Ο ζευγάς ή ζευγηλάτης, ο άνθρωπος που εργάζεται στο όργωμα της γης. Από τις λέξεις ζεύγος και ελαύνω. Ονομάζεται έτσι επειδή για την εκτέλεση της εργασίας του οργώματος χρησιμοποιεί ζεύγος ζώων που στην Κύπρο ονομάζεται ζευκάριν.
Η λέξη δίνει επίσης και τα ουσιαστικά ζευκαλαδκιά, ζευκαλαδκειόν.