Ο άνθρωπος, της ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα του Αιγαίου, γνώρισε τη θάλασσα και έφτιαξε τα πρώτα καράβια πριν καλά-καλά κτίσει το σπίτι του στην ξηρά.
Oι πινακίδες της Πύλου γραμμένες στη Γραμμική Β, αναφέρονται σε 12 «ναυοδόμους», 1200 κωπηλάτες, 780 φρουρούς της παραλίας. Η ναυτική παράδοση των αρχαίων Κυπρίων είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Τα αφθονα δάση, η γεωγραφική θέση του νησιού, τα φυσικά λιμάνια, η ένταση και ο προσανατολισμός των ανέμων, αλλά και η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για ανακαλύψεις και ταξίδια, μαρτυρούνται στο νησί από τα βάθη της ιστορίας του. Eίναι φυσικό και λογικό για ένα νησί, που βρίσκεται σε σχετικά κοντινή απόσταση από την απέναντι στεριά να επιχειρήσει να διασχίσει το πέλαγος, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, ν' ανταλλάξει προϊόντα και να αποκτήσει διαφορετικές εμπειρίες. Ήδη τα αντικείμενα που δεν έχουν ντόπια προέλευση αφθονούν στην Κύπρο από την πρώιμη χαλκοκρατία. Οι συναλλαγές που ήταν συχνές και έντονες κατά τη διάρκεια της μέσηι, και ύστερης χαλκοκρατίας, τόσο με την Εγγύς Ανατολη όσο και με το κόσμο του Αιγαίου, φανερώνουν τον πλούτο και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του νησιού στη συγκεκριμενη περίοδο. Για τούτο μαρτυρούν οι εγκαταστάσεις των λιμανιών στην Έγκωμη και στο Κίτιο, αλλά και οι πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές που απέδειξαν ότι ο κυπριακός χαλκός ταξίδεψε και έφθασε μέχρι τη Σαρδηνία και την Ισπανία.
Οι γνώσεις μας, σήμερα, για το θέμα έχουν αυξηθεί σημαντικά, γιατί έχουμε πλέον τη δυνατοτητα να μελετούμε και να συγκρίνουμε τις γραπτές περιγραφές και μαρτυρίες μαζί με τα ναυάγια, και να εξηγούμε με τον τρόπο αυτό το μύθο. Παράλληλα έχουμε τη δυνατότητα να μελετούμε σε βάθος τα αντικείμενα αυτού του εμπορίου, τον τρόπο συσκευασίας και αποθήκευσης τους, τον τρόπο μεταφοράς και φόρτωσης, καθώς και όσα άλλα στοιχεία σχετίζονται με τις εμπορικές δραστηριότητες των αρχαίων Κυπρίων. Aντικείμενα όπως άγκυρες, ανάγλυφες παραστάσεις (γραφίτι) πλοίων σε πέτρες του λιμανιού, ζωγραφικές αναπαραστάσεις πλοίων επάνω σε αγγεία, έχουν φωτίσει τις γνώσεις μας ως προς τον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας των καραβιών. Επιπρόσθετα έχει βρεθεί οτο νησί μια πληθώρα από μικρά πήλινα ομοιώματα καραβιών, που αντικατοπτρίζουν σε μικρογραφία την πραγματικότητα. Το πολεμικό πλοίο, αυτό που οι Aχαιοί ναυπήγησαν προς τα τέλη της εποχής του χαλκού, φθάνει στη μεγαλόνησο όταν ο μυκηναϊκός κόσμος θα αρχίσει την πορεία προς το τέλος του. Βρέθηκαν ρητά του 12ου και 11ου αιώνα με παραστάσεις πλοίων. Aπό την Έγκωμη ειδικά, έχουμε τον περίφημο πήλινο κρατήρα, όπου ο κύπριος καλλιτέχνης ζωγραφίζει ένα πολεμικό πλοίο. Η υπερυψωμένη πρύμνη του κοσμείται με πουλί, η πλώρη μοιάζει με απόληξη βλαστού με άνθη και στο κέντρο υψώνεται το ιστίο. Δύο άνδρες με ποδήρεις χιτώνες στέκουν αντιμέτωποι πάνω στο κατάστρωμα, ενώ το πλήρωμα βρίσκεται μέσα στο σκάφος. Η ίδια πόλη της εποχής του χαλκού μας έδωσε το σχέδιο ενός καταπληκτικού πλοίου το οποίο ο αρχαιολόγος Schaeffer χρονολογεί στα 1200-1100 π.Χ. Το ανάγλυφο αυτό σχέδιο, όπως πολλά άλλα πολύτιμα αντικείμενα, χάθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Παρόμοια σχέδια ανάγλυφων πλοίων βρέθηκαν στις ανασκαφές του Κιτίου, στις πέτρες του ναού, και ένα στον τάφο 105 της νεκρόπολης της Σαλαμίνας
Τα περισσότερα πήλινα ομοιώματα χρονολογούνται από τη μέση χαλκοκρατία μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή και βρέθηκαν εδώ και αρκετά χρόνια, τα περισσότερα όμως χωρίς σαφή αναφορά προέλευσης. Βρέθηκαν ως επί το πλείστον σε συλλημένους τάφους, πολλά από αυτά προέρχονται από παράνομες ανασκαφές, ενώ άλλα βρέθηκαν στη θάλασσα. Τα ομοιώματα αυτά, που στη μεγάλη τους πλειονότητα χρονολογούνται από την αρχαϊκή εποχή, μας θυμίζουν το μύθο και την παράδοση για το βασιλιά της Πάφου, τον Κινύρα. Λέγεται, ότι ο Κινύρας είχε υποσχεθεί να στείλει στον Μενέλαο, ως βοήθεια, 50 κυπριακά πλοία. Αθέτησε όμως την υπόσχεση του και του έστειλε μόνο ένα- τα υπόλοιπα 49 τα έφτιαξε από πηλό και τα έριξε στη θάλασσα. Τα ταξίδια βασίζονταν αποκλειστικά στις γνώσεις και στην εμπειρία των θαλασσοπόρων γύρω από τους ανέμους και τα θαλάσσια ρεύματα. Σπάνια έβγαιναν στο πέλαγος το χειμώνα, ποτέ τη νύκτα, και προτιμούσαν το ταξίδι τους με έναν ελαφρό βορειοανατολικό άνεμο.
... πενήντα μέρες μετά το ηλιοστάσιο
όταν τελειώνει πλέον η εποχή της αφόρητης ζέστης,
αυτή είναι η καταλληλότερη εποχή για ταξίδια.
Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ομοιωμάτων είναι το υλικό κατασκευής τους, δηλαδή ο πηλός, το μικρό μέγεθος, αλλά και ο προορισμός τους. Τα περισσότερα αποτελούν κτερίσματα σε τάφους. Ορισμένα είναι ζωγραφισμένα ή φέρουν χαραγμένο διάκοσμο, ενώ πολλά από αυτά μιμούνται λεπτομέρειες σχετικές με την κατασκευή, (τρύπες για κουπιά, επίπεδο διαφορετικό, σημάδι για τον κεντρικό ιστό). Η Κ. Westenberg που μελέτησε τα ομοιώματα αναφέρει ότι από τα 51 ομοιώματα που περιέχονται στον καταλογο που έχει εκδώσει στο βιβλίο της, τα 17 περιέχουν ανθρώπινες μορφές. Γενικά, οι επιστήμονες ιιου μελέτησαν αυτά τα ομοιώματα πιστεύουν ότι αφορούν στα εμπορικά και όχι στα πολεμικά καράβια της εποχής. Aπό μελέτες ξέρουμε ότι τα πολεμικά πλοία ήταν ελαφριά και μακρύτερα σε αντίθεση με τα εμπορικά που ήσαν στρογγυλά, λόγω της αυξημένης ανάγκης χώρου για αποθήκευση. Και τα δύο χρησιμοποιούσαν κουπιά και πανιά, τα δεύτερα για τα ανοικτά ταξίδια. Η Κ Westenberg τα κατατάσσει σε δύο ειδικές κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία αφορά στα μεγάλα πλοία που έχουν εμπορικό χαρακτήρα και αντανακλούν τον σημαντικό εμπορικό ρόλο του νησιού στις εξαγωγές χαλκού, λαδιού και κρασιού και άλλων προϊόντων. Παράλληλα έχουν σημαντικό ρόλο και στις εισαγωγές από τις γειτονικές χώρες. Eίναι σχετικά μεγάλα καράβια που μπορούν να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις και επανδρώνονται από αρκετό πλήρωμα. Χαρακτηριστικό είναι το ομοίωμα που χρονολογείται στη μέση χαλκοκρατία (βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο) και έχει πλήρωμα οκτώ άτομα. Η δεύτερη κατηγορία περιγράφει τα χαρακτηριστικά καράβια της Κύπρου, όπως τα αποκαλεί η ερευνήτρια. Είναι μικρότερα στο μέγεθος από αυτά της πρώτης κατηγορίας και συνεπώς πιστεύεται ότι μετέφεραν λιγότερο φορτίο και σε πλησιέστερες αποστάσεις. Σ' αυτή την κατηγορία βρίσκουμε επίσης ομοιώματα καραβιών που ίσως να μετέφεραν και επιβάτες κατά μήκος των ακτών.
Οι πρόσφατες ανασκαφές και έρευνες στην περιοχή του Σαρωνικού και του Aργολικού κόλπου, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των αναλύσεων των ναυαγίων του ακρωτηρίου των Χελιδονιών και αυτου του Ulum Bulum στις βόρειες ακτές της Τουρκίας, σίγουρα θα ρίξουν περισσότερο φως στις γνώσεις μας για την κατασκευή των καραβιών αυτών, αλλά και γενικά στο θέμα του ευρύτερου δικτύου εμπορικών επαφών ανάμεσα στη μυκηναϊκή Ελλάδα, στην Κύπρο και στην Εγγύς Ανατολή. Εξέχουσα θέση έχει το κυπρο-μυκηναϊκό ναυάγιο των Ιρίων, που ερευναται συστηματικά τώρα από το Ελληνικό Ινστιτούτο Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών, και χρονολογείται στα 1200 π.Χ. Το ναυάγιο του Ulum Bulum έφερε φορτίο 300 ταλάντων που είναι αποδεκτό πλέον ότι είναι κυπριακά. Οι άγκυρες που βρέθηκαν επίσης είναι χαρακτηριστικές της Κύπρου. Για την ώρα όμως δεν ξέρουμε από πού προερχόταν το καράβι, από ποιο λιμάνι φόρτωσε και με ποιο τρόπο τα τάλαντα που μετέφερε, πού πήγαινε και ποια ήταν η εθνικότητα του πληρώματος του. Η κατασκευή του φαίνεται να εντάσσεται στην παράδοση των πλοίων ι ιου φέρουν την ονομασία shell first.
Tο ναυάγιο της Κερύνειας, και η άριστη κατάσταση στην οποία οι ερευνητές βρήκαν το καράβι, σε σημείο που το καράβι κατασκευάστηκε ξανά με τις ίδιες μεθόδους όπως και στην αρχαιότητα, βοήθησε τις γνώσεις μας και επιβεβαίωσε ακόμα μια φορά τη σημασία του νησιού στο εμπόριο μεταξύ Αιγαίου και Εγγύς Ανατολης. Το πλοίο της Κερύνειας ναυάγησε γύρω στο 300 π.Χ., και ξέρουμε από τη χρονολόγηση με άνθρακα, ότι ήταν από πεύκο, είχε μήκος 14 μέτρα, βάρος 14 τόνους και είχε κατασκευαστεί με τη μέθοδο shell first- πρώτα το πέτσωμα. Το φορτίο του είχε βάρος 20 τόνους και το αποτελούσαν 400 αμφορείς από τη Χίο, Σάμο και Ρόδο που περιείχαν κρασί και λάδι, 29 μυλόπετρες από τη Νίσυρο και 10.000 αμύγδαλα που χρονολογήθηκαν στο 288 π.Χ. Tο γερό αυτό σκαρί ταξίδευε στο Αιγαίο σ' όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, μεταφέροντας εμπορεύματα από το ένα μέρος στο άλλο. Λίγο πριν το 300 π.Χ., φόρτωσε στο λιμάνι της Κερύνειας τα αμύγδαλα και ξεκίνησε για ένα νέο ταξίδι. Eκεί το χτύπησαν πειρατές, το πλοίο βυθίστηκε μαζί με το εμπόρευμα του και παρέμεινε εκεί για 2.300 χρόνια, ώσπου ν' ανελκυσθεί για να αποτελέσει σήμερα το μοναδικό δείγμα εμπορικού πλοίου του 4ου αιώνα π.Χ.
Tα πήλινα και ταπεινά ομοιώματα των καραβιών αντανακλούν τις ναυτικές αλλά και κατασκευαστικές ικανότητες των Κυπρίων και εντάσσονται μέσα στο γενικό πλαίσιο της ναυτικής παράδοσης της ανατολικής Μεσογείου. Η παρουσία τους, οι λεπτομέρειες που αφορούν στην κατασκευή, το πλήρωμα, τις μεθόδους αποθήκευσης, καθώς και οι μαρτυρίες που σχετίζονται με τα λιμάνια και τα αγκυροβόλια του τόπου, μαρτυρούν ότι η Κύπρος έπαιξε ένα σημαντικότατο ρόλο στη ναυσιπλοια της εποχής. Η τοποθέτηση τους μέσα στους τάφους, ως κτερίσματα, ακολουθεί μια παράδοση που χαρακτηρίζει όλη την κυπριακή αρχαιότητα.
Πηγή: