Λεόντιος Β΄: Επίσκοπος Κιτίου από το 1821 μέχρι το 1837. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο Κιτίου τον εθνομάρτυρα επίσκοπο Μελέτιο* (1810-1821) που εκτελέστηκε από τους Τούρκους στις 9 Ιουλίου του 1821 μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και τους άλλους αρχιερείς του νησιού.
Ο επίσκοπος Λεόντιος καταγόταν από τη Μαραθάσα, όπως προκύπτει από σημείωμα στον Κτηματικό Κώδικα Δ΄, της Μητροπόλεως Κιτίου, όπου αναφέρεται ως Λεόντιος ἐκ Μυριανθούσης. Για τον λόγο αυτό ο Λοΐζος Φιλίππου (Τά Ἑλληνικά Γράμματα ἐν Κύπρῳ, Α΄, 1930, σ. 190), εικάζει ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον αναφερόμενο Λεόντιον Μυριανθέα, τον πρώτο δάσκαλο της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας (αργότερα Παγκύπριο Γυμνάσιο) που είχε ιδρύσει ο εθνομάρτυρας αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ο Λεόντιος Μυριανθεύς είχε διδάξει στη Σχολή από της ιδρύσεώς της, το 1812, μέχρι και το 1821.
Πριν ανέλθει στον επισκοπικό θρόνο Κιτίου, ο Λεόντιος υπηρετούσε ως αρχιμανδρίτης του ιδίου θρόνου (μέχρι τον Ιούλιο του 1821). Μετά την εκτέλεση του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των επισκόπων Κιτίου Μελετίου, Κυρηνείας Λαυρεντίου και Πάφου Χρυσάνθου, στις 9 Ιουλίου του 1821, ο αιμοδιψής κυβερνήτης της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ επέβαλε τη νέα ηγεσία της Εκκλησίας της Κύπρου: διέταξε την άμεση πλήρωση των αρχιερατικών θρόνων με άλλους ιερωμένους που αυτός επέλεξε και που κρατούνταν ήδη από τον ίδιο στη φυλακή. Αυτοί ήσαν ο οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα Ιωακείμ* (που έγινε νέος αρχιεπίσκοπος), ο αρχιδιάκονος της Πάφου Πανάρετος* (που έγινε επίσκοπος Πάφου), ο αρχιμανδρίτης Κιτίου Λεόντιος (που έγινε επίσκοπος Κιτίου) και ο έξαρχος Κερύνειας Δαμασκηνός (που έγινε επίσκοπος Κερύνειας). Οι τέσσερις αυτοί ιερωμένοι ήσαν εκείνοι τους οποίους ο Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε λάβει από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ως ομήρους και ως εγγύηση ότι οι ραγιάδες του νησιού δεν θα εξεγείρονταν και δεν θ’ ακολουθούσαν την ελληνική επανάσταση. Μετά την εκτέλεση του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ αποφυλάκισε τους ομήρους αυτούς και με τα ίδια μουλάρια με τα οποία είχε μεταφέρει στο σεράγιο τους εκτελεσθέντες, τους οδήγησε στην Αρχιεπισκοπή μεταφέροντάς τους εκεί με τιμές, και τους ανακήρυξε ως νέους ιεράρχες του νησιού.
Ο Ιωακείμ, ο Λεόντιος, ο Πανάρετος και ο Δαμασκηνός (ο τελευταίος έγινε αρχιεπίσκοπος το 1824), απευθύνθηκαν αμέσως στο οικουμενικό πατριαρχείο, ζητώντας από τον τότε οικουμενικό πατριάρχη Ευγένιο να παρακαλέσει τον πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ να στείλει στην Κύπρο τρεις επισκόπους για να προβούν στη χειροτονία των νέων αρχιερέων. Ο Σεραφείμ έστειλε πράγματι στην Κύπρο, τον Δεκέμβριο του 1821, τρεις επισκόπους του που προέβησαν στη χειροτονία.
Ο νέος αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ ήλθε όμως ήδη από την αρχή της αρχιεπισκοπείας του σε αντίθεση τόσο προς τους τρεις μητροπολίτες και γενικότερα τον κλήρο, όσο και προς τον λαό, κυρίως εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων, κατηγορήθηκε δε ότι πωλούσε ιερά σκεύη για να πληρώσει υποχρεώσεις του αλλά και μπαξίσια στους Τούρκους. Η κατάσταση εξελίχθηκε σε ανοικτή αντιδικία και σε ρήξη μεταξύ του αρχιεπισκόπου και των υπολοίπων, με αποτέλεσμα να επέμβει ο νέος οικουμενικός πατριάρχης Ἀνθιμος Γ΄* (1822-1824). Ο πατριάρχης έστειλε γράμματα στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων κι ένα στον επίσκοπο Λεόντιο και στους άλλους δυο επισκόπους, τους οποίους εμέμφετο και κατηγορούσε ότι δεν συνέβαλαν στη συμφιλίωση αλλά συντηρούσαν τις έριδες που ήσαν ολέθριες στο γένος.
Στην κατά του Ιωακείμ πολεμική πρωτοστατούσαν οι επίσκοποι με επικεφαλής τον Κυρηνείας Δαμασκηνό. Ο αρχιεπίσκοπος κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν αμαθής και ανίκανος, ότι εστερείτο πολιτικής οξυδέρκειας κι ότι δεν ήταν σε θέση να διοικεί. Τελικά ο Ιωακείμ αναγκάστηκε να παραιτηθεί (21 Μαϊου 1824) και νέος αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Κυρηνείας Δαμασκηνός.
Ο Κιτίου Λεόντιος φαίνεται ότι είχε ταχθεί κι αυτός απροκάλυπτα κατά του Ιωακείμ, υποστηρίζοντας τον Δαμασκηνό. Ο Δαμασκηνός υπηρέτησε ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου μέχρι το 1827, οπότε ήλθε σε ρήξη με τον βίαιο κυβερνήτη Αλή Ρουχή κι εξορίστηκε στα Σπάρτα της Μικράς Ασίας. Δεν μπόρεσε να επανέλθει στην Κύπρο παρά 10 περίπου χρόνια αργότερα. Τότε (1837) πέθανε ο επίσκοπος Κιτίου Λεόντιος και ο Δαμασκηνός εξελέγη διάδοχός του στον θρόνο της επισκοπής Κιτίου. Σύμφωνα προς τον Κώδικα της Μητροπόλεως Κιτίου (σ. 29), ο Δαμασκηνός εξελέγη «τῇ ἐπιμόνῳ ἀπαιτήσει τοῦ λαοῦ», αφού «ἀδίκως ὑπό ἑτεροεθνῶν ἔπαθεν ὑπέρ τῆς πατρίδος καί τοῦ Γένους», ώστε «νά ἱκανοποιηθῇ διά τάς συμφοράς ἅς ὑπέστη».
Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τη δραστηριότητα του Λεοντίου κατά το διάστημα της επισκοπείας του (1821-1837). Αν και δεν αναφέρεται, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι δεν ήταν αμέτοχος στην προσπάθεια για ανύψωση της παιδείας στην οποία άρχισε να πρωτοστατεί η Εκκλησία. Στη Λάρνακα — έδρα του Λεοντίου — ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο το 1822, ενώ από το 1830 άρχισε να λειτουργεί και αλληλοδιδακτικόν.
Ο Λεόντιος μετείχε στην ευρεία σύσκεψη του Νοεμβρίου του 1830, υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Παναρέτου*, στην οποία μετείχαν εκτός από τους επισκόπους, και αντιπρόσωποι από τις διάφορες πόλεις του νησιού. Η σύσκεψη μεταξύ άλλων αποφάσισε τη σύσταση 4μελούς επιτροπής που να έχει συνεχή επαφή με τις τουρκικές αρχές του νησιού (σύμφωνα προς απόφαση των οθωμανικών αρχών) η οποία να επαγρυπνεί για τα συμφέροντα των ραγιάδων και την προστασία τους. Επίσης συνεστήθη και άλλη ευρύτερη επιτροπή υπό τον αρχιεπίσκοπο, τους τρεις επισκόπους και 20 αντιπροσώπους από τις πόλεις. Η επιτροπή αυτή, που ονομάστηκε ἐπιτροπεία τοῦ κοινοῦ θα είχε αρμοδιότητα να εποπτεύει τις δημογεροντίες, να εξετάζει τους λογαριασμούς τους κ.α. Η ίδια σύσκεψη πήρε επίσης αποφάσεις σχετικές με τη λειτουργία σχολείων και νοσοκομείων.
Δεν είναι γνωστή η στάση την οποία τήρησε ο επίσκοπος Λεόντιος έναντι των τριών επαναστατικών κινημάτων του 1833, εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον (εκείνο του Νικολάου Θησέως) είχε πυρήνα του τη Λάρνακα. Το πιθανότερο είναι ότι ο Λεόντιος συμφωνούσε με τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο που ετάχθη εναντίον των κινημάτων και τα καταδίκασε.