Αμμόχωστος πόλη

5 Αυγούστου 1571: Η παράδοση της Αμμοχώστου

Image

Μετά την παράδοση της Αμμοχώστου, ο Δεκαπενταύγουστος του 1571 σημαδεύτηκε στην ιστορία από την απεχθή δολοφονία του υπερασπιστή της πόλης, Μαρκαντώνιου Bragadin, ο οποίος γδάρθηκε ζωντανός στην πλατεία της Αμμοχώστου.

 

Κατά τον Πέτρο Valderio, τελευταίο επί Βενετοκρατίας βισκούντη Αμμοχώστου, η παράδοση της πόλης στους Οθωμανούς πραγματοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1571. Ήταν, όπως ο ίδιος σημειώνει στη διήγηση για την πολιορκία και παράδοση της πόλης, ημέρα Κυριακή και γιόρταζε η Παναγία του Χιονιού. Στην Κύπρο, όμως, στις 5 Αυγούστου 1571 ο ήλιος ως συνήθως έκαιε και υπήρχε αφόρητη ζέστη. Ο καπιτάνος του βασιλείου Μαρκαντώνιος Bragadin, εκείνη την ημέρα, συνοδευόταν από τον στρατιωτικό διοικητή Astorre Baglioni, τον φρούραρχο της πόλης Ανδρέα Bragadin, τον διοικητή των ιταλικών σωμάτων στρατού Dall’ Aste και πολλούς άλλους Έλληνες στρατιωτικούς καθώς και μέλη του ελαφρού ιππικού και πολύ κόσμο που ανέρχονταν όλοι, κατά μία μαρτυρία, περίπου στα τριακόσια άτομα. Βέβαια, μεταξύ αυτών ήταν και ο βισκούντης της Αμμοχώστου Πέτρος Valderio που ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων διέσωσε παραστατικά με τη γραφίδα του τα παρακάτω φοβερά γεγονότα.

 

Προς τη σκηνή του πασά

Ήταν μάλλον προς το απόγευμα κατά την ώρα του εσπερινού αλλά ακόμη με αρκετό ήλιο αφού ήταν καλοκαίρι και αρχές Αυγούστου. Έφιππος ο Μαρκαντώνιος Bragadin και η συνοδεία του βγήκαν έξω από την πόλη περνώντας μέσα από την πύλη Diamante και οι στρατιώτες οι οποίοι τους ακολουθούσαν έφεραν αλαβάρδες και αρκεβούζια και προπορεύονταν κάποιοι με σάλπιγγες. Ο καπιτάνος ήταν ντυμένος με ένα ένδυμα από δαμασκηνό ύφασμα κόκκινου χρώματος φοδραρισμένο με σατέν έντονο κόκκινο, με το αλεξήλιό (ombrella) του, το οποίο κρατούσε ο δύστυχος υπηρέτης του Πέτρος Παύλος Seda. Μόλις οι Οθωμανοί αντίκρισαν τους αξιωματούχους της πόλης με στρατιώτες και τόσο πλήθος -γιατί είχε βγει έξω κόσμος για να δει την τελετή παράδοσης της πόλης και άλλοι ίσως για ν’ αγοράσουν τρόφιμα- οργίστηκαν και συγκεντρώθηκε τόσο στράτευμα σε τέτοιο μεγάλο αριθμό που δεν μπορούσαν να περάσουν.

Όταν οι εκλαμπρότατοι αξιωματούχοι και άρχοντες έφθασαν στη σκηνή του πασά, μόλις αφίππευσαν αυτός σηκώθηκε όρθιος και κάνοντας υπόκλιση έδωσε εντολή να φέρουν σκαμνιά, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί για να κάθονται, φοδραρισμένα με βελούδο κόκκινο και τους έκανε νόημα να καθίσουν. Ο πασάς καθόταν πιο ψηλά και δίπλα του ήταν ο αγάς των γενιτσάρων και όρθιος κοντά του ο θαλαμηπόλος του. Στη σκηνή του πασά και ακριβώς απέναντί του είχαν καθίσει ο καπιτάνος του βασιλείου Μαρκαντώνιος Bragadin, o Astorre Baglioni, ο άρχοντας Alvise Martinengo, ο Castelli και ο Querini αλλά και ο βισκούντης της Αμμοχώστου ενώ οι άλλοι καπιτάνοι καθώς και οι στρατιώτες πήγαν τριγύρω στο στρατόπεδο. Στη συνέχεια, ο τοποτηρητής του πασά τού παρουσίασε τον βισκούντη εξηγώντας του ότι αυτός του είχε απευθύνει την επιστολή εκφράζοντας τη βούληση των Αμμοχωστιανών για παράδοση της πόλης. Ο βισκούντης με τη σειρά του τού ασπάσθηκε το χέρι και ο πασάς έδωσε εντολή να καθίσει στα αριστερά του.

Ο Μαρκαντώντιος Bragadin, αφού σηκώθηκε απευθύνθηκε στον πασά και παραδίδοντάς του τα κλειδιά της πόλης, του ανέφερε ότι σύμφωνα με τις ένορκες συμφωνίες μεταξύ τους αναμένουν να δώσει την εντολή για να αναχωρήσουν ελεύθεροι με τα υπάρχοντά τους στην Κρήτη. Στα όσα είπε ο Bragadin ο πασάς δεν απάντησε παρά μόνο τον ρώτησε εξαγριωμένος τι έγιναν οι αιχμάλωτοι Οθωμανοί που είχαν συλληφθεί πριν από λίγο καιρό από βενετικές γαλέρες. Ο καπιτάνος τού απάντησε ότι δεν γνωρίζει ποιοι άνδρες ήταν αυτοί και ότι ωστόσο είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έξι από αυτούς είχαν φυλακιστεί στο φρούριο, είπε, αλλά είχαν δραπετεύσει πριν από δύο μέρες όταν έγινε μια διάρρηξη στο τείχος. Ακόμα πιο χολωμένος ο πασάς του απάντησε: Εγώ γνωρίζω ότι τους έχετε σκοτώσει κατά τη διάρκεια που είχαμε εκεχειρία. Απαιτείτε, συνέχισε, να τηρήσω τους όρους που έχουμε συμφωνήσει αλλά εσείς ήδη τους έχετε παραβεί. Όμως προχωρήστε μπροστά, γιατί έχετε σπάσει τα πιθάρια με το κρασί, το λάδι και το ξίδι και θελήσατε να τα σπαταλήσετε παρά να τα αφήσετε σε μας; Χθες βάλατε φωτιά στα σακιά με το βαμβάκι που βρίσκονταν εδώ στον επιπρομαχώνα της Λεμεσού, που η ποσότητά του ξεπερνούσε τους 500 σάκους και πια χάθηκαν. Ο Bragadin προσπάθησε να δικαιολογηθεί στον πασά λέγοντάς του ότι του δόθηκαν ψευδείς πληροφορίες, αλλά ήδη ο πασάς αστραπιαία έδωσε εντολή όλοι να αιχμαλωτιστούν. Στον έμπορο Anzolo de Nicolo που βρισκόταν εκεί με τα πολύτιμα υφάσματα για δώρα ο πασάς στράφηκε στο μέρος του λέγοντας: ότι όλοι επιθυμείτε να φύγετε αλλά δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα γυρίσουν πίσω από την Κρήτη οι γαλέρες μας που θα σας μεταφέρουν εκεί. Απαιτώ, συνέχισε, να μου δώσετε ως όμηρο έναν από τους δύο αυτούς ευγενείς Βενετούς και έδειξε τον φρούραρχο της Αμμοχώστου και τον Querini. H αντίδραση του Bragadin ότι δεν είχε συμφωνηθεί τέτοιος όρος για ομήρους και η άρνηση στη συνέχεια του Astorre Baglioni ότι δεν είχε δικαιοδοσία να του αφήσει ως όμηρο ένα στρατιωτικό διοικητή, εξόργισε τον Λαλά Μουσταφά

 

Στη σκηνή του πασά η αγωνία των παρευρισκομένων κορυφωνόταν και μετά από δική του εντολή τους έδεσαν όλους και ήθελαν ακόμη να δέσουν και τον βισκούντη, αλλά την τελευταία στιγμή διέταξε και τον άφησαν γιατί ήταν εκπρόσωπος των Αμμοχωστιανών και τον οδήγησε ο ίδιος στο δωμάτιο με τους υπηρέτες. Αλυσόδεσαν και τον υφασματέμπορο Anzolo de Nicolo και στη συνέχεια οδήγησαν στο μακελειό τον γενναίο Astorre Baglioni και τον αποκεφάλισαν ενώ οι άρχοντες Alvise Martinengo, Castelli και Querini διαμελίστηκαν. Ο αιμοβόρος πασάς έδωσε εντολή να φονευθεί και ο καπιτάνος Dardano, όπως έπρατταν στον έναν μετά τον άλλο. Ο αυτόπτης μάρτυρας του μακελειού, Πέτρος Valderio, γράφει πως ο δύστυχος ευγενής Dardano όταν αντελήφθη τι τον περίμενε άρχισε να κλαίει και δίπλα του ήταν δεμένος για τον ίδιο σκοπό ένας άλλος Αμμοχωστιανός, ο Δημήτρης Bargas. Τότε, ο βισκούντης ζήτησε από τον Bargas που γνώριζε αραβικά να εξηγήσει στον πασά ότι ήταν κρίμα να θανατώσει τόσους Αμμοχωστιανούς που ήταν αυτόχθονες Έλληνες και ότι αυτοί δεν έφταιξαν σε τίποτα και έπρεπε να τους χαρίσει τη ζωή, γιατί αύριο αυτοί θα του πλήρωναν κεφαλικό φόρο. Η εμπνευσμένη ιδέα του βισκούντη τελικά χάρισε τη ζωή σε όσους άρχοντες Αμμοχωστιανούς βρίσκονταν στη σκηνή, αφού ο πασάς με τις διαβεβαιώσεις του βισκούντη έδωσε εντολή και τους έλυσαν τις χειροπέδες.

 Όλους τους άρχοντες και αξιωματούχους που είχαν φονευθεί στη σκηνή του πασά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του βισκούντη, αφού τους έγδυσαν τους πέταξαν σ’ ένα πηγάδι ενός περιβολιού έξω από τα τείχη κοντά στο οθωμανικό στρατόπεδο.

Οι γενίτσαροι, εξαγριωμένοι μετά το μακελειό των υπερασπιστών της Αμμοχώστου και όσων είχαν βγει έξω από την πόλη, εισέβαλαν μέσα στα τείχη για να κάνουν το ίδιο στους χριστιανούς, αλλά μόλις έφθασε η είδηση ο πασάς έστειλε τον αγά των γενιτσάρων και τους απέτρεψε. Δόθηκε εντολή στους κατοίκους της πόλης επί ποινή απαγχονισμού να παραδώσουν εάν είχαν οποιοδήποτε όπλο μέσα ή έξω από το σπίτι. Στη συνέχεια όλοι οι στρατιώτες που ήταν στο λιμάνι έτοιμοι να επιβιβαστούν αιχμαλωτίστηκαν για να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες και οι Οθωμανοί σήκωσαν την αλυσίδα του λιμανιού. Ο πασάς έστειλε τον Ματθαίο Colti να αναγγείλει στους κατοίκους της πόλης ότι ήρθε για να τους σώσει και ο δύστυχος βρήκε το σπίτι του λεηλατημένο, γιατί ήδη οι γενίτσαροι είχαν εισβάλει στα σπίτια και τα απογύμνωσαν.

 

Το ειδεχθές μαρτύριο

Στον γενναίο υπερασπιστή της Αμμοχώστου ο πασάς επεφύλαξε το πιο άγριο και ειδεχθές μαρτύριο. Διέταξε και τον έφεραν μπροστά του στο σκαμνί και με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Ο ίδιος πίστεψε τότε ότι ήθελαν να τον αποκεφαλίσουν και ικέτευε τον παντοδύναμο Θεό. Όμως αφού παρουσιάστηκαν δύο δήμιοι, πρώτα τον δίπλωσαν και μετά του έκοψαν τα δύο του αυτιά τόσο απάνθρωπα και τη σάρκα μαζί και τα έδωσαν σε ένα μουσουλμάνο ιερωμένο. Ύστερα τον περιέφεραν μέσα στην πόλη γνωστοποιώντας ότι αυτός ήταν ένα παράδειγμα εκείνων των ηγεμόνων, που όταν οι μωαμεθανοί επιτίθενται στις πόλεις τους αυτοί δεν παραδίδονται αλλά αμφισβητούν τη δύναμή τους. Τον μετέφεραν μετά στην πλατεία εκεί που επιβάλλονταν οι ποινές και τον έδεσαν εκεί όπως ήταν με κομμένα αυτιά. Ενώ ο Bragadin κοιτόταν χάμω, εμφανίστηκαν έξι μεγάλης ηλικίας Οθωμανοί και είπαν, όπως αναφέρει ο Valderio, ότι επρόκειτο για καδήδες οι οποίοι κάθισαν οκλαδόν και άρχισαν να του διαβάζουν άγνωστο τι ακριβώς. Πολύ πιθανόν να αναφέρονταν στα μαρτύρια στα οποία έπρεπε να υποβληθεί για όσα διέπραξε κατά των Οθωμανών αφού η πολύμηνη αντίσταση της πόλης κατά τη διάρκεια της πολιορκίας προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους Οθωμανούς.

 

Η Αμμόχωστος, ήδη από τις 5 Αυγούστου 1571, ήταν πλέον οθωμανική και οι κάτοικοί της είχαν υποστεί τέτοια βάσανα από τον εχθρό που πράγματι ήταν για να τους οικτίρει κάποιος. Όλα τα ερείπια στα τείχη και μέσα στην πόλη που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δόθηκε εντολή να μεταφερθούν από τους ίδιους τους Αμμοχωστιανούς για να επισκευαστούν οι επιπρομαχώνες, γιατί υπήρχε φόβος για πιθανή άφιξη του χριστιανικού στόλου.

Στις 15 Αυγούστου φάνηκε στο λιμάνι η γαλέρα του Marabomath, καπιτάνου της φρουράς της Ρόδου, και στο κατάρτι της ήταν δεμένος σε μια καρέκλα ο δυστυχέστατος Μαρκαντώνιος Bragadin. Πρώτα τον εξανάγκασαν να μεταφέρει ένα κοφίνι επάνω στους ώμους του με χώμα από κάθε προμαχώνα αρχίζοντας από τον επιπρομαχώνα της πύλης Λεμεσού έως τον άλλο του Ναυστάθμου. Ο δύσμοιρος άνδρας βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ώστε έμοιαζε με νεκρό. Το θέαμα αυτό προκαλούσε τέρψη στους Οθωμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τον οδήγησαν μέσα στην πόλη με σάλπιγγες και τύμπανα. Χρησιμοποίησαν κάθε τρόπο για να τον εξαναγκάσουν να γίνει Μωαμεθανός αλλά εκείνος έφτυνε πάντα τη θρησκεία τους και δήλωνε ότι επιθυμεί να ζήσει και να πεθάνει χριστιανός. Στη συνέχεια τον οδήγησαν έως το μέσο του δρόμου που έφτανε στην παραλία και αυτοί υποκρίνονταν δήθεν ότι ήθελαν να τον αποκεφαλίσουν και εκείνος ο άγιος μάρτυρας, σημειώνει ο βισκούντης, πρότεινε και ετοίμαζε το κεφάλι πάντοτε λέγοντας: “Στα χέρια σου Παντοδύναμε παραδίδω το πνεύμα μου”. Ένας φτωχός υπηρέτης του Bragadin με το όνομα Ανδρέας, για να μπορεί να τον υπηρετεί έγινε μουσουλμάνος. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι Αμμοχωστιανοί δεν τον φόνευσαν που έγινε εξωμότης, ακριβώς για να μπορεί να υπηρετεί τον πάλαι ποτέ εκλαμπρότατο διοικητή του βασιλείου.

 

Τον οδήγησαν μετά στην πλατεία της Αμμοχώστου και στον κίονα που επιβαλλόταν η ποινή και αφού τον έγδυσαν από τη μέση και κάτω τον εξανάγκαζαν ακόμη να γίνει μουσουλμάνος, αλλά αυτός σταθερότατος στην πίστη του Χριστού τους αναθεμάτιζε και καταριόταν την πίστη τους. Άρχισαν οι απάνθρωποι να τον γδέρνουν από πίσω και αυτός πάντα παρακαλούσε τον παντοδύναμο Θεό και επικαλείτο τον Χριστό να τον βοηθήσει. Όταν το απαίσιο και ειδεχθές έργο του δημίου έφθασε έως τον οφαλό, αντιλαμβανόμενος ο Bragadin ότι θα ξεψυχούσε, φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει: “Στα χέρια σου Παντοδύναμε παραδίδω την ψυχή μου”.

Αφού τελείωσε το απάνθρωπο αυτό έργο, γέμισαν το δέρμα του με άχυρα και το σώμα το διαμέλισαν σε τέσσερα κομμάτια και το μετέφεραν διαμέσου της πόλης με τύμπανα και σάλπιγγες. Τα τέσσερα κομμάτια του σώματός του τα κρέμασαν πάνω σε δοκάρια στους τέσσερις ακραίους πύργους του φρουρίου της πόλης: Diamante, Ναυστάθμου, επιπρομαχώνα Λεμεσού και προμαχώνα Andruzzi. Το κεφάλι και τα εντόσθιά του τα έβαλαν επάνω στον ιστό του φλάμπουρου και έτσι ο γενναιόψυχος, αγιότατος και μακαριότατος ευπατρίδης έδωσε τέλος στις ημέρες του με τη σωτηρία της ψυχής του. Άξιζε, αληθώς, γράφει ο τελευταίος βισκούντης Αμμοχώστου επί Βενετοκρατίας, ο Μαρκαντώνιος Bragadin να ανακηρυχθεί άγιος και να καταταχθεί μεταξύ των αγίων αυτός ο μακάριος και τιμημένος μάρτυρας.

 

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ