο και κάποια μέλη της μετά τον πόλεμο της Κύπρου, όπως συνέβηκε και με άλλες τότε κυπριακές οικογένειες που είχαν γλυτώσει από οθωμανική σπάθη, εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Βενετία και στα Επτάνησα.
Η οικογένεια Μαρτινέγκο της Κύπρου, εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης μετανάστευσε στα Επτάνησα. Ένα εκπληκτικό κείμενο από τη γραφίδα της Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου, συζύγου ενός απογόνου της κυπριακής οικογένειας Μαρτινέγκο που εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, αναφέρεται στην επανάσταση του 1821, όταν πληροφορήθηκε για την έκρηξή της. Στο κείμενο της σπουδαίας Ελληνίδας που έφυγε από τη ζωή μόλις τριανταενός ετών αντικατοπτρίζονται όχι μόνο τα αισθήματά της για την εθνική παλιγγενεσία, αλλά ταυτόχρονα και η θέση της γυναίκας στις αρχές του 19ου αιώνα.
«Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την η΅έραν του Ευαγγελισ΅ού, έρχεται ο ποτέ διδάσκαλός ΅ου Θεοδόσιος ∆η΅άδης, και ΅ας κά΅νει γνωστόν ΅ε πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Οθω΅ανών, πως η Πάτρα και οι πλησίον της χώρες ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβιάς και πως οι επίλοιπες χώρες κατά την συ΅φωνίαν ίσως, είχαν τότε κα΅ω΅ένον το ίδιον, αλλά, ως πλέον ΅ακράν, ακό΅η η είδησις δεν ήτον φθασ΅ένη εις την Ζάκυνθον Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αί΅α ΅ου να ζεσταίνει, επεθύ΅ησα από καρδίας να ήθελεν η΅πορώ να ζωστώ άρ΅ατα, επεθύ΅ησα από καρδίας να ήθελε η΅πορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι άλλο καθώς εφαίνετο δεν επολε΅ούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς ΅εταχειριζό΅ενη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών ".