Το Αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών με τη συνδρομή ειδικών αναλυτών της CIA κατά πάγιο τρόπο μελετά και συντάσσει βιογραφικά σημειώματα για όλες εκείνες τις προσωπικότητες που επηρεάζουν πρόσωπα και πράγματα σε περιοχές που υπάρχει αμερικανικό ενδιαφέρον και συμφέρον. Η Κύπρος αποτέλεσε και αποτελεί μια από αυτές τις περιοχές στην οποία η αμερικανική διείσδυση ξεκίνησε μετά το 1950, αρχικά σε συνεργασία με τους Βρετανούς, στη συνέχεια όμως εν μέσω Ψυχρού Πολέμου αλλά της ήττας των Βρετανών στο Σουέζ, με έντονες τάσεις αυτονόμησης.
Λίγους μήνες πριν την εκδήλωση του Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 οι αναλυτές του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών είχαν εντοπίσει τους ανθρώπους κλειδιά στο τρίγωνο Αθήνα-Λευκωσία- Άγκυρα οι οποίοι θα αποτελούσαν τους πιθανούς συνομιλητές των διπλωματών τους.
Βεβαίως στα βιογραφικά σημειώματα τα οποία παρατίθενται στη συνέχεια δεν γίνεται καμιά αναφορά ή πρόβλεψη στο Πραξικόπημα. Το Κυπριακό αναφέρεται συνεχώς κατά έμμεσο τρόπο ανάλογα με την εμπλοκή που είχε ο κάθε πρωταγωνιστής σε αυτό, αλλά και τις σκέψεις και τη φιλοσοφία προσέγγισης του ως προς τον τρόπο επίλυσης του.
Τσουχτερά σχόλια
Στα κείμενα των ψυχογραφημάτων των πρωταγωνιστών εκείνων των δύσκολων ημερών δεν παραλείπονται και διάφορα τσουχτερά σχόλια από πλευράς αμερικανών, άλλα εκ των οποίων είναι εύστοχα και άλλα άστοχα. Από κυπριακής πλευράς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εμφανίζεται ως ένας πολιτικός «με χωριάτικη πονηριά», ο Γρίβας «ως ένας ατρόμητος στρατιωτικός ηγέτης αλλά πολύ αυταρχικός», ο Τάσσος Παπαδόπουλος ως «ένας φανατικός αντικομουνιστής», ο Ραούφ Ντενκτάς ως ένα «εξαίρετο και εύστροφο μυαλό» ο Νίκος Σαμψών ως ένας «αδίστακτος δολοφόνος» και ο Γλαύκος Κληρίδης ως ο «φυσικός διάδοχος του Μακαρίου».
Αρκετές σελίδες αναλώνουν οι ψυχογράφοι του State Department για να εξηγήσουν την προσωπικότητα του πρωθυπουργού της εισβολής Μπουλέντ Ετζεβίτ. Πρόκειται για μια προσωπικότητα διχασμένη ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη real politic. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση που επιχειρείται στην προσωπικότητα του πραγματικού ηγέτη της Χούντας μετά το 1973 Δημήτριου Ιωαννίδη. Εμφανίζεται ως ένας από τους « υπερεπαναστάτες του Ελληνικού στρατού, ως στυγνός, πουριτανός και αδιάφθορος φρουρός του πνεύματος της «επανάστασης» του 1967 στην οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο». Αναφορικά με το Κυπριακό ο Ιωαννίδης φαίνεται να μην συμπαθεί καθόλου τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και να προκρίνει το στρατηγό Γρίβα με τον οποίο συμφωνεί ότι η Κύπρος πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Ενδιαφέρουσα είναι και οι παρουσίαση του βρετανού ΥΠΕΞ Τζέιμς Κάλαχαν ο οποίος θεωρείται τίμιος στις προθέσεις του αλλά και των ανθρώπων του ΟΗΕ που υπηρέτησαν στην Κύπρο όπως του Οσόριο Ταφάλ και του Πρεμ Τσιάντ.
Πόσο φιλοαμερικανοί;
Οι συγγραφείς των κειμένων πάντοτε κατατάσσουν τις προσωπικότητες που παρουσιάζουν με βάση τα αμερικανικά ή αντιαμερικανικά τους συναισθήματα. Σχεδόν όλοι εμφανίζονται να συμπαθούν τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα όσο κιαν αυτό προκαλεί εκ των υστέρων ερωτηματικά. Για παράδειγμα οι Αμερικανοί στα δύσκολα εκείνα χρόνια δημοσίως προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια αρνητική εικόνα για τον Αρχιεπίσκοπο κυρίως μέσα από δυτικά ΜΜΕ τα οποία τον εμφάνιζαν ως φιλοκομουνιστή. Την ίδια στιγμή στα σημειώματα τα οποία απηχούσαν μάλλον και την πραγματική αλήθεια, οι χαρακτηρισμοί ήταν εντελώς διαφορετικοί: Ο Αρχιεπίσκοπος συγκεκριμένα παρά την αδέσμευτη πολιτική που ακλουθούσε χαρακτηριζόταν ως φιλοδυτικού προσανατολισμού ηγέτης, ως οξυδερκής και ακόμα ως ο μόνος ικανός πολιτικός μεταξύ των Ε/κ για να «πωλήσει» μια λύση στο Κυπριακό.
Το ιστορικό πλαίσιο 1967-1974
Η δικτατορία στην Ελλάδα προκαλεί σοβαρές δυσχέρειες στις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας, οι οποίες επιτείνονται προς το τέλος της Επταετίας, οδηγώντας στη διενέργεια πραξικοπήματος εναντίον της Κυβέρνησης Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974.
Η δικτατορία πλήρως ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ θέτει ως προτεραιότητα τη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων με αποτέλεσμα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο σε συνδυασμό με ανάληψη διπλωματικών προσπαθειών που είχαν ως στόχο να πείσουν τον Μακάριο σε ένα νέο σχήμα ανεξαρτησίας. Την ίδια στιγμή τα όργανα της Χούντας που πρόσκειντο στον Ιωαννίδη (υπήρχαν τότε δύο κέντρα εξουσίας στην Αθήνα) στην Κύπρο έκαναν ακριβώς το αντίθετο, παρουσιάζοντας τον Μακάριο ως επίορκο ανθενωτικό, και υποδαυλίζοντας με άμετρο φανατισμό το φρόνημα των Κυπρίων.
Ως αντιστάθμισμα ο Μακάριος έχει τη δική του πολιτική στο Κυπριακό η οποία βέβαια δεν είναι ξεκάθαρη. Ο ίδιος δηλώνει ότι δεν επιδιώκει πια την Ένωση με την Ελλάδα, την ίδια όμως στιγμή παρά το ότι στις εκλογές του 1968 (25 Ιανουαρίου) εξασφάλισε την επανεκλογή του με το συντριπτικό ποσοστό 95,45% εμφανίζεται ιδιαίτερα ευάλωτος όταν τον κατηγορούν ως ανθενωτικό χαρακτηρίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους «νεκροθάφτες της ενώσεως».
Στις 8 Μαρτίου του 1970 εκδηλώνεται απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακαρίου, με καταιγισμό πυρών στο ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε. Μεταξύ των συνωμοτών κατονομάστηκαν, κατά τις ανακρίσεις, ένας Ελλαδίτης αξιωματικός και ο ενωτικός πρώην υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο οποίος δολοφονήθηκε λίγες ημέρες αργότερα σε ερημική περιοχή της Λευκωσίας.
Με επιστολή του προς τον Μακάριο, στις 18 Ιουνίου του 1971, ο χουντικός πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος απειλεί με λήψη «πικρών» μέτρων εάν ο Μακάριος επιμείνει στην απόρριψη των προτάσεών του για παράκαμψη διαφωνιών με τους Τουρκοκυπρίους σε θέματα τοπικής διοίκησης. Ο Μακάριος ζητά διευκρινίσεις για τα «πικρά μέτρα» και αμφισβητεί ανοικτά τη θέση των Αθηνών για προβάδισμα του εθνικού κέντρου στη λήψη των αποφάσεων.
Την κατάσταση περιέπλεξε περισσότερο η κάθοδος του Γεώργιου Γρίβα στην Κύπρο με αποστολή να οργανώσει την ΕΟΚΑ Β'. Αρχικά ο Γρίβας επιχείρησε να συνεννοηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου μετώπου κατά της Χούντας. Στη συνέχεια επήλθε ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών η οποία υπόσκαψε την Κυπριακή Δημοκρατία προσφέροντας στην Τουρκία την αφορμή που αναζητούσε για εμπλοκή στο Κυπριακό.
Το 1972 προκαλείται νέα ένταση στις σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας, αυτή τη φορά εξαιτίας της μυστικής εισαγωγής όπλων από την Τσεχοσλοβακία στην Κύπρο. Η ελληνική κυβέρνηση ζητά από το Μακάριο να τεθεί ο τσεχοσλοβακικός οπλισμός υπό τον έλεγχο και τη φύλαξη της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, και να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ζητείται, επίσης, προφορικά η απομάκρυνση του Μακαρίου και του Γρίβα. Στις 14 Φεβρουαρίου κυκλοφορούν φήμες για πραξικόπημα στη Λευκωσία.
Εν τω μεταξύ στις 18 Φεβρουαρίου 1973 προγραμματίζονται μεταξύ της Τ/κ κοινότητας εκλογές για την αντιπροεδρία με διεκδικητές τον Ραούφ Ντενκτάς και τον Μιντχάτ Περμπέρογλου. Ο τελευταίος αποχωρεί λόγω απειλών κατά της ζωής του. Στην Τουρκία αρχές του 1974 Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ διαδέχτηκε τον Ισμέτ Ινονού στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi) και έγινε Πρωθυπουργός μιας βραχύβιας Κυβέρνησης συνεργασίας από τον Ιανουάριο ως το Νοέμβριο του 1974.
Στις 27 Ιανουαρίου 1974 πεθαίνει ο Γρίβας και παρά τη μεταξύ τους σύγκρουση, ο Μακάριος κηρύσσει τριήμερο εθνικό πένθος και αμνηστία για τους οπαδούς της ΕΟΚΑ Β', για να κατευνάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Ο προσωρινός διάδοχος του Γρίβας, Γεώργιος Καρούσος, εισηγείται τη διάλυση της ΕΟΚΑ Β. Επεμβαίνει ο Ιωαννίδης και διασώζει την οργάνωση. Ο Ιωαννίδης αρχίζει από την άνοιξη του ’74 να σχεδιάζει το πραξικόπημα.
Εν τω μεταξύ από το 1972 η κυβερνητική κρίση στις ΗΠΑ λόγω του σκανδάλου Γουόρτεγκεϊτ οδηγεί την Κυβέρνηση Νίξον σε πλήρη ανυποληψία. Στις αρχές του 1974, η κατάσταση για την αμερικανική κυβέρνηση είναι τραγική, καθώς αρκετά πρώην μέλη της έχουν ήδη παραπεμφθεί σε δίκη, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αποκαλύψεων, συνωμοσιών και πολιτικής έντασης. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για το Ρ. Νίξον: το καλοκαίρι του 1974 η δικαστική επιτροπή του κοινοβουλίου αποφασίζει την παραπομπή του προέδρου, ο οποίος αποχωρίζεται οικειοθελώς το θώκο του στις αρχές Αυγούστου. Η κρίση αυτή επιτρέπει στον υπουργό εξωτερικών Χένρι Κίσσιντζερ να χειρίζεται εν λευκώ θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο πρώην αμερικανός υπέξ θεωρούσε ότι για την αμερικανική πολιτική αυτό που προείχε ήταν η διατήρηση των καλών της σχέσεων με την Τουρκία λόγω της προσπάθειας των Σοβιετικών να διεισδύσουν στην Μέση Ανατολή. Το Κυπριακό λοιπόν έπρεπε να λυθεί κατά τρόπο που ικανοποιούσε και την Τουρκία.
Παράλληλα στην Κύπρο την ίδια περίπου περίοδο και συγκεκριμένα στις 3 Μαΐου, με επιστολή του στον υπουργό Εξωτερικών Σπύρο Τεντενέ ο Μακάριος καταγγέλλει επωνύμως Έλληνες στρατιωτικούς στην Κύπρο για παράνομες ενέργειες και κλοπή όπλων από στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς από στοιχεία της ΕΟΚΑ Β'. Στις 2 Ιουλίου ο Μακάριος κλιμάκωσε τη ρήξη του με τη Χούντα αποστέλλοντας τη γνωστή επιστολή προς τον Φαίδωνα Γκιζίκη, με την οποία κατήγγειλε την επέμβαση της χούντας στα εσωτερικά της Κύπρου. Ο κίνδυνος ενός πραξικοπήματος στην Κύπρο ήταν πλέον ορατός. Στις 15 Ιουλίου 1974 τα άρματα βρυχήθηκαν στους δρόμους της Λευκωσίας.
ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΛΕΙΔΙΑ
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Ελληνοκύπριοι:
Μακάριος ΙΙΙ
Γεννημένος με το όνομα Μιχάλης Μούσκος, γιος ενός φτωχού αγρότη-βοσκού, ο Μακάριος Γ χρησιμοποίησε την ευρυμάθεια και την χωριάτικη πονηριά του για να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου αλλά και Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου. Αν και γεννήθηκε φτωχός, εντούτοις εκμεταλλεύτηκε το εκπαιδευτικό σύστημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας για να μορφωθεί αρκετά και επίσης ταξίδεψε ευρέως. Το 1948 εξελέγη Επίσκοπος Κιτίου και δύο χρόνια αργότερα, τοποθετώντας τον εαυτό του στην πρώτη γραμμή του κινήματος για «Ένωση», έγινε ο νεώτερος Αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Εκκλησίας. Ως ο Ενωτικός ηγέτης, στα τέλη του 1950 ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες, κατά τη διάρκεια της δράσης της ΕΟΚΑ. Επέστρεψε το 1959 για να λάβει μέρος στις συνδιασκέψεις που έγιναν στη Ζυρίχη και το Λονδίνο και υπέγραψε τις συνθήκες που εγκαθίδρυσαν μια ανεξάρτητη Κύπρο. Εξελέγη Πρόεδρος το Δεκέμβριο του 1959. Παρόλο που αρχικά ήταν αφοσιωμένος οπαδός της Ένωσης, ο Αρχιεπίσκοπος κατέληξε στην απόφαση ότι η ένωση δεν ήταν στόχος ο οποίος μπορούσε να υλοποιηθεί στο προσεχές μέλλον. Ο 59χρονος Μακάριος είναι ένας διορατικός, οξυδερκής και πειστικός πολιτικός ο οποίος αναμείχθηκε σε πολλές πολιτικές μάχες και έχασε μερικές από αυτές. Η θέση του τόσο ως θρησκευτικός όσο και ως πολιτικός ηγέτης της Κύπρου είναι εξασφαλισμένη. Είναι το μοναδικό άτομο από την Ελληνοκυπριακή πλευρά το οποίο διαθέτει το κύρος να οδηγήσει αυτή την κοινότητα σε ένα διακανονισμό και μετά να «πωλήσει» τη συμφωνία. Ο Αρχιεπίσκοπος προσανατολίζεται στο Δυτικό κόσμο, αλλά έχει ταυτόχρονα ακολουθήσει μια αδέσμευτη πολιτική, και ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τους κομμουνιστές, τα Ηνωμένα Έθνη και τη Δύση προς το συμφέρον του σε αναζήτηση μιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης και ενωμένης Κύπρου.
Γλαύκος Κληρίδης
Ως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και συνομιλητής της Ελληνοκυπριακής πλευράς στις δικοινοτικές συνομιλίες, ο Γλαύκος Κληρίδης είναι δεύτερος σε πολιτική σημαντικότητα μετά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Είναι ηγέτης του Ενιαίου Κόμματος και ένας από τους πιο ευφυείς και ικανούς πολιτικούς στο νησί παρά την τάση του να αμφιταλαντεύεται –ιδιαίτερα στις συναλλαγές του με το Μακάριο. Παρά τις διαφορές του με τον Αρχιεπίσκοπο στο παρελθόν, γενικά εκτιμάται από το Μακάριο και πιστεύεται ότι θα είναι ο διάδοχός του. Η επιτυχία ή αποτυχία των διακοινοτικών συνομιλιών μπορεί να καθορίσει το μέλλον του αφού μια επιτυχής έκβαση θα αυξήσει τις πιθανότητες να διαδεχθεί το Μακάριο και μια αποτυχία στις συνομιλίες θα τον μετατρέψει εύκολα σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο Κληρίδης είναι βασικά μετριοπαθής, γεγονός το οποίο επηρέασε τη επιλογή του ως διαπραγματευτή. Δουλεύει σκληρά για να θέσει στο τραπέζι των συνομιιλιών το θέμα της Ένωσης.
Ιωάννης (Γιάννης) Χριστοφίδης
Ως Υπουργός Εξωτερικών, ο Ιωάννης Χριστοφίδης ο οποίος διορίστηκε το 1972 από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, είναι ένα υπόδειγμα μέλους του νέου Υπουργικού Συμβουλίου. Θεωρείται μέλος του κυπριακού κατεστημένου, έχει ευφράδεια λόγου στα Αγγλικά, είναι πλούσιος, καλά μορφωμένος και άριστος τεχνοκράτης. Επιπλέον, δε δραστηριοποιείται στα πολιτικά δρώμενα της Κύπρου, δεν κατέχει καμία πολιτική δύναμη, και ως εκ τούτου δεν αποτελεί κίνδυνο για τον Μακάριο. Στο παρελθόν, ο Χριστοφίδης ασχολήθηκε κατεξοχήν με επιχειρηματικές και τηλεπικοινωνιακές υποθέσεις. Οι επαφές που έχει με την Ελληνική Κυβέρνηση άρχισαν ήδη να υποβοηθούν στην επανεδραίωση της επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας. Είναι φιλικός προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι εντελώς αντίθετος με τον κομμουνισμό και τον ολοκληρωτισμό.
Χριστόδουλος Βενιαμίν
Έγινε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών το Φεβρουάριο του 1968, μετά από μια λαμπρή καριέρα ως δημόσιος υπάλληλος. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Γενικός Διευθυντής έδωσε έμφαση στην επαναδιοργάνωση του Υπουργείου Εξωτερικών με στόχο την εξυπηρέτηση όσο το δυνατόν καλύτερα τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της Κύπρου. Ο Χριστόδουλος Βενιαμίν πιστεύει στην Ένωση, αλλά είναι πραγματιστής και δεν απορρίπτει άλλες πιθανές λύσεις στο Κυπριακό πρόβλημα. Ευμενής προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι και αυτός φιλοδυτικός και Αγγλόφιλος. Ο Μακάριος τον σέβεται και προφανώς έχει εμπιστοσύνη σε αυτόν.
Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας
Γνωστός ανά το παγκόσμιο ηγέτης των ανταρτικών δυνάμεων της Κύπρου ο Γεώργιος Γρίβας ήταν ο καθοδηγητής ενός αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και διηύθυνε τον Κυπριακό αγώνα ενάντια στους Βρετανούς από το 1955 μέχρι το 1959. Ο στρατηγός, ένας πολιτογραφημένος Έλληνας Κυπριακής καταγωγής, επέστρεψε στη γενέτειρά του τον Ιούνιο του 1964, εν μέσω νέου κύματος εχθροπραξιών μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων για να οργανώσει την Κυπριακή Εθνική Φρουρά, να διαλύσει ανεξάρτητες ένοπλες ομάδες και να προωθήσει την Ένωση. Εκεί που ο Μακάριος αναζητά λύση για μια ανεξάρτητη Κύπρο με ή χωρίς την βοήθεια του κομμουνιστικού μπλοκ, ο Γρίβας επιθυμεί την ΄Ένωση πάση θυσία μέσα στο πλαίσιο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και χωρίς τη βοήθεια ούτε των κομμουνιστών ούτε του Ανορθωτικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ). Εξαιτίας του ρόλου του ως ο ασύλληπτος, μυστηριώδης και έξυπνος «Διγενής» ηγέτης της Εθνικής Οργάνωσης Κυπριών Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για απελευθέρωση, ο Γρίβας χαίρει εκτίμησης, δημοτικότητας και θαυμασμού σε ένα γενικότερο πλαίσιο στην Κύπρο. Είναι αποφασιστικός, ατρόμητος και βλοσυρός ως ηγέτης και αξιώνει υποταγή από το προσωπικό και τους υφιστάμενούς του. Διαπραγματεύεται έντονα και αδίστακτα με όσους διαφωνεί. Ο ρόλος του «καταστροφέα» που έχει πάρει από τότε που επέστρεψε στην Κύπρο το 1971, πιθανόν με την ενίσχυση μελών της Κυβέρνησης της Ελλάδος, έχει κατά πολύ δυσχεράνει την κυβέρνηση Μακαρίου. Ο Γρίβας, ως ο πιο θερμός Ενωτικός, αντιτίθεται στην στήριξη που παρέχουν οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου στις διακοινοτικές συνομιλίες, παρόλα αυτά το κύρος του ήρωα που διαθέτει τον θέτει στο απυρόβλητο οποιασδήποτε κριτικής. Ο Γρίβας πέθανε ως ήρωας και ως επικηρυγμένος στις 27 Ιανουαρίου 1974, από καρδιακή προσβολή.
Αντρέας Αζίνας
Ως ο αδιαφιλονίκητος διοικητής της Ελληνοκυπριακής Συνεργατικής Ανάπτυξης, η ισχυρότερη ξεχωριστή οικονομική μονάδα στην Κύπρο και ηγέτης του Προοδευτικού Κινήματος -ένα κεντρο-δεξιό πολιτικό κόμμα που αντιπροσωπεύει μια ομάδα από το πολιτικό φάσμα ακριβώς στα δεξιά του Ενιαίου κόμματος του Κληρίδη-, ο Ανδρέας Αζίνας είναι μια ισχυρή πολιτική φιγούρα. Είναι μικρόσωμος, αλλά ο δυναμισμός που εκπέμπει και η αποφασιστικότητά του γρήγορα τον κάνουν να ξεχωρίζει. Ο Αζίνας συχνά υποτιμάται λόγω των εχθρών που έχει, που είναι πολλοί, και οι οποίοι διατηρούν μια άσβεστη φλόγα κριτικής εναντίον του. Όπως και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, έτσι και αυτός, προέρχεται από αγροτική οικογένεια και είναι περήφανος γι αυτό. Διετέλεσε προσωπικός γραμματέας του Μακαρίου από το 1953 μέχρι και το 1959 και ακόμα τρέφει μεγάλο σεβασμό για τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Αζίνας διετέλεσε οργανωτής και σύνδεσμος του κινήματος της ΕΟΚΑ στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για απελευθέρωση και έχει ελκύσει πολλά μέλη της ΕΟΚΑ στο Συνεργατικό του κίνημα. Το Συνεργατικό κίνημα έχει μεγάλη επίδραση στην εμπορική πολιτική της Κύπρου και ως ηγέτης του, ο Αζίνας είναι σε θέση να επηρεάσει τη στάση των Κυπρίων απέναντι στο εμπόριο με την Ανατολική Ευρώπη. Το Συνεργατικό κίνημα στην Κύπρο, υπό την καθοδήγηση του Αζίνα έχει γίνει ένα αποτελεσματικό μέσο για τον υπολογισμό της κομμουνιστικής επιρροής στην αγροτική Κύπρο.
Νίκος Σαμψών - Πρώτο σημείωμα
Σκληρός και αδίστακτος, ο Σαμψών έχει αντικαταστήσει την πολιτική δράση με τη χρήση βίας για να διευρύνει την πολιτική του καριέρα. Λέγεται ότι ήταν ο επικεφαλής του Ελληνοκυπριακού αποσπάσματος δολοφονιών με 14 εντομές στα όπλα του. Τώρα είναι συντάκτης-εκδότης της καθημερινής δεξιάς εφημερίδας Μάχη, καθώς και της εβδομαδιαίας εφημερίδας Θάρρος, και εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1970. Έθεσε υποψηφιότητα με το Προοδευτικό κίνημα αφότου το Προοδευτικό κόμμα -δικό του δημιούργημα- αφομοιώθηκε από το Προοδευτικό κίνημα σε μια προεκλογική συμφωνία της τελευταίας στιγμής. Το Προοδευτικό κόμμα οργανώθηκε κυρίως για διασφαλίσει θέση (στη Βουλή) για τον ιδρυτή του. Ο Σαμψών τείνει να βλέπει κάποια θέματα με αυστηρή μονολιθικότητα και αυτό προκαλεί σύγχυση στην προσπάθεια καθορισμού του προσανατολισμού του εξαιτίας των αντιφάσεων που προκύπτουν από την απλουστευμένη θεώρηση που έχει για τον κόσμο. Ο Σαμψών ναι μεν υποστηρίζει την Ένωση και τον Μακάριο μετά όμως από τον εαυτό του. Είναι ένα ανεξέλεγκτο άτομο το οποίο γενικά κρίνεται αναξιόπιστο. Τόσο η Μάχη όσο και το Θάρρος επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό και είναι υποδεέστερες στην ειδησεογραφία. Το σχήμα που έχει η εφημερίδα Μάχη την έχει κάνει ιδιαίτερα ελκυστική στους δεξιόφρονες εργαζομένους και μία από τις πέντε κορυφαίες σε κυκλοφορία εφημερίδες στο νησί.
Δεύτερο σημείωμα για το Σαμψών
την επομένη του Πραξικοπήματος
STATE DEPARTMENT
Ενημερωτικό Σημείωμα
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Προς: Γραμματέα
Από: Ευρώπη – Κύριο Χάρτμαν
Βιογραφική αναφορά για τον Νίκο Σαμψών
Κατά τη διάρκεια του ελληνοκυπριακού αγώνα του 1955-1959 ενάντια στη Βρετανική αποικιοκρατία, ο Νίκος Σαμψών κέρδισε τη φήμη του παράλογου και του αδίστακτου ανθρώπου. Λέγεται ότι ήταν ο επικεφαλής του Ελληνοκυπριακού αποσπάσματος δολοφονιών με 14 χαρακιές στο όπλο του – που αντιστοιχούσαν κυρίως σε δολοφονηθέντες άοπλους Άγγλους πολίτες. Ο Σαμψών δικάστηκε για φόνο και καταδικάστηκε σε απαγχονισμό. Όμως, πήρε χάρη μετά την παροχή γενικής αμνηστίας μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1959 και επέστρεψε στην Κύπρο ως ήρωας.
Κατά τη διάρκεια των διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963-64, ο Νίκος Σαμψών οδήγησε την προσωπική του στρατιωτική ομάδα εναντίον Τουρκοκύπριων πολιτών σε προάστια της Λευκωσίας. Οι αυτοαποκαλούμενοι «Ήρωες της Ομορφίτας» σκότωσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους και κατέστρεψαν πολλά σπίτια.
Ο Σαμψών που είναι τώρα 39 ετών, είναι συντάκτης-εκδότης της καθημερινής δεξιάς εφημερίδας «Μάχη», και της εβδομαδιαίας «Θάρρος» και εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1970. Είναι μέλος του Προοδευτικού κινήματος, αφού το δικό του προσωπικό κόμμα έχει αφομοιωθεί σε αυτό.
Ο Σαμψών έχει διατηρήσει μια ένοπλη δύναμη πιστή σε αυτόν από τη δεκαετία του 50 και συχνά έχει αντικαταστήσει την πολιτική δράση με τη χρήση βίας για να διευρύνει την πολιτική του καριέρα. Τείνει να βλέπει κάποια θέματα με αυστηρή μονολιθικότητα και αυτό από σύγχυση στην προσπάθεια καθορισμού του προσανατολισμού του εξαιτίας των αντιφάσεων που προκύπτουν από την απλουστευμένη θεώρηση που έχει για τον κόσμο. Ο Σαμψών έχει πρόσφατα υποστηρίξει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και φιλοδοξούσε να γίνει ο διάδοχος του Γρίβα στο κίνημα για Ένωση.
Κατά κύριο λόγο καιροσκόπος, ο Σαμψών είναι ένα ανεξέλεγκτο άτομο το οποίο τυγχάνει πολύ μικρής πολιτικής υποστήριξης στην Κύπρο. Οι συμπατριώτες του τον κοιτάζουν με φόβο λόγω της βίαιης και της άστατης προσωπικότητάς του, καθώς και εξαιτίας της πολιτικής του αστάθειας. Αναφορές δεικνύουν ότι ο Σαμψών έχει καλές επαφές με στοιχεία της Ελληνικής χούντας, και πιο συγκεκριμένα με τον Στρατηγό Ιωαννίδη.
* Το σημείωμα φέρει ημερομηνία 16 Ιουλίου 1974
Τάσσος Παπαδόπουλος
Εκλελεγμένος στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1971, ο Τάσσος Παπαδόπουλος βοήθησε στην οργάνωση του Ενιαίου Κόμματος με τον Κληρίδη και τον Γιωρκάτζη το 1970 και τώρα εκτελεί χρέη αναπληρωτή προέδρου του καθοδηγούμενου από τον Κληρίδη Ενιαίου Κόμματος. Ο Παπαδόπουλος είναι ο αναγνωρισμένος αρχηγός της νεώτερης προοδευτικής κομματικής ομάδας του Ενιαίου Κόμματος. Είναι δικηγόρος. Μετά το κίνημα για ανεξαρτησία του δόθηκαν σημαντικά υπεύθυνες θέσεις ως Υπουργός (Εσωτερικών και Εργασίας). Θεωρείτο στενός πολιτικός σύμβουλος του Μακαρίου. Μετά το σχηματισμό του ΕΚ και την αποχώρηση του από το Υπουργείο Εργασίας, άρχισε να ενεργεί ανεξάρτητα από τον Αρχιεπίσκοπο. Είναι ρεαλιστής και υποστηρικτής μιας εφικτής λύσης. Παρόλα αυτά δεν έχει πίστη στις διακοινοτικές συνομιλίες και υποστηρίζει τη συνεχιζόμενη απομόνωση των Τουρκοκυπρίων. Προτιμώντας να αφήσει το χρόνο να χαράξει το δρόμο του, αντιτίθεται σε παραχωρήσεις προς τους Τουρκοκύπριους στις διακοινοτικές συνομιλίες. Ο Παπαδόπουλος είναι φανατικός αντικομουνιστής, αλλά ταυτόχρονα είναι και επικριτικός ως προς τη Δύση για τη στάση που κρατά στο Κυπριακό πρόβλημα.
Τουρκοκύπριοι:
Ραούφ Ντενκτάς
Ο 49χρονος Ραούφ Ντενκτάς πέτυχε τον μακροχρόνιο σκοπό του, να γίνει ουσιαστικός ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, όταν συνέργησε στο να εξαναγκαστεί σε παραίτηση ο Αντιπροέδρος Φαζίλ Κουτσιούκ με αποτέλεσμα να εκλεγεί Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Φεβρουαρίου 1973. Από το 1968, που ξεκίνησαν οι διακοινοτικές συνομιλίες εκτελεί καθήκοντα διαπραγματευτή της Τουρκικής κοινότητας. Έχει την υποστήριξη της Κυβέρνησης της Τουρκίας και του τούρκικου στρατού στην Κύπρο. Και χρησιμοποιεί αυτή την υποστήριξη για να διατηρήσει ένα συμπαγές Τουρκοκυπριακό μέτωπο. Η εικόνα του παραπέμπει σε ένα άνδρα του οποίου η παρουσία είναι επιτακτική αφού εμφανίζεται ως ο μοναδικός ικανός Τουρκοκύπριος ο οποίος να μπορεί να οδηγήσει την τούρκικη κοινότητα σε μια λύση. Ο Ντενκτάς έχει εξαίρετο μυαλό και έχει περιγραφεί ως πολύ εύστροφος. Όταν κάποτε χαριτολογώντας του λέχθηκε ότι η Άγκυρα υποκινεί τους «Τουρκοκυπρίους», ο Ντενκτάς απάντησε ότι αυτό ήταν λανθασμένη διατύπωση, μιας και οι «Τουρκοκύπριοι" είναι αυτοί που υποκινούν την Άγκυρα.
Νετζέτ Ουνέλ
Εξαιρετικά σεβαστός στην Τουρκική κοινότητα και πιθανός διάδοχος του Ραούφ Ντενκτάς ως ηγέτης της κοινότητας. Το στάτους του Ουνέλ βασίζεται στην επαγγελματική ιδιότητά του ως γιατρός, στο ότι είναι ηγέτης της Τουρκικής νομοθετικής Συνέλευσης και στην προεξέχουσα θέση του στον παράνομο στρατό της κοινότητας, την ΤΜΤ. Ο Ουνέλ θεωρείται ένας δεύτερης κατηγορίας μαιευτήρας γυναικολόγος. Είναι τακτικός παίκτης του τένις, λάτρης των καταδύσεων και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σωματική υγεία, εξ’ου και το γεγονός ότι είναι αξιοσέβαστο μέλος όλων των Τουρκοκυπριακών Αθλητικών Σωματείων. Εξαιρετικά τυπικός στις κοινωνικές σχέσεις και υπερβολικά περήφανος, αρνείται να παρευρεθεί όπου δεν αναγνωρίζεται η θέση του ως Πρόεδρος της Τουρκοκυπριακής Νομοθετικής Συνέλευσης. Ο Ουνέλ είναι ένας ευκρινής εκπρόσωπος της σκληρής γραμμής που ακολουθεί η Τουρκοκυπριακή πλευρά στις δικοινοτικές υποθέσεις. Είναι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντι στη στρατηγική που ακολουθούν οι Η.Π.Α και πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σε δύο περιπτώσεις ανέτρεψαν την πραγματοποίηση της διχοτόμησης, λύση την οποία θεωρεί ως την πιο κατάλληλη. Ανησυχεί για την επίδραση που μπορεί να έχουν στην απομόνωση της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας οι πανεπιστημιακά καταρτισμένοι και οι προσανατολισμένοι προς την αριστερά Τουρκοκύπριοι νέοι που επιστρέφουν από την Τουρκία.
Οσμάν Ορέκ
Ένα από τα πρώτα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και de jure ακόμη Υπουργός Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Οσμάν Ορέκ δεν έχει παρευρεθεί σε καμία συνάντηση του Υπουργικού Συμβουλίου από τότε που ξέσπασαν τα γεγονότα του 1963. Προηγουμένως, είχε παραπονεθεί ότι δεν του είχε δοθεί ποτέ μια στρατιωτική δομή την οποία και να διοικήσει. Τρέφει ελπίδες ότι θα γίνει ηγέτης της Τουρκικής κοινότητας, αλλά το άστρο του προφανώς δεν είναι τόσο φωτεινό στην παρούσα φάση. Όταν ο Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε τον ανασχηματισμό του Υπουργικού του Συμβουλίου τον Μάρτιο του 1973, ο Ορέκ έχασε τη θέση που κατείχε ως Υπουργός Εξωτερικών υποθέσεων της Τουρκοκυπριακής Προσωρινής Διοίκησης. Τα καθήκοντα σε θέματα άμυνας που του είχαν ανατεθεί ήταν πάντοτε περιορισμένα. Είναι κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διοίκηση της τοπικής κυβέρνησης στους Τούρκικους θυλάκους διαμέσου ενός συστήματος επαρχιακών γραφείων και χωροφυλακής. Αν και ικανός, ευφράδης και καλός διαχειριστής, εντούτοις έχει έλλειψη δημιουργικού μυαλού και δυναμισμού, στοιχεία που θα τον έκαναν να ξεχωρίζει στην κοινότητα.
Μιντχάτ Περμπέρογλου
Ένας λαμπρός νεαρός δικηγόρος, ο Μιντχάτ Περμπέρογλου ανεπιτυχώς διεκδίκησε τις εκλογές για την Αντιπροεδρία οι οποίες ήταν προγραμματισμένες για τις 18 Φεβρουαρίου 1973. Είναι ηγέτης μιας ομάδας Τουρκοκυπρίων οι οποίοι έχουν διαφωνήσει με τον τρόπο που διοικείται η Τουρκική κοινότητα και έχουν προχωρήσει στο σχηματισμό του αμφισβητούμενου Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (ΡΤΚ). Στην εκλογική εκστρατεία του 1973, ο Περμπέρογλου εξέφρασε ανησυχία για τα οικονομικά προβλήματα της κοινότητας, έκανε έκκληση για τερματισμό της λειτουργίας «αστυνομικού κράτους» στους Τουρκικούς θυλάκους ενώ σε ο,τι αφορά τις διακοινοτικές συνομιλίες δήλωσε ότι αυτός θα μπορούσε να λύσει το Κυπριακό πρόβλημα σε διάστημα τριών μηνών. Οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι θεωρούσαν την υποψηφιότητα Περμπέρογλου επιπόλαιη. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, στο Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό κόμμα διείσδυσαν Τουρκοκύπριοι νέοι οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από το Dev- Genҫ (Επαναστατικό κίνημα νεολαίας) το οποίο είναι υπεύθυνο για την αστική τρομοκρατία που επικρατεί στην Τουρκία. Η σχέση του Επαναστατικού κινήματος Νέων με αριστερούς Ελληνοκύπριους και η ένδειξη ότι το κίνημα χρηματοδοτείται από αυτούς, είχε ως αποτέλεσμα να διατυπωθούν εναντίον απειλές από τον Τούρκικο στρατό. Επίσης, η κυβέρνηση της Τουρκίας ήταν επιφυλακτική απέναντι του πιστεύοντας ότι χρησιμοποιείτο ως όργανο των κομουνιστών και ότι διακινδύνευε να αποξενωθεί τόσο από το Κυβέρνηση της Τουρκίας, όσο και από την Τουρκική κοινότητα. Πραγματικά φοβούμενος για τη σωματική του ακεραιότητα, ο Περμπέρογλου απέσυρε την υποψηφιότητά του από τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου. Η μοίρα του αριθμητικά ασήμαντου κόμματός του είναι αβέβαιη, όμως το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα φαίνεται ότι θα είναι ακλόνητο στο εγγύς μέλλον.
Bayraktar
Μπαϊρακτάρ είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μυστικό Τούρκο στρατιωτικό διοικητή στην Κύπρο. Ελέγχει το τουρκικό προσωπικό που απασχολείται στην ξηρά και το οποίο στάληκε στην Κύπρο καθώς και τις Τουρκοκυπριακές άτακτες δυνάμεις, την ΤΜΤ. Αν και ο ρόλος του είναι φαινομενικά μυστικός, ένας νέος Μπαυρακτάρ γρήγορα γίνεται αντιληπτός όποτε υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία. Αντικατοπτρίζοντας τον στρατιωτικό προσανατολισμό που πρέπει να έχει στη ξηρά, ο εκάστοτε Μπαυρακτάρ επικεντρώνεται στην εξουδετέρωση της επιρροής των μορφωμένων και άνεργων Τούρκων νέων που συνθέτουν ένα γόνιμο φυτώριο για την αριστερή ιδεολογία. Παραδοσιακά, ο Τούρκος διοικητής είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και αυτό το επιτυγχάνει μέσα από ένα συνδυασμό πειθούς και πειθαναγκασμού.
Τούρκοι:
Ορχάν Αλντικαστί
Έμπειρος Συνταγματολόγος, κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, είναι ο εκπρόσωπος της Τουρκικής κυβέρνησης στις διευρυμένες δικοινοτικές συνομιλίες για το Κυπριακό πρόβλημα από τον Απρίλιο του 1972. Ο Αλντικαστί έχει προσεγγίσει το πρόβλημα, ως επί τω πλείστω πραγματιστικά και λογικά. Φαίνεται να πιστεύει ότι οι δικοινοτικές εντάσεις στο νησί θα συνεχιστούν ακόμα και μετά από μια επίσημη διευθέτηση του θέματος και ότι ως εκ τούτου, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα πρέπει να ελέγχει και να ρυθμίζει τις δικές τις δυνάμεις ασφαλείας και μετά την περίοδο του διακανονισμού.
Έλληνες:
Μιχαήλ Δεκλερής
Ο Μιχαήλ Δεκλερής, περίπου 42 χρονών, διακεκριμένος νομικός και δικηγόρος, είναι ο εκπρόσωπος της Ελληνικής κυβέρνησης στις διευρυμένες δικοινοτικές συνομιλίες για το Κυπριακό πρόβλημα από τον Ιανουάριο του 1972. Ο Δεκλερής διαθέτει εξαιρετική ευφυία στις συνομιλίες και έχει μια πραγματιστική, αλλά ταυτόχρονα συμπονετική προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις. Πιστεύει ότι οποιοσδήποτε διακανονισμός πρέπει να ικανοποιεί τις Τουρκοκυπριακές επιθυμίες έτσι ώστε να χειρίζονται τις δικές τους κοινοτικές υποθέσεις χωρίς να καταστρέφουν τη λειτουργία της κεντρικής κυβέρνησης. Ο Δεκλερής σπούδασε νομική στη Νομική Σχολή Αθηνών και σε πανεπιστήμια του Λονδίνου. Αργότερα του αποδόθηκαν μεταπτυχιακοί τίτλοι στο συνταγματικό, διεθνές και δημόσιο δίκαιο από το Πανεπιστήμιο του Yale, προτού γίνει νομικός σύμβουλος το 1958. Από τότε, έχει διδάξει νομική, εργάστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και υπηρέτησε ως δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Σεπτέμβριο του 1973, διορίστηκε μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο τώρα διαλύθηκε. Ο Δεκλερής είναι μέλος της Κεντρικής Νομικής Τεχνοκρατικής Επιτροπής και του Εθνικού Συμβουλίου για Επιστημονική Έρευνα και Ανάπτυξη. Έχει γράψει ποικίλες διατριβές για τη νομική και πολιτική επιστήμη. Ο Δεκλερής είναι παντρεμένος και έχει ένα παιδί. Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά.
Ηνωμένα Έθνη:
Μπιμπιάνο Φ. Οσόριο- Ταφάλ
Ο αντιπρόσωπος του γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε στην Κύπρο είναι ένας ηλικιωμένος πολιτικός ο οποίος δουλεύει για τα Ηνωμένα Έθνη από τον καιρό της έναρξης των εργασιών τους. Ο Οσόριο Ταφάλ τώρα είναι περίπου 75 χρονών. Ο Οσόριο είχε το βαθμό του ταξίαρχου-στρατηγού κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου και ήταν δραστήριο μέλος της Ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης. Όταν αυτή κατέρρευσε, ο Οσόριο εξορίστηκε αρχικά στη Γαλλία και αργότερα στο Μεξικό. Επιλέχθηκε ως επικεφαλής της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στο Κονγκό από το 1964 μέχρι και το 1967 και μεταφέρθηκε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του 1967. Στις συνομιλίες, ο ρόλος του είναι να εισηγείται συμβιβασμούς και λύσεις τις οποίες καμία πλευρά δεν νοιώθει ικανή να προσφέρει. Ως αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα, ο Οσόριο έχει κληθεί να διευρύνει το ρόλο της UNFICYP ως μεσολαβητής και υπερασπιστής του status quo. Έχει διατηρήσει φιλικές σχέσεις και με τις δύο πλευρές και χαίρει της εμπιστοσύνης και των δύο πλευρών. Απογοητευμένος και κουρασμένος από τις ελάχιστες προοπτικές για επίλυση μετά από έξι χρόνια συνεχών διαπραγματεύσεων, ο Οσόριο Ταφάλ θα αφυπηρετήσει το καλοκαίρι του 1974 και θα αντικατασταθεί από τον Λούις Γουέκμαν- Μουνόζ.
Πρεμ Τσιάντ
Ο Πρεμ Τσιάντ, 58 ετών περίπου, είναι διοικητής της Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο από το 1969. Ο Τσιάντ αφυπηρέτησε από τον Ινδικό Στρατό το 1967 μετά από 30 χρόνια υπηρεσία, και πήρε μια διοικητική θέση σε μια ιδιωτική βιομηχανική επιχείρηση για τα επόμενα 2 χρόνια. Την περίοδο 1962-1963, ο Τσιάντ ήταν διοικητής των Δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή Κατάνγκα του Κόνγκο και λέγεται από κάποιους ότι ήταν από τους λίγους ανθρώπους που κατανοούσαν πλήρως την κατάσταση στο Κονγκό και τις πολιτικές επιπτώσεις τις εκστρατείας στην Κατάνγκα. Κάτω από την ηγεσία του, η UNFICYP κατάφερε να αποτρέψει με επιτυχία κάποια μικρής κλίμακας περιστατικά που δύνατο να οδηγήσουν σε μεγαλύτερες συγκρούσεις. Αντιδρούσε συστηματικά με τον περιορισμό που ασκείτο στην UNFICYP σε εδάφη που μπορούσαν να κλονίσουν την αποτελεσματικότητα της.
Λούις Γουέκμαν Μουνόζ
Ο Γουέκμαν είναι ένας Μεξικανός διπλωμάτης καριέρας ο οποίος υπηρέτησε ως Πρεσβευτής του Μεξικού στο Ισραήλ (1967-69), στην Αυστρία (1969-73) και στο ομοσπονδιακό κράτος της Γερμανίας (1973-74). Διετέλεσε επίσης αντιπρόσωπος του Μεξικού στο Διεθνές Πρακτορείο Ατομικής Ενέργειας και συγχρόνως στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Τελευταία, μεσολάβησε στην πρόσφατη διένεξη μεταξύ Ιράν και Ιράκ για το Shatt al-Arab και επιτυχώς συνέταξε μια αριστοτεχνικά ασαφή αναφορά η οποία έγινε αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Ο Γουέκμαν είναι 50 ετών και αποφοίτησε από το Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού όπου ειδικεύτηκε στην μεσαιωνική ιστορία. Αργότερα έλαβε τον διδακτορικό τίτλο στην ιστορία από το Πανεπιστήμιο Berkley στην Καλιφόρνια, στο διεθνές δίκαιο από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού και στη φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο του Μεξικού. Ο Γουέκμαν έχει επίσης διδάξει ιστορία και πολιτική σε διάφορα πανεπιστήμια του Μεξικού. Για μεγάλο χρνικό διάστημα ήταν εργένης αλλά παντρεύτηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1973. Ο Γουέκμαν μιλά άπταιστα Αγγλικά, Ιταλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Είναι φιλικός σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολύ έμπειρος στα ζητήματα που απασχολούν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Ιούλιο, μετά την αφυπηρέτηση του Οσόριο-Ταφάλ, ο Γουέκμαν θα υπηρετήσει ως Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε στην Κύπρο.
ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΡΡΕΥΣΕΙ
Ελλάδα
Δημήτριος Ιωαννίδης
Αρχηγός Στρατιωτικής Αστυνομίας
Ο Στρατηγός Δημήτριος Ιωαννίδης είναι η κεντρική φιγούρα της στρατιωτικής χούντας η οποία κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου 1973. Αρχηγός της Στρατονομίας από το 1967, ο Ιωαννίδης είχε γίνει, σύμφωνα με αξιόπιστη στρατιωτική πηγή, το δεύτερο πιο ισχυρό μέλος της δικτατορίας του Γεώργιου Παπαδόπουλου από το Μάρτιο του 1973 και μετά. Η σημαντικότητα αυτού του ανθρώπου βασιζόταν στον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτιζε ως επιτηρητής της αφοσίωσης του στρατού προς το καθεστώς, καθώς και στη φήμη που είχε ανάμεσα στους επονομαζόμενους υπερεπαναστάτες στον Ελληνικό στρατό ως στυγνός, πουριτανός και αδιάφθορος φρουρός του πνεύματος της «επανάστασης» του 1967 στην οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν έχει καμία πολιτική φιλοδοξία.
Εδώ και πολύ καιρό θεωρείται ως ένας από τους πιθανότερους διεκδικητές της θέσης του Παπαδόπουλου. Είναι πιθανό ο Ιωαννίδης να προετοίμαζε το πραξικόπημα για διάστημα περίπου ενάμιση χρόνο πριν την ενεργοποίησή του. Ο ίδιος ισχυρίζεταιι ότι στη διάρκεια αυτού του χρόνου μάταια προσπαθούσε να καθοδηγήσει τον Παπαδόπουλο να πάρει μέτρα, ελπίζοντας να αποτρέψει την ανάγκη για άμεση δράση. Προφανώς ενεργοποίησε το μηχανισμό για πραξικόπημα προφασιζόμενος την εξέγερση των φοιτητών στα μέσα Νοεμβρίου του 1973, η οποία οδήγησε σε πολιτική αστάθεια, και αυτό του έδωσε το έναυσμα να διακόψει τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος την οποία είχε ξεκινήσει ο Παπαδόπουλος. Αναμενόταν ότι ο Ιωαννίδης θα κινείτο εναντίον του Παπαδόπουλου κατά την περίοδο των βουλευτικών εκλογών, που ήταν προγραμματισμένες κάπου στο 1974.
Η εναντίωση του Ιωαννίδη προς τον Παπαδόπουλο ξεκινά τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1968, όταν ο Ιωαννίδης τάχθηκε ενάντια στο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα. Από τότε, και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 1970, άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο επικριτικός στο τρόπο διακυβέρνησης του Παπαδόπουλου, και τον κατηγορούσε για κυβερνητική διαφθορά και νεποτισμό, και για τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος μέσω της επανεμπλοκής των πολιτικών. Επίσης επέκρινε την έμμονη ανησυχία του Παπαδόπουλου για το δικό του πολιτικό μέλλον. Ο Ιωαννίδης θεωρούσε ότι όλα αυτά τα ζητήματα παρεξέκλιναν από τους στόχους και το πνεύμα που διέπει την «επανάσταση» του 1967.
Μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1973, σύμφωνα με μια καλά πληροφορημένη πηγή, ο Ιωαννίδης είχε καταστεί η πραγματική δύναμη πίσω από ένα οργανισμό αξιωματικών που ήταν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του Παπαδόπουλου εφ’οσον, κατά τη γνώμη τους, η πολιτική κατάσταση επιδεινωνόταν πάλι σε σημείο που να θυμίζει την περίοδο πριν το πραξικόπημα. Η ικανότητα του Ιωαννίδη να σχεδιάζει να κινηθεί εναντίον ενός ανθρώπου, του οποίου μάλιστα την υπεροχή στη χούντα επικροτούσε και ο ίδιος, μπορεί να διευκολύνθηκε από την πεποίθησή του ότι οι στόχοι του πραξικοπήματος του 1967 ήταν πολύ πιο σημαντικοί από τα άτομα τα οποία αναμειγνύονται σε αυτό.
Ο Παπαδόπουλος πρέπει να γνώριζε, τουλάχιστον μέχρι ενός βαθμού, για τις δραστηριότητες του Ιωαννίδη, και έτσι αποφάσισε, τον Αύγουστο του 1973, σύμφωνα με έμπειρο πολιτικό παρατηρητή, να απομακρύνει τον Ιωαννίδη από τη θέση που κατείχε στη στρατονομία επειδή επιχειρούσε να αναπτύξει το δικό του μηχανισμό εξουσίας. Ο Παπαδόπουλος πιθανόν να ήθελε να εξουδετερώσει τον ζηλόφθονο Ιωαννίδη τουλάχιστον μετά τον Ιούλιο του 1970. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1973, δύο από τους πιο έμπιστους αντισυνταγματάρχες της Στρατονομίας μετατέθηκαν από τις θέσεις τους. Κατόπιν, ο Παπαδόπουλος ήρθε αντιμέτωπος με τον Ιωαννίδη όταν τον μετέθεσε σε άλλο πόστο στη Βόρεια Ελλάδα. Σε αυτό το σημείο, σύμφωνα πάντα με έγκυρη πηγή, ο Ιωαννίδης απείλησε τον Παπαδόπουλο με πιθανό πραξικόπημα από νεότερους αξιωματικούς. Μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Ιωαννίδης επέστρεψε στο γραφείο του στη Στρατονομία, μετά από ένα μήνα διακοπών, ισχυρότερος από ποτέ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ιωαννίδης κινήθηκε γρήγορα μετά το πραξικόπημα για να απομακρύνει τον Παπαδόπουλου, έτσι ώστε να μετακινήσει από στρατιωτικές και πολιτικές θέσεις-κλειδιά υποστηρικτές του Παπαδόπουλου. Παρόλα αυτά, έχει αποφύγει τη δημόσια δίωξη αυτών των ανδρών, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν εσωτερικά προβλήματα στο στρατό. Επιπλέον, από το πραξικόπημα και μετά, ο Ιωαννίδης έχει διατηρήσει μια δημόσια στάση ανάλογη με το κύρος του και είναι πολύ προσεκτικός στο συντονισμό μεγάλων αποφάσεων μαζί με άλλα 15 μέλη, αν και όπως διαφαίνεται βρίσκεται σε μια θέση που μπορεί να λειτουργεί μονομερώς.
Στάσεις και Συμπεριφορές
Η Δημοκρατία και οι Εκλογές
Σύμφωνα με αξιωματούχο της Αμερικάνικης πρεσβείας, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κάποιος πως ο Ιωαννίδης συνδράμει στη δημοκρατία με τρόπο ώστε να γίνεται αποδεκτός τόσο στην κοινή γνώμη της Δυτικής Ευρώπης όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ιωαννίδης εξέφρασε την άποψη ότι ο Παπαδόπουλος βρισκόταν στην εξουσία πολύ λίγο χρόνο και άρα δεν έπρεπε να πειραματίζεται με τη δημοκρατία και ότι (η επανάσταση της 21ης Απριλίου ) ήταν αναγκαία για ένα διάστημα -10 ή 20 χρόνων- για να εξαγνιστεί το Ελληνικό πολίτευμα από τα σημάδια του παλαιού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Ο Ιωαννίδης δήλωσε ότι οι βουλευτικές εκλογές δε μπορούν να λάβουν χώρα στην Ελλάδα στο ορατό μέλλον –τουλάχιστον έως ότου οι κομμουνιστές χάσουν το ενδιαφέρον τους για την Ελλάδα και μέχρι οι παλιοί πολιτικοί ηγέτες φτάσουν σε τέτοια ηλικία ώστε να μη μπορούν να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή-. Έχει ακόμη ταχθεί ενάντια στη συμμετοχή οποιουδήποτε παλαιότερου πολιτικού κόμματος σε μελλοντικές πολιτικές κυβερνήσεις στις οποίες θα έχει τον έλεγχο, υποστηρίζοντας ότι όλοι έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να εμποδίσουν την ολίσθηση σε μια πολιτική αναταραχή. Με λίγα λόγια, ο Ιωαννίδης είναι πολύ ανήσυχος για την επιστροφή σε δημοκρατικούς θεσμούς, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες δεν είναι έτοιμοι για εκλογές.
Ο στρατηγός έχει ήδη κάνει γνωστή την αντίθεσή του σε κάθε επίσημη πίεση από ξένη κυβέρνηση σχετικά με το χρόνο διεξαγωγής των ενδεχόμενων εκλογών στην Ελλάδα, ισχυριζόμενος ότι είναι ένα αυστηρά εσωτερικό θέμα. Είχε αντιταχθεί σε εκλογές κατά τη διάρκεια της εποχής του Παπαδόπουλου –τουλάχιστον από το 1969- στις περιπτώσεις που οι απαιτήσεις προέρχονταν κυρίως από το εξωτερικό.
Η μοναρχία και ο Τύπος
Σύμφωνα με πεπειραμένο πολιτικό, ο Ιωαννίδης είναι εντελώς αντίθετος με την επιστροφή του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου με σκοπό να κυβερνήσει την Ελλάδα. Πιστεύει ότι η μοναρχία είναι κάτι ξεπερασμένο για την Ελλάδα και όπως έχει διαφανεί στο παρελθόν θεωρεί ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός νεώτερων στρατιωτικών στελεχών που συμμερίζονται αυτή την άποψη.
Στις 27 Νοεμβρίου 1973, ο Ιωαννίδης ανακοίνωσε στους εκδότες εφημερίδων ότι ήταν ελεύθεροι να βγάλουν στην επιφάνεια οποιαδήποτε σκάνδαλα του καθεστώτος Παπαδόπουλου νοουμένου ότι θα μπορούν να τεκμηριώσουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς. Επίσης τους πίεσε να κάνουν λογοκρισία στους συντάκτες τους. Παρόλα αυτά, η προθυμία του να χρησιμοποιήσει αυστηρότερα μέτρα φαίνεται από το κλείσιμο των εφημερίδων Βραδινή και Χριστιανική, μετά από συζήτηση που είχε με τους συντάκτες, επειδή άσκησαν κριτική στην χούντα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ
Ο Ιωαννίδης δήλωσε ότι τάσσεται σταθερά υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών, και ότι πιθανόν να κρατήσει την ίδια στάση μέχρι να απογοητευτεί από την υποστήριξη που παρέχουν στο καθεστώς του. Τάχθηκε υπέρ της Ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο του Βιετνάμ και πιστεύεται ότι θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να πλήξει τους δεσμούς της Ελλάδας με τη χώρα αυτή. Είναι ένας μεγάλος εθνικιστής, ο οποίος εκτιμάται ότι δεν θα έκανε οτιδήποτε που θα έπληττε τη χώρα του απλά και μόνο για να ικανοποιήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενθουσιώδης αντι-κομμουνιστής και γενικά φιλοδυτικός, ο Ιωαννίδης θα διατηρήσει, πιθανότατα τους δεσμούς με το ΝΑΤΟ. Πιστεύει ότι τόσο οι Η.Π.Α όσο και το ΝΑΤΟ έχουν στρατηγικά συμφέροντα σε μια Ελλάδα αντικομουνιστική και φιλοδυτική και ότι αυτό θα συνεχίσει να υφίσταται ανεξάρτητα από τη φύση του Ελληνικού καθεστώτος. Ο στρατηγός επέδειξε βούληση να αναζητήσει πηγές εξοπλισμού πέρα από τις παραδοσιακές στρατιωτικές πηγές του ΝΑΤΟ, (όχι όμως σε κομμουνιστικές χώρες), εάν οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ δεν μπορούν να προμηθεύσουν την Ελλάδα με τα όπλα και τον εξοπλισμό που ο ίδιος και η σταρτιωτική ηγεσία θεωρούν απαραίτητα για την άμυνά της Ελλάδας.
Οικονομικά
Ο Ιωαννίδης πιστεύει ότι τα οικονομικά προβλήματα μπαίνουν σε προτεραιότητα στην παρούσα κατάσταση της Ελλάδας. Ευνοεί το ελεύθερο επιχειρηματικό πνεύμα, αλλά με περιορισμούς, ένα έντιμο και αυστηρά επιβαλλόμενο φορολογικό σύστημα, αγροτικές επιχορηγήσεις και μειωμένες τιμές. Ο στρατηγός φαίνεται να ενεργεί σύμφωνα με τη θεωρία ότι εάν μπορεί κάπως να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση, θα μπορέσει και να κρατήσει τον πληθυσμό υπό έλεγχο. Η έλλειψη μεθοδικότητας του Ιωαννίδη στα οικονομικά θέματα δύναται να αποτελέσει πρόβλημα.
Κύπρος
Αξιόπιστη πηγή δηλώνει ότι ο Ιωαννίδης νοιώθει ότι το Κυπριακό πρόβλημα είναι ένα από τα μεγαλύτερα εξωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα προς το παρόν. Ο Ιωαννίδης πιστεύει ότι υπάρχουν τρεις λόγοι στους οποίους οφείλεται η αποτυχία στους χειρισμούς των προηγούμενων Ελληνικών κυβερνήσεων στο θέμα:
* Η τάση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να θυσιάζει τα πάντα προκειμένου να σώσει τον εαυτό του.
* Ο επικαλούμενος δισταγμός των Βρετανών να λύσουν το πρόβλημα επειδή βλέπουν τη συνεχιζόμενη κρίση ως ωφέλιμη για αυτούς
* Η τάση της Τουρκικής κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει το θέμα ως εξωτερική απειλή κάθε φορά που βγαίνουν εκτός ελέγχου τα εσωτερικά της προβλήματα της.
Ο Ιωαννίδης, ο οποίος φαίνεται να πρόσκειται στους στόχους του στρατηγού Γεώργιου Γρίβα (ηγέτη του αντιμακαριακού αντάρτικου κινήματος) πιστεύει ότι το πρόβλημα θα παραμείνει άλυτο όσο οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται να συμφωνήσουν για ένα Ενιαίο Κυπριακό κράτος και όσο οι Ελληνοκύπριοι αρνούνται να δώσουν μικρό τμήμα του νησιού στους Τουρκοκύπριους. Ο στρατηγός ανέφερε στον Πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο ότι στην παρούσα στιγμή η κυβέρνηση θα έπρεπε να υποστηρίξει τις συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, θεωρώντας ότι είναι το καλύτερο μέσο ρύθμισης του προβλήματος. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ο Ιωαννίδης μάλλον αντιμετωπίζει τις συνομιλίες ως ένα χρήσιμο μηχανισμό για να διατηρήσει το status quo, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί άλλα μέσα επίλυσης της υπόθεσης. Αυτό το πόρισμα βασίζεται στο γεγονός ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες έχουν ακολουθήσει μια άλλη πορεία με τις έντονα εθνικιστικές συμπεριφορές του Ιωαννίδη και τη γενική του συμπάθεια στην ιδέα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Τα πρώτα βήματα και η στρατιωτική του καριέρα
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1923 στην Αθήνα, και προέρχεται από την οικογένεια ενός πλούσιου μετριοπαθούς επιχειρηματία. Μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων το 1940 και έγινε ανθυπολοχαγός μετά την αποφοίτησή του το 1943. Ο Ιωαννίδης αποφοίτησε από τη Σχολή Πεζικού το 1952, Ατομικού - Βιολογικού και Χημικού Πολέμου το 1954 και τη Σχολή Πολέμου το 1956. Το 1961 επισκέφθηκε τη Δυτική Γερμανία, όπου παρακολούθησε εκπαιδευτικά προγράμματα για μονάδες πεζικού.
Ο Ιωαννίδης ξεκίνησε την καριέρα του ως αξιωματικός στην εθνικιστική αντάρτικη ομάδα του Ζέρβα. Από το 1945 μέχρι και το 1949 ήταν τοποθετημένος μαζί με το 202ο και 502ο Τάγμα Εθνοφυλακής, την Ταξιαρχία του Ρίμινι και το ειδικό τάγμα που έδρευε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Μακρόνησο. Το 1950, διορίστηκε στο τμήμα προγραμματισμού του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού. Μεταγενέστερα υπηρέτησε στο Non-Commissioned Officers School (1953) με το 26ο Σύνταγμα Πεζικού και το 554ο Τάγμα Πεζικού και με το 72ο Σύνταγμα Πεζικού (1957). Από το 1959 μέχρι και το 1961 ο Ιωαννίδης επαναδιορίστηκε στο Ελληννικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) υπό την ιδιότητα του αξιωματικού και το 1963 τοποθετήθηκε στην Κύπρο με την Ελληνικές Δύναμεις. Το1966 διορίστηκε διοικητής του τάγματος της Σχολής Ευελπίδων.
ΙΔΕΑ και το πραξικόπημα του 1967
Ο Ιωαννίδης κατατάχτηκε στον Ιερό Δεσμό των Ελλήνων Αξιωματικών το 1945 και συμετείχε στο αποτυχημένο πραξικόπημα που οργανώθηκε το Μάιο του 1951. Το 1956 έγινε αρχηγός της ομάδας η οποία οργάνωσε τελικά το πραξικόπημα του 1967. Το 1959 ο Ιωαννίδης παραιτήθηκε από την ηγεσία της ομάδας και ανέλαβε ο Δημήτριος Πατίλης (αργότερα Αναπληρωτής Πρωθυπουργός στο καθεστώς Παπαδόπουλου), ο οποίος αργότερα παρέδωσε την αρχηγία στον Παπαδόπουλο το 1960. Ο Ιωαννίδης παρέμεινε ενεργός στην οργάνωση και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο πραξικόπημα του Απρίλιου του 1967. Ως διοικητής του τάγματος των ευελπίδων, διέταξε τους μαθητές της στρατιωτικής σχολής να στήσουν μπλόκα στους δρόμους και να καταλάβουν κυβερνητικά κτήρια στην Αθήνα. Μετά το πραξικόπημα, ο Ιωαννίδης υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα στο γραφείο του Υπουργού Εθνικής Αμύνης και τον Οκτώβριο έγινε αρχηγός της στρατονομίας.
Ο στρατηγός ανέφερε ότι ανέλαβε τη θέση στη Στρατονομία καθαρά για ρυθμιστικούς σκοπούς. Μετά το αποτυχημένο προμελετημένο αντιπραξικόπημα το Δεκέμβριο του 1967, έγινε υπεύθυνος για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων όλων των εν ενεργεία και απόστρατων αξιωματικών και απέκτησε σημαντική ισχύ στον καθορισμό των μεταθέσεων αξιωματικών σε θέσεις-κλειδιά. Ο Ιωαννίδης ήταν ο βασικός υποστηρικτής των συλλήψεων των απόστρατων αξιωματικών οι οποίοι θεωρούνταν ύποπτοι για ανάμειξη στη συνωμοσία εναντίον του καθεστώτος το Μάιο του 1969.
Τον Ιανουάριο του 1968 ο Πρωθυπουργός Παπαδόπουλος έκανε έκκληση όπως όλοι οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι που συμμετείχαν σην κυβέρνηση να παραμείνουν στις θέσεις τους ως πολιτικά πρόσωπα ή να επιστρέψουν στην ενεργό δράση. Παρόλα αυτά, ο Ιωαννίδης επέλεξε να διατηρήσει τόσο την θέση του ως πολιτικός όσο και το στρατιωτικό του βαθμό. Για να το πετύχει αυτό διατήρησε την πρόσβαση που είχε σε όλη τη γκάμα των σταρτιωτών και των βαθμοφόρων, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της χούντας αφότου παραιτήθηκαν έχασαν αυτές τις επαφές.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 1969, παράλληλα με τη θέση που κατείχε στη Στρατονομία, ο Ιωαννίδης κράτησε και τη θέση που κατείχε ως μέλος στο Επαναστατικό Συμβούλιο και διευθυντής στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης.
Προαγωγές
Ο Ιωαννίδης προήχθη σε λοχαγό το 1948, έγινε ταγματάρχης το 1953 και αντισυνταγματάρχης το 1964. Η προαγωγή του σε συνταγματάρχη το 1970 καθυστέρησε κάπως επειδή ήταν ανάμεσα στους τελευταίους της τάξης του στη Σχολή Ευελπίδων. Ο Ιωαννίδης έγινε ταξίαρχος τον Ιούνιο του 1973. Έχει πάρει πολλές τιμητικές διακρίσεις και παράσημα.
Μια απλοϊκή ζωή
Ο στρατηγός έχει τη φήμη του έντιμου, ηθικού ανθρώπου που είναι αφοσιωμένος στη δουλεία του. Έχει καταστήσει σαφές στα νεότερα μέλη του καθεστώτος του ότι δε θα πρέπει να αναμένουν ειδική μεταχείριση από το νέο καθεστώς. Μια πηγή περιγράφει τον Ιωαννίδη ως πανέξυπνο και αποφασιστικό, ενώ μια άλλη πηγή τον χαρακτηρίζει ως ανίκανο, ότι έχει έλλειψη φαντασίας και ότι δεν έχει την ικανότητα να παίρνει πρωτοβουλίες. Ο στρατηγός είναι συντηρητικός στις προτιμήσεις του και ζει μια απλή ζωή. Δεν είναι εντυπωσιακός στην εμφάνιση και σε κάποιους παρατηρητές δίνει την εντύπωση ότι είναι αφελής άνθρωπος. Ο Ιωαννίδης είναι εργένης.
Ο Ιωαννίδης είναι φιλικός και ανοικτός σε όσους γνωρίζει αλλά είναι επιφυλακτικός στους τρόπους του και λιγομίλητος στην παρουσία ξένων και γυναικών. Έχει φύγει εκτός Ελλάδας μόνο μία φορά. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδήγησε σε μια υπέρ-απλουστευμένη, και κάπως μισαλλόδοξη αντίληψη των πραγμάτων εκ μέρους του, η οποία ενισχύεται από την πεποίθησή του ότι ο Τύπος σε Ηνωμένες Πολιτείες και Δυτική Ευρώπη ελέγχεται από σοσιαλιστές συνοδοιπόρους και κομμουνιστές. Ο Στρατηγός μιλά αρκετά καλά Αγγλικά.
* Το παρόν σημείωμα φέρει ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 1974
ΝΑ ΜΗ ΔΙΑΡΡΕΥΣΕΙ
ΕΛΛΑΔΑ
Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος
Πρωθυπουργός
Ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ετών 57, υπηρετεί ως Πρωθυπουργός από το στρατιωτικό πραξικόπημα στις 25 Νοεμβρίου 1973 και μετά. Προηγουμένως είχε υπηρετήσει ως Υπουργός Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών από τα μέσα του 1967 μέχρι τα μέσα του 1973 σε διαδοχικά Υπουργικά Συμβούλια του πρώην Προέδρου Γεώργιου Παπαδόπουλου. Στο παρόν πόστο του, ο Ανδρουτσόπουλος είναι εξαιρετικά περιορισμένος, αφού ο ισχυρός άνδρας της χούντας, ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης δεσπόζει όλων των σημαντικών αποφάσεων. Αξιόπιστες πολιτικές πηγές υπαινίσσονται ότι σε κάποιο σημείο ο Ιωαννίδης και ένας σημαντικός αριθμός από στρατιωτικούς αξιωματούχους που τάσσονται υπέρ της χούντας ήταν δυσαρεστημένοι με την απόδοση του Ανδρουτσόπουλου και ευνοούσαν την αντικατάστασή του. Ο Ανδρουτσόπουλος διάκειται πολύ ευνοϊκά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αφού απέκτησε το πτυχίο Νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Ανδρουτσόπουλος ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1952. Πήρε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό τίτλο από τη Νομική Σχολή John Marshall του Σικάγο και δίδαξε στο πανεπιστήμιο για κάποιο διάστημα προτού επιστρέψει στην Ελλάδα. Είναι μέλος του Αμερικανικού Συλλόγου, της ένωσης Δικηγόρων Αθήνας και του Ελληνικής Ακαδημαϊκής Κοινότητας. Εξέδωσε αρκετά άρθρα που αφορούν νομικά και οικονομικά θέματα και ήταν ένας ικανός και καινοτόμος Υπουργός Οικονομικών.
Ο Ανδρουτσόπουλος δεν είναι παντρεμένος. Μιλά Αγγλικά και λίγα Γαλλικά.
* Το σημείωμα φέρει ημερομηνία 17 Ιουνίου 1974
ΑΠΟΡΡΗΤΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΡΡΕΥΣΕΙ
ΕΛΛΑΔΑ
Κωνσταντίνος Κυπραίος
Υπουργός Βιομηχανίας
Ο Κωνσταντίνος Κυπραίος ορκίστηκε Υπουργός Βιομηχανίας στις 14 Δεκεμβρίου 1967, μετά την απόπειρα αντιπραξικοπήματος. Στο υπουργείο αυτό από το πραξικόπημα του Απρίλη του 1967 μέχρι και την τοποθέτησή του εργαζόταν ως σύμβουλος . Ο Κυπραίος είναι ένας ικανός χημικός μηχανικός και ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας με καμία προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Λέγεται ότι τοποθετήθηκε στο αξίωμα του Υφυπουργού, εξαιτίας της φιλίας του με το πρώην Υπουργό Δημόσιας Τάξης Παύλο Τοτόμη, και με τον Πρωθυπουργό Γρηγόρη Σπαντιδάκη. Αν και οι δύο αυτοί άνδρες έχουν από τότε αντικατασταθεί, εντούτοις ο Κυπραίος παρέμεινε στην κυβέρνηση και φαίνεται ότι έχει την εμπιστοσύνη των ηγετών του καθεστώτος. Είναι ένας ενεργητικός, ευφράδης, κοσμοπολίτης άνδρας και παρουσιάζεται να είναι φιλοαμερικάνος.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως Υπουργός, ο Κυπραίος προσπάθησε να αναδιοργανώσει διάφορα κυβερνητικά συμβούλια. Στις προσπάθειές του να αναδιοργανώσει το Συμβούλιο Δημόσιας Ενέργειας αντιτάχθηκε ο διευθυντής, συνταξιούχος Αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Καρδαμάκης. Ο Κυπραίος είναι υπέρμαχος της άποψης ότι πρέπει ο Θερμαϊκός κόλπος να εξερευνηθεί για πετρέλαιο καθώς και της άποψης να χρησιμοποιηθεί πυρηνική ενέργεια για παραγωγή ηλεκτρισμού. Ισχυρίζεται ότι θαυμάζει των Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο και το στρατιωτικό καθεστώς. Περιφρονεί τους παλαιότερους πολιτικούς, ενώ παράλληλα, μιλά με καλά λόγια για τον Παναγιώτη Παπαληγούρα, πρώην Υπουργό Συντονισμού της κυβέρνησης της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης.
Ο Κωνσταντίνος Κυπραίος γεννήθηκε στο Κάιρο το 1920. Πήγε για σπουδές στο Βέλγιο και τη Γαλλία, όπου και αποφοίτησε από τη Χημική Σχολή του Πανεπιστημίου Καέν. Το 1946 επέστρεψε στην Αίγυπτο και ξεκίνησε την καριέρα του ως βιομηχανικός διαχειριστής και τεχνικός διευθυντής σε διάφορες χημικές, μεταλλευτικές και φαρμακευτικές γνωστές εταιρίες, μία από τις οποίες ήταν η εταιρεία λιπασμάτων και χημικών Azu Za’bal και Kafr-el- Zayart.
Το 1961 έφυγε από την Αίγυπτο για να γίνει συντονιστικός διευθυντής σε μια Γάλλο-Γερμανική κοινοπραξία (τη γνωστή εταιρεία Lurgi Chemi της Φρανκφούρτης και την εταιρεία Kerbs του Παρισιού). Το 1963 παραιτήθηκε από την κοινοπραξία έτσι ώστε να είναι με την οικογένειά του, η οποία μετακόμισε στην Ελλάδα το 1961.Ο Κυπραίος αποδέχθηκε την προσφορά που του έγινε από την Ελληνική κυβέρνηση της ΕΡΕ για να διευθύνει το εργοστάσιο αζωτούχων λιπασμάτων, το οποίο ανήκε στην κυβέρνηση και βρισκόταν στην Πτολεμαίδα. Λίγο αφότου προσλήφθηκε στη θέση αυτή η κυβέρνηση έχασε την εξουσία με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου να καταγγέλλει τη λειτουργία του εργοστασίου ως μη κερδοφόρα.
Ο Κυπραίος χρησιμοποίησε την επιδεξιότητά του για να κάνει το εργοστάσιο της Πτολεμαίδας να λειτουργήσει αποτελεσματικά και προσοδοφόρα, παρόλα τα διάφορα σοβαρά τεχνικά προβλήματα. Επινόησε μεθόδους για εκμετάλλευση τοπικών πηγών λιγνίτη και για να ελέγχει το υποπροϊόν της φλαμουριάς. Για να μειώσει το κόστος, ο Κυπραίος απέλυσε το ξένο συμβουλευτικό προσωπικό (κυρίως Γερμανούς) και μείωσε τον αριθμό του Ελλήνων εργαζομένων. Αυτές οι αλλαγές στο προσωπικό τον έφεραν σε αντιπαράθεση με τους πολιτικούς οι οποίοι ήθελαν αυτές οι εγκαταστάσεις να αυξήσουν τον αριθμό των εργαζομένων και όχι να τον μειώσουν. Το κόμμα της Ένωσης Κέντρου συνέχισε την κριτική του και ενεθάρρυνε τους αριστερούς υπαλλήλους οι οποίοι προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο της συντεχνίας στο εργοστάσιο. Ο Κυπραίος εξουδετέρωσε την κινητοποίηση των αριστερών με τη βοήθεια των εθνικιστών ηγετών των εργατών και διαφόρων συντηρητικών στρατιωτικών που ήταν εγκατεστημένοι στην Κοζάνη. Τύχαινε να ήξερε τον σημερινό Υπουργό Συντονισμού Νικόλαο Μακαρέζο, τον Αντιβασιλέα Γεώργιο Ζωιτάκη, τον πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό Γρηγόρη Σπαντιδάκη και τον σημερινό Συντονιστή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), Μιχαήλ Ρουφογάλη. Ο Κυπραίος, με παρότρυνση του μετέπειτα διευθυντή προσωπικού του εργοστασίου, διευθέτησε τον διορισμό του πρώην αξιωματούχου της ΚΥΠ ως αρχηγού της γραμματείας του εργοστασίου έτσι ώστε να εισάγει αντικομουνιστικά μέτρα ασφαλείας. Ο Κυπραίος παρέμεινε στις εγκαταστάσεις της Πτολεμαίδας μέχρι και τον διορισμό του ως υφυπουργός Βιομηχανίας.
Ο Κυπραίος είναι ψηλός. Χρησιμοποιεί γυαλιά μόνο για να διαβάζει. Η γυναίκα του, Ελένη, είναι από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και είναι πρώην πρωταθλήτρια του τένις. Το ζευγάρι έχει δύο παιδία, ηλικίας 19 και 11 ετών. Το μεγαλύτερο παιδί είναι φοιτητής γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επιπρόσθετα από την Ελληνικά που είναι και η μητρική του γλώσσα, ο Κυπραίος μιλά Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αραβικά και Ιταλικά.
Σημείωση:
Ο Κυπραίος έγινε Υπουργός Βιομηχανίας στις 26/11/1973, μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Μετά την παραίτηση του Σπυρίδωνα Τετενέ στις αρχές Ιουλίου του 1974, ο Κυπραίος έγινε αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών.
Το αρχικό σημείωμα φέρει ημερομηνία «Αύγουστος 1969». Κάποιες προσθήκες έγιναν μετά το 1973.
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΡΡΕΥΣΕΙ
ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
(Λέοναρντ) Τζέιμς Κάλλαχαν
Κρατική γραμματεία εξωτερικών υποθέσεων και κοινοπολιτείας
Να τον αποκαλείται όταν του απευθύνεστε ως:
Κύριε Γραμματέα
Πεπειραμένος κυβερνητικός αξιωματούχος, ο Τζέιμς Κάλλαχαν, 62 ετών, διορίστηκε στη πρόσφατή του θέση στις 5 Μαρτίου 1974. Είχε υπηρετήσει στην προηγούμενη κυβέρνηση των Εργατικών ως Υπουργός Οικονομικών (1964-67) και ως Γενικός Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών (1967-1970), και πιο πρόσφατα ως αντιπρόσωπος εξωτερικών υποθέσεων (1972-74). Είναι μέλος της Βουλής από το 1945).
Ο Κάλλαχαν, ο οποίος κατατάσσεται στους ευρωσκεπτικιστές έχει ταχθεί υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσης της ένταξης της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα μέσα από μια διαδικασία σταθερή, δίκαιη και εποικοδομητική. Είναι αφοσιωμένος υποστηρικτής της Ατλαντικής Συμμαχίας και θερμός θαυμαστής των Ηνωμένων Πολιτειών, αποδίδει πρώτιστη σημαντικότητα στις στενές σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης των εργατικών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει επίσης τοποθετηθεί υπέρ της βελτίωσης των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση και τα έθνη της Ανατολικής Ευρώπης και επαναβεβαιώνει την απόφαση να μη πωλήσει όπλα στη Νότιο Αφρική και την Πορτογαλία. Όσον αφορά το θέμα της Μέσης Ανατολής, έχει επαινέσει τον Γενικό Γραμματέα Χένρι Κίσσιντζερ, τον οποίο και γνώρισε τον Μάρτιο του 1974, για τις προσπάθειές του διασφαλίσει ένα διακανονισμό εκεί.
Ο Κάλλαχαν είναι φιλικός και εξωστρεφής και, ως πρόεδρος του κόμματος, απολαμβάνει ευρύτερης υποστήριξης ανάμεσα στο κόμμα. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο και δύο κόρες.
* Το σημείωμα φέρει ημερομηνία 10 Μαίου 1974
ΑΠΟΡΡΗΤΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΡΡΕΥΣΕΙ
ΤΟΥΡΚΙΑ
Μπουλέντ Ετζεβίτ - Πρώτο σημείωμα
Πρωθυπουργός
Να του απευθύνεστε:
Κύριε Πρωθυπουργέ
Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, 49 ετών, βρίσκεται στην πρωθυπουργία από τις 25 Ιανουαρίου 1974, όταν οδήγησε το κεντροαριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό κόμμα (RPP) σε κυβερνητικό συνασπισμό με το λαϊκό, προσανατολισμένο προς το Ισλάμ, Εθνικό κόμμα της Σωτηρίας. Ο Ετζεβίτ είναι ένας μετριοπαθής σοσιαλιστής, ο οποίος αφού ανήλθε στην εξουσία ασχολείται εκτενώς με τα εσωτερικά θέματα της χώρας, όπως η αμνηστία για τους πολιτικού πρόσφυγες και η επαναφορά της καλλιέργειας οπίου. Ο Πρωθυπουργός είναι φιλοδυτικός αλλά έχει κάνει έκκληση για λιγότερη εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και γνωστοποίησε τις ακριβείς επιφυλάξεις που έχει για τη σχέση της χώρας του με το ΝΑΤΟ. Έχει παρόλα αυτά τονίσει την ανάγκη για συνέχιση των συμμαχιών της χώρας του τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, και βασικότερα με τη παρούσα μορφή τους.
Μετά τις σπουδές του με σκοπό να κάνει καριέρα συγγραφέα στο Κολέγιο Robert’s της Κωνσταντινούπολης, ο Ετζεβίτ υπηρέτησε ως λειτουργός τύπου στην τουρκική πρεσβεία στο Λονδίνο και έγραφε για την επίσημη κομματική εφημερίδα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Ulus (Έθνος). Εξελέγη εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στην Άγκυρα το 1957, υπηρέτησε ως Υπουργός Εργασίας από το 1961 μέχρι το 1965, έγινε γενικός γραμματέας του κόμματος του το 1966 και κέρδισε τις εκλογές ως πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος το Μάιο του 1972.
Προσηλωμένος στην τέχνη και τη λογοτεχνία, ο Πρωθυπουργός είναι ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και κριτικός κάποιων σημειωμάτων και είναι γνωστός για τις πολύ προσεκτικές απόψεις του. Απολαμβάνει το σινεμά. Έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων πολυάριθμων ταξιδιών στην Ευρώπη και δύο επισκέψεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ετζεβίτ πάσχει από έλκος στομάχου και γι αυτό το λόγο δεν πίνει καθόλου αλκοόλ. Μιλά άπταιστα Αγγλικά. Αυτός και η γυναίκα του, Ραχσάν δεν έχουν παιδιά.
* Το σημείωμα αυτό φέρει ημερομηνία 22 Απριλίου 1974
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Μπουλέντ Ετζεβίτ – Δεύτερο Σημείωμα
Πρωθυπουργός
Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Μαίου 1925 και αποφοίτησε από το Αμερικάνικο Κολέγιο Robert’s, της Κωνσταντινούπολης το 1944 και μετά από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, όπου σπούδασε Αγγλική φιλολογία. Την περίοδο 1946-1950 την πέρασε στο Λονδίνο, όπου διορίστηκε ως ακόλουθος στο γραφείο Τύπου και σπούδασε στο Ινστιτούτο Τέχνης Courtauld. Το 1950, επέστρεψε στην Άγκυρα για να γίνει μέλος του προσωπικού της εφημερίδας Ulus, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος. Από το 1951 μέχρι και το 1952 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός. Επέστρεψε στην Ulus το 1952, αλλά το 1953 όταν η Ulus σταμάτησε την κυκλοφορία της μετά από παρέμβαση της Τουρκικής Κυβέρνησης, στην εξουσία της οποίας βρισκόταν τότε το Δημοκρατικό Κόμμα, άρχισε να αρθρογραφεί σε άλλο έντυπο. Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών ταξίδεψε στην Πορτογαλία και Ιταλία ως μέλος δημοσιογραφικής αποστολής που χρηματοδοτείτο από το ΝΑΤΟ. Ο Ετζεβίτ απέκτησε φήμη ως λέκτορας, μεταφραστής, συγγραφέας και κριτικός τέχνης και επιλέχθηκε το 1954 από το Foreigh Leader Grant και έτσι βρέθηκε στο Winston Salem, της Βόρειας Καρολίνας, όπου συνεργάστηκε για λίγο με το Ακαδημαϊκό Περιοδικό του Winston Salem. Το 1957, πέρασε ένα χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου παρακολούθησε μαθήματα στο Χάρβαρντ στο πλαίσιο υποτροφίας για δημιουργικούς συγγραφείς. Το 1958 παρέστη στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Συμβουλευτικής Συνέλευσης στο Στρασβούργο ως μέλος της αντιπολίτευσης της Τουρκικής Αντιπροσωπείας.
Από το 1957 που εξελέγη στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση ως βουλευτής Άγκυρας ο Ετζεβίτ συνεχώς βελτιώνει τη θέση του στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Αρχικά ως προστατευόμενος του αείμνηστου Ισμέτ Ινονού, ο Ετζεβίτ ανήλθε υπό την προστασία του (οι δύο τους τελικά ήλθαν σε ρήξη στις αρχές του 1970 λόγω ιδεολογικών διαφορών) διαδραματίζοντας ιδιαίτερα έντονο ρόλο στην ομάδα των νέων του Λαϊκού Κόμματος ως δημόσιος εκφραστής της στρατηγική του κόμματος στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα. Ο Ετζεβίτ ήταν μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης το 1961. Αργότερα τον ίδιο χρόνο διορίστηκε Υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Συνασπισμού η οποία σχηματίστηκε από τον Ινονού. Εκτελούσε τα καθήκοντά του με αποτελεσματικό τρόπο στο Υπουργικό Συμβούλιο, διατηρώντας τη θέση του μέχρι και το 1965.
Μετά την ήττα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του 1965 ο Ετζεβίτ άρχισε όλο και περισσότερο να υποστηρίζει ότι το κόμμα για να ξαναγίνει το μεγαλύτερο στην Τουρκία, θα έπρεπε να πάρει ένα πιο κεντροαριστερό προσανατολισμό. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1960, ο Ετζεβίτ, ο οποίος μέχρι τότε έγινε Γενικός Γραμματέας του κόμματος, έκτιζε σταθερά τη δύναμη του. Εκείνο το διάστημα άρχισαν να δημιουργούνται εντάσεις μεταξύ Ετζεβίτ και κάποιων από τα πιο συντηρητικά στοιχεία στο κόμμα. Παρόλα αυτά, φρόντισε να κρατήσει φιλικές σχέσεις με τον Ινονού και τα περισσότερα παλιά μέλη του κόμματος μέχρι και το 1971-72. Τότε ο Ινονού, ο οποίος αρχικά υποστήριζε την κεντροαριστερή στροφή του Ετζεβίτ άλλαξε προσανατολισμό φοβούμενος ότι ο Ετζεβίτ εκινείτο περισσότερο προς τα άκρα στην προσπάθεια να πετύχει μετασχηματισμό της τουρκικής κοινωνίας. Μέχρι να γίνει η διάσπαση ο Ετζεβίτ κατάφερε πάντως να ελέγχει την πλειοψηφία μέσα από διάφορα κυρίαρχα σώματα του κόμματος με αποκορύφωμα την εκλογή του στην προεδρία στα μέσα του 1972. Ο Ετζεβίτ οδήγησε το κόμμα στις εκλογές τον Οκτώβριο του 1973 έχοντας ως βάση μια πλατφόρμα η οποία αντανακλούσε τη σφραγίδα ενός αριστερού και εθνικιστικού ανασχηματισμού, η οποία και τον έφερε στην εξουσία του κόμματος. Η θέση του Ετζεβίτ και του κόμματος στο εκλογικό σώμα, είχαν ισχυροποιηθεί τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας της σκληρής κριτικής που άσκησε εναντίον της επιβολής στρατιωτικού νόμου στις αρχές του 1971 από τον Τούρκικο στρατό.
Αν και η παρουσία του είναι έντονη στα κοινά για σχεδόν 20 χρόνια, ο Ετζεβίτ δεν είναι σχετικά δοκιμασμένος ως εθνικός ηγέτης ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις. Οι εθνικιστικές του προκαταλήψεις τον έχουν οδηγήσει σε θέσεις υπέρ μιας Τουρκίας με κυρίαρχο λόγο και αυτοπεποίθηση τόσο στον οικονομικό, όσο και στον στρατιωτικό τομέα. Σε σχέση με αυτές τις θέσεις έχει δεχθεί αρκετές βολές τόσο από πλευράς ΝΑΤΟ και Κοινής Αγοράς. Ο ίδιος πάντως επιμένει να αναφέρει ότι υποστηρίζει το συνεχή προσανατολισμό της Τουρκίας προς τη Δύση και την ένταξη σε τέτοια Δυτικά Ιδρύματα.
Κάτι που, προσωπικά θεωρώ αινιγματικό είναι το γεγονός ότι ο Ετζεβίτ είναι μια ενδιαφέρουσα ανάμειξη του ποιητή- διανοούμενου, και επιτυχημένου και πρακτικού πολιτικού. Παρασύρεται από τη μεγάλη του πολιτική φιλοδοξία και πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι υπάρχει ένα μεγάλο μέρος καιροσκοπισμού στην αλλαγή του. Είναι ευγενικός, αλλά επιφυλακτικός με τους Αμερικανούς αξιωματούχους με τους οποίους ήλθε σε επαφή στην Τουρκία. Ενώ κάποιες φορές μιλά με φαινομενική συμπάθεια για τις επισκέψεις του στις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικοί παρατηρητές αισθάνονται ότι ο Ετζεβίτ δεν θεωρεί απαραίτητη την ταύτιση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες αφού κάτι τέτοιο θα ήταν αντιφατικό με το στρατηγικό ρόλο που ονειρεύεται για την Τουρκία σε συνδυασμό με την κεντροαριστερή του στροφή στο εσωτερικό και την πιο ανεξάρτητη του συμπεριφορά σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
* Το σημείωμα φέρει ημερομηνία Φεβρουάριος 1974
ΑΠΟΡΡΗΤΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΡΡΕΥΣΕΙ
Τουράν Γκιουνές
Υπουργός Εξωτερικών
Να του απευθύνεστε :
Κύριε Υπουργέ
Ο Τουράν Γκιουνές στις 25 Ιανουαρίου 1974, σε ηλικία 52 ετών έγινε Υπουργός Εξωτερικών. Κεντροαριστερός πολιτικός, θεωρητικός και διανοούμενος, είναι μέλος της πολιτικής κάστας – της διανοούμενης ηγεσίας του Ρεπουμπλικανικού λαϊκού Κόμματος. Υπήρξε από τους πιο κοντινούς σύμβουλους τους Πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ, αν και μια αναφορά που γράφτηκε τον Μάρτη του 74 και η οποία αναφέρει ότι ο Ετζεβίτ είχε εκφράσει την απογοήτευσή του για την εκτέλεση των υπουργικών του καθηκόντων, μπορεί να προμηνύει αλλαγή στη σχέση αυτή.
Ο Υπουργός ήταν ειλικρινής και φιλικός με τους αξιωματούχους της Πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών τα τελευταία 10 χρόνια και θεωρείται ότι είναι γενικά προδιατεθειμένος υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως, υπήρξε επικριτικός απέναντι σε κάποιες στρατηγικές που ακολουθούνται από την Αμερική, ιδιαίτερα σε ότι αφορά το Κυπριακό πρόβλημα. Ο Γκιούνες παρουσιάζεται να είναι προσωπικά δεσμευμένος με τη Δύση, κι όμως υπήρξαν στιγμές που υιοθέτησε μια Γκωλικού τύπου κριτική συμπεριφορά απέναντι στο ΝΑΤΟ.
Ο Γκιούνες πήρε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης το 1945 και διδακτορικό τίτλο από τη Σορβόννη το 1951. Μετά συνδύασε ακαδημαϊκή και πολιτική καριέρα, διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και συμμετέχοντας στις εσωτερικές υποθέσεις του Δημοκρατικού κόμματος και αργότερα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος. Ο Γκιούνες είναι ευφράδης και είναι ένας χαρισματικός νομοθέτης. Έχει εκδώσει διάφορα βιβλία και άρθρα πολιτικής φύσης. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Μιλά άπταιστα Γαλλικά και λίγα Ιταλικά και καταλαβαίνει λίγα Αγγλικά.
* Το σημείωμα φέρει ημερομηνία 4 Ιουνίου 1974
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Ορχάν Εράλπ
Μόνιμος Αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ
Απευθυνόμενος ως:
Κύριος πρεσβευτής
Ο Ορχάν Εράλπ, 58 ετών, έγινε μόνιμος Αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ το 1972. Προηγουμένως από το 1969, υπήρξε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών και από το 1964 μέχρι και το 1969, ήταν ο μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη. Ο Εράλπ είναι εξαιρετικά έξυπνος και ικανός και είναι αντικειμενικός και εμβριθής στην προσέγγιση του στο Κυπριακό πρόβλημα. Είναι αξιοπρεπής, δραστήριος και αρεστός από τους συνεργάτες του. Πάντοτε υπήρξε συνεργάσιμος και φιλικός με τους αξιωματούχους των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Εράλπ κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο νομικής από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (UCL) και διδακτορικό τίτλο από το London School of Economics. Εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία το 1939 και μεταξύ του 1942 και 1948 υπηρέτησε στην Ουάσινγκτον. Ο Εράλπ ήταν μέλος της Τουρκικής αποστολής στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών του 1947 και 1948. Το 1948 έγινε διευθυντής του τμήματος αμερικανικών υποθέσεων στο τουρκικό υπουργείο εξωτερικών. Το 1952 διορίστηκε ως μόνιμος αντιπρόσωπος στο Γραφείο Ευρωπαϊκών υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών στη Γένοβα. Από το 1953 μέχρι και το 1957 υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής του δεύτερου γραφείου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Εράλπ ήταν πρεσβευτής στη Σουηδία μεταξύ 1957-1959 και στη Γιουγκοσλαβία μεταξύ 1959-1964.
Ο Εράλπ είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Μιλά εξαιρετικά Αγγλικά και Γαλλικά και λίγα Γερμανικά.
Το σημείωμα φέρει ημερομηνία 4 Ιουνίου 1974
Πηγή:
Περιοδικό ιστορίας Χρονικό -Εφημερίδα ΠΟΛΊΤΗΣ.
Το κείμενο και τη μετάφραση έκανε ο Δημοσιογράφος Διονύσης Διονυσίου. Τα έγγραφα παραχώρησε στον Πολίτη από το προσωπικό του Αρχείο ο τότε ανταποκριτής της Εφημερίδας Πολίτης Μιχάλης Ιγνατίου ύστερα από έρευνα που πραγματοποίησε στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρνμεντ.