Μια σειρά εγγράφων από τη Γραμματεία του Βασιλείου της Κύπρου, που είχαν διασωθεί από τη μεγάλη καταστροφή που προκάλεσε η κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1570-1571), αποτελούν σήμερα μια σπουδαία πηγή για την Ιστορία μας που φωτίζει πρόσωπα, γεγονότα και συνήθειες πριν από πέντε αιώνες. Η διαδρομή της σειράς αυτών των εγγράφων ήταν περιπετειώδης αφού από τη μεγαλόνησο έφθασαν στη Γαλλία και στη συνέχεια πέρασαν στη Βιβλιοθήκη του Μ. de Saumaise στην Ολλανδία, ο οποίος πέθανε στη Σουηδία το 1653. Στη συνέχεια αυτή η συλλογή χειρογράφων αποκτήθηκε από τη βασίλισσα της Σουηδίας Χριστίνα και ακολούθως μετά από αγορά πέρασε στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Η σημαντική αυτή πηγή ρίχνει άπλετο φως στην εποχή της βασιλείας του τελευταίου Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β’ Lusignan, νόθου γιου του Ιωάννη Β’ Lusignan. Σε έναν αριθμό εγγράφων, που ανέρχονται στα διακόσια τριάντα τρία, υπάρχουν περίπου δεκαέξι με αναφορά σε γυναίκες. Πρόκειται για γυναίκες φεουδάρχες ή συζύγους φεουδαρχών, οι οποίες ανήκαν στην άρχουσα τάξη. Ωστόσο, δύο με τρία έγγραφα αναφέρονται σε δουλοπάροικες.
Βλέπε λήμμα: Γυναικείες μορφές της Κύπρου
Καταγραφή γαιών: Η Ιζαμπώ de Bologne, χήρα του Lusignan Gibelet, πραγματοποίησε κάποιες δαπάνες τις οποίες όφειλε για τα χωριά Βάσα και Αυδήμου, τα οποία κατείχε ως φέουδα.
Σε ένα από αυτά τα έγγραφα του 1468 αναφέρεται η Εχίβη Δενόρες, μέλος της σημαντικής κυπριακής οικογένειας των Δενόρες και θυγατέρα του Λουδοβίκου Δενόρες, ναυάρχου του Βασιλείου της Κύπρου. Ήταν επίσης σύζυγος του Φιλίππου Lusignan, απευθείας απογόνου του Ερρίκου Lusignan, πρίγκιπα της Γαλιλαίας, από τον βασιλικό οίκο των Lusignan. Στη γυναίκα αυτή ο γενναιόδωρος βασιλιάς είχε παραχωρήσει το χωριό Επισκοπειό, στην περιοχή της Ορεινής, στο διαμέρισμα Λευκωσίας. Η περιοχή ωστόσο αυτή της Ορεινής μαρτυρείται τουλάχιστον επί Βενετοκρατίας ως Ταμασία, επειδή ακριβώς είναι κοντά στην αρχαία πόλη Ταμασό. Στο ίδιο διαμέρισμα, αυτό της Ταμασίας, διοριζόταν και ένας τσιβιτάνος, δηλαδή διοικητής της περιοχής αυτής και των χωριών που περιελάμβανε. Σήμερα το Επισκοπειό αποτελεί την έδρα της νεοσύστατης Επισκοπής Ταμασού και Ορεινής στην οποία βρίσκεται και το μέγαρο της Μητρόπολης Ταμασού και Ορεινής. Σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλιά, το χωριό Επισκοπειό ανήκε προηγουμένως στον φεουδάρχη Δημήτριο από την Κορώνη, ο οποίος του είχε ζητήσει να το δώσει πίσω και να λάβει κάποιο άλλο, το οποίο θεωρούσε ότι θα του προσέφερε περισσότερο εισόδημα. Ας σημειωθεί ότι το χωριό αυτό ήταν το Καλό Χωριό Μόρφου ή γνωστό διαφορετικά με το όνομα Καπούτι. Στην Εχίβη Δενόρες, θυγατέρα του ναυάρχου του Βασιλείου της Κύπρου, ο βασιλιάς επίσης είχε παραχωρήσει και δύο δουλοπάροικες ως υπηρέτριες από το χωριό Αγιά της Λευκωσίας.
Οι δύστυχες γυναίκες που ήταν δουλοπάροικες θα μπορούσε, όπως μας γνωστοποιείται μέσα από τις πηγές, να ανήκουν σε δύο αφέντες. Το 1468 σε ένα έγγραφο, για παράδειγμα, αναφέρεται ότι μία δουλοπάροικη με το όνομα Ζωή, θυγατέρα του Θεόδωρου Λεμόνη από το χωριό Μονή, ανήκε εξ ημισείας στη βασιλική ιδιοκτησία και στο μοναστήρι Μονή και κατοικούσε στην Αχέλεια και σύζυγός της ήταν κάποιος Πόλης του Σκαντάλη. Ο βασιλιάς απελευθέρωσε τη δουλοπάροικη Ζωή με καταβολή εξήντα χρυσών δουκάτων στο βασιλικό ταμείο. Επειδή όμως η δουλοπάροικη αυτή ανήκε εξ ημισείας και στη Μονή, ο βασιλιάς παραχώρησε σε αντάλλαγμα μία άλλη δουλοπάροικη, που ανήκε επίσης στον ίδιο τον βασιλιά και στη Μονή. Ήταν θυγατέρα κάποιου Γιώργη Καρύδη από τη Λεμόνα της Πάφου.
Δύο έγγραφα αναφέρονται στην Eλληνίδα μητέρα του βασιλιά, τη γνωστή ως Μαρία από την Πάτρα, η οποία ως ερωμένη του βασιλιά Ιωάννη Β’ Lusignan απέκτησε τον Ιάκωβο Β’ Lusignan. Ο βασιλιάς με διάταγμά του, ημερομηνίας 24 Οκτωβρίου 1468, έδωσε εντολή να παραχωρηθούν τρόφιμα στη μητέρα του σε ετήσια ποσότητα, για παράδειγμα κρασί και ψωμί, όπως είχε γίνει, σύμφωνα με το έγγραφο, το προηγούμενο έτος. Επίσης, με άλλο διάταγμά του με ημερομηνία τρεις μέρες αργότερα από το προηγούμενο, δηλαδή στις 27 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, προμήθευε τη μητέρα του με ετήσιες ποσότητες τροφίμων. Αυτά τα τρόφιμα ήταν ποσότητα λαδιού, ξηρά σύκα, ελιές, κρεμμύδια, αλλά και τέσσερα γουρούνια. Από τα τέσσερα γουρούνια η μητέρα του βασιλιά θα μπορούσε να εξασφαλίσει λίπος, λουκάνικα και παστά για την ετήσια διατροφή της. Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι στα τρόφιμα που παραχωρούσε ο βασιλιάς σε ετήσια βάση στη μητέρα του ήταν και ένα μόδιο canebera, για το οποίο δεν δόθηκε καμία ερμηνεία και θεωρήθηκε ως άγνωστη λέξη και ανερμήνευτη. Κατά τη δική μας άποψη, την οποία υποστηρίζουμε μετ’ επιτάσεως, το canebera δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κανναβούρι. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι γινόταν ευρεία χρήση του κανναβουριού στην αρτοποιία ήδη από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Οι Φράγκοι βασιλείς, όπως και οι φεουδάρχες της Κύπρου, ως γνωστόν είχαν και τους ιερακοτρόφους τους, αφού το κυνήγι αποτελούσε μία από τις πιο αγαπημένες τους ενασχολήσεις. Οι υπάλληλοι του βασιλιά, και στην προκειμένη περίπτωση οι ιερακοτρόφοι ή γερακάρηδές του, για τις υπηρεσίες που προσέφεραν πληρώνονταν σε είδος, όπως σιτάρι, βασικό είδος διατροφής, αλλά και ποσότητα οίνου. Σε ένα έγγραφο της ίδιας εποχής αναφέρεται ότι ο βασιλιάς έδινε εντολή να παραδώσουν εννέα μόδια σιτάρι στη σύζυγο του ιερακοτρόφου του, που ονομαζόταν Αντώνης, γιατί του όφειλε την πιο πάνω ποσότητα. Ο βασιλιάς επίσης είχε δώσει πιστοποιητικό ελευθερίας σε μια δουλοπάροικη από τα Πελέντρια, με το όνομα Νότα, θυγατέρα του Ιωάννη Γαετάνη, για να παντρευτεί τον Γιάννη Αρβανιτάκη. Φαίνεται ότι ο Αρβανιτάκης με αίτημά του είχε ζητήσει από τον βασιλιά να την ελευθερώσει, γιατί ήθελε να την παντρευτεί. Ο βασιλιάς με εντολή του προς τον βάιλο της Πεντάγυιας ζητούσε την απελευθέρωση της δουλοπάροικης και ο λόγος, όπως αναφερόταν στο έγγραφο, ήταν για να παντρευτεί με τον Γιάννη Αρβανιτάκη. Την επομένη ωστόσο της υπογραφής του εν λόγω εγγράφου ο βασιλιάς με νέα εντολή του στην ελληνική ανέφερε πως ο γάμος της Νότας Γαετάνη έπρεπε να γίνει με έναν πάροικο, τον γιο του Γιαλωτά, με τον οποίο ήταν μνηστευμένη, ακυρώνοντας έτσι το προηγούμενο διάταγμά του.
Το 1468, ο βασιλιάς Ιάκωβος Β’ Lusignan παραχώρησε το μισό χωριό Αρεδιού της Ορεινής στον Ιωάννη Darras, το οποίο προηγουμένως αποτελούσε προίκα της συζύγου του Έλενας de Grenier. Η Έλενα είχε δώσει το χωριό πίσω στον βασιλιά, όταν το 1466 της είχαν επιβάλει φόρο στο φέουδό της, ωστόσο ο βασιλιάς με τη νέα παραχώρηση απάλλασσε από την 1η Μαρτίου 1468 το χωριό από τον εν λόγω φόρο, αλλά κράτησε το μισό χωριό και τα εισοδήματά του.
Αναφορά γίνεται και σε μια παραχώρηση στη Μαριέττα (Marguete) Μπραγκατίν ή Περγαντή όπως απαντά το επίθετό της στον Γεώργιο Βουστρώνιο. Ο Ιάκωβος Β’ Lusignan με διάταγμά του παραχωρούσε στη Μαριέττα Μπραγκατίν δεκαπέντε βυζάντια ημερησίως από τα διαπύλια (cabelle) τα οποία κατέβαλλαν στην ανατολική πύλη της Λευκωσίας όσοι εισέρχονταν στην πόλη. Η παραχώρηση αυτή σχετιζόταν με το χωριό Αμαργέτη, το οποίο της ανήκε ως φέουδο. Μετά τον θάνατο του βασιλιά ο αδελφός της Μαριέττας, Λουκάς Περγαντής, θεωρήθηκε μάλλον ύποπτος αφού η βασίλισσα ζήτησε επειγόντως να μεταβεί ο ίδιος στην Αμμόχωστο όπου διέμενε, για να δηλώσει ενώπιόν της υποταγή. Ο Λουκάς Περγαντής, όπως διηγείται ο χρονικογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος, υπάκουσε στην προσταγή της βασίλισσας και πήγε στην Αμμόχωστο όπου “[…] εποίκεν μάτζε (omaggio = υποταγή) της ρήγαινας” και είχε μεταφέρει μαζί του και τα έγγραφα προνομίων της αδελφής του Μαριέττας και της αδελφής του Κλαίρας.
Η Ιζαμπώ de Bologne, χήρα του Lusignan Gibelet, πραγματοποίησε κάποιες δαπάνες τις οποίες όφειλε για τα χωριά Βάσα και Αυδήμου, τα οποία κατείχε ως φέουδα. Η Κατερίνα Μιράλη, χήρα του Παύλου Κώστα (Paul Costa), σε ένα άλλο έγγραφο παρουσιάζεται να έχει πωλήσει έναν αμπελώνα με το όνομα Maheta. Στην πηγή αυτή δεν προσδιορίζεται πού ακριβώς ήταν αυτός ο αμπελώνας, ωστόσο φαίνεται ότι πρέπει να ήταν έξω από τη Λευκωσία. Η φεουδάρχισσα Κατερίνα Μιράλη Κώστα κατείχε το μισό χωριό Παρσάτα από τον σύζυγό της και το άλλο μισό ανήκε στη βασιλική περιουσία. Το χωριό αυτό, το οποίο κατά τη Βενετοκρατία σημειώνεται στο διαμέρισμα του Μαζωτού, εδώ και χρόνια έχει εγκαταλειφθεί. Και ένα δεύτερο έγγραφο αναφέρεται στην Κατερίνα Μιράλη Κώστα και στο χωριό Παρσάτα. Στην ίδια πηγή γίνεται λεπτομερής καταγραφή των εισοδημάτων του χωριού από τον βάιλο Πέτρο Βουστρώνιο. Η Παρσάτα παρήγε σιτηρά, χαρούπια και ελιές. Η Ιωάννα Δαυίδ, χήρα του Νικόλαου Μηνά, μαζί με τον γιο της Ιωάννη το 1468 υπέγραψαν έναν διακανονισμό μεταξύ τους στη Γραμματεία του Βασιλείου της Κύπρου για ένα περιβόλι και για έναν αμπελώνα, γνωστό ως αμπέλια αρμένικα, στον Άγιο Δομέτιο. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία ανήκαν στον Νικόλαο Μηνά. Το περιβόλι στον Άγιο Δομέτιο γειτνίαζε με το περιβόλι του Ανδρέα Ατταλειώτη και με το περιβόλι κάποιου Guazel, πολύ πιθανόν συγγενή του Ιωάννη Gasel, τσιβιτάνου (διοικητή) το 1425 των Αλυκών. Τέλος, η ηγουμένη της μονής του Αγίου Θεοδώρου στη Λευκωσία Μάρθα de Chrerines είχε παραχωρήσει το 1469 σε έναν ελεύθερο καλλιεργητή, τον Κωνσταντίνο του Μπούκου, με ένα ποσό χρημάτων, έναν αμπελώνα στην περιοχή της Κλήρου που ανήκε στη μονή. Ο αμπελώνας αυτός ήταν γνωστός ως αμπελώνας του Φαρμακά.
ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ