Είδος καλαθιού κατασκευασμένου από φύλλα φοινικιάς που τα επεξεργάζονταν και τα έπλεκαν σε παλαιότερες εποχές. Σε αντίθεση με τα καλάθια που κατασκευάζονταν από καλάμι, το ζεμπίλιν ήταν μαλακό και μπορούσε ακόμη και να διπλωθεί.
Η ονομασία του απαντάται και στο θηλ.: ζεμπίλα ή ζεμπύλα, η. Από τη λέξη προήλθε και το ρήμα ζεμπιλιάζω (=γεμίζω το ζεμπίλιν, και γενικότερα, συσκευάζω).
Μεταξύ άλλων, το ζεμπίλιν χρησιμοποιείτο παλαιότερα από τους γεωργούς κατά τη σπορά, οπότε μετέφεραν σ' αυτό τους σπόρους που έσπερναν με το χέρι.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια