Η κουφή είναι ο όφις, γνωστός και από τη Βίβλο ότι απάτησε την Εύα στον Παράδεισο. Είναι τα ὀφίδια που αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός στην Ἱστορία του, γράφοντας ότι στην περιοχή της αλυκής Λεμεσού ἐπολλαπλασιάσθησαν τόσον ὁποῦ οἱ ἄνθρωποι καί τά ζῶα συνεχῶς ἐδαγκάνοντο καί ἀπέθνησκον, καί μάλιστα ὑπό τῆς λεγομένης κουφῆς, φαρμακερόν τῷ ὂντι και θανατηφόρον ὀφίδιον...
Ο Κυπριανός αναφέρει την παλαιά παράδοση, που αναφέρουν μεσαιωνικοί επισκέπτες, για εκτροφή γάτων στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, στο Ακρωτήρι, που χρησιμοποιούνταν για την εξολόθρευση των ερπετών αυτών, όπως αναφέρει και ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα του «Οι γάτες τ' ἃι Νικόλα».
Τα φαρμακερά αυτά ερπετά είχαν πολλαπλασιαστεί, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από ανομβρία 36 χρόνων που είχε πλήξει το νησί και που τερματίστηκε μετά την επίσκεψη της αγίας Ελένης, τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η Κύπρος όμως ήταν γνωστή για την ύπαρξη σ' αυτήν τέτοιων ερπετών και παλαιότερα. Ο Οβίδιος, στις Μεταμορφώσεις του, ονομάζει την Κύπρο Οφιούσαν, ενώ ο Νικαίνετος την αποκαλεί Οφιώδη, δηλαδή γεμάτη φίδια, όπως διασώζει ο Παρθένιος. Ο Αριστοτέλης, εξάλλου, ομιλεί για ένα είδος δηλητηριώδους φιδιού στο έργο του Περί θαυμασίων Ακουσμάτων, σημειώνοντας ότι τούτο ζει ἐν Κουρίῳ τῆς Κύπρου.
Πολλοί πιστεύουν ότι η κουφή δεν ακούει, γι΄ αυτό εξάλλου την ονόμασαν κουφή. Ακόμη πιστεύουν ότι είναι κουφή για έξι μήνες και τυφλή για τους υπόλοιπους έξι μήνες, οπότε βρίσκεται σε χειμερινή νάρκη. Ο Αιλιανός την ονομάζει κωφίας (ο), ο δε Ησύχιος τυφλίνος (ο). Ωστόσο αυτά αποτελούν δοξασίες γιατί η ακοή της είναι πολύ ανεπτυγμένη και τη βοηθεί να κρύβεται συλλαμβάνοντας τον ήχο των βημάτων ανθρώπων και ζώων. Γι' αυτό πολύ σπάνια την συναντούν πεζοί ή οι καβαλλάρηδες σε άλογα, ακόμη και σ' αυτή την περιοχή του Ακάμα όπου οι κουφάδες αφθονούν. Αντίθετα, όταν ταξιδεύουμε με οχήματα, πολύ συχνά τις βλέπουμε να διασταυρώνουν δρόμους και μονοπάτια. Τούτο εκφράζεται και σε μεσαιωνικά κυπριακά έπη και τραγούδια, όπως στον Κωνσταντά:
...Στο μονοπάτιν η κουφή πατεί τζ' ακρολοάται,
η πεταλλίνα πέτεται τζ' ατός χρυσολοάται...
Η κουφή ήταν πάντοτε το σύμβολο του κακού, του πονηρού πνεύματος, του Σατανά, γιατί προκαλούσε και προκαλεί στους ανθρώπους τον τρόμο αλλά και την απέχθεια. Η λαϊκή φαντασία, μάλιστα, έπλασε μεταξύ άλλων και τους μύθους για τις πολυκέφαλες κουφάδες (ήδη από την Αρχαιότητα έχουμε τη Λερναία Ύδρα με 9 κεφάλια) που συχνά απαντώνται στις λαϊκές ποιητικές δημιουργίες των Κυπρίων. Στα μεσαιωνικά και ακριτικά κυπριακά τραγούδια απαντώνται κουφάδες με πολλές κεφαλές, όπως στο τραγούδι του Διγενή:
...Ετσά το χάραμαν του φου, το γέννημαν του ήλιου,
τζ'αι μια κουφή εβρέθηκεν με πέντε τζ'εφαλάες,
πέντε καμάρες μούδειξεν, πέντε φαρμακωμένες,
τζ'αι μιας σπαθκιάν ηξαπολώ της μεσατζ'ής καμάρας,
που το φαρμάτζιν το πολλύν εδίψασεν ο μαύρος...
Και σε άλλη παραλλαγή του ιδίου τραγουδιού:
...Κάτω στο όρος των ορών, τον αρκοκαλαμιώναν,
φίδιν εφανερώθηκεν που μες' τον καλαμιώναν,
έγυρεν τζ' εσαΐττεψεν δεκαοχτώ καμάρες,
έδειξεν τζ' εφανέρωσεν τριάντα τζ'εφαλάες...
Με την πονηρή γυναίκα ταυτίζεται ακόμη η κουφή, όπως στο ακόλουθο ποίημα του λαϊκού ποιητή Ηλία Γεωργίου:
ΠΟΠΠΕΣΕΝ ΣΤΟ ΠΑΡΤΙΝ ΣΟΥ
Ακούω πάντα να λαλούν ούλλοι τους που γυρόν
του τάδε αζουλεύκω του, εν' πλάσμαν τυχερόν.
Ήβρεν γεναίκαν ίλαρην τζ' εν τον κακοκαρτίζει,
τρέμει τζ'αι σσ'έπει πάνω του, μασά τζ'αι τον ταΐζει.
Εμέν εν σσ'ύλλα, εν κουφή, μερόνυκτα με λάμνει,
τζ'αι νύκταν εις τον ύπνον της εν παραιτά, δακκάννει!
Εγιώ ακούω τζ΄αι γελώ, ποττέ μον' αζουλεύκω,
γιατί γεναίκα τζ'αι καλή εν γένεται πιστεύκω.
Εν παραλλάσσει τίποτες γεναίκα που γεναίκα,
η μια 'ν ' κουφή τριτζ'έφαλη τζ'ι η άλλη έσ'ει δέκα.
Έναν εν' το γινάτιν τους, έναν το λάωμάν τους,
έναν έν το φαρμάτζιν τους, έναν το δάκκαμάν τους.
Μεν αζουλεύκεις κανενού, να 'σεις βουλήν δικήν σου
τζ'αι να δκιαβείς με την κουφήν πόππεσεν στο παρτίν σου.
Το δάγκωμα της κουφής είναι πολύ οδυνηρό κι αν δεν παρασχεθεί σύντομα κατάλληλη ιατρική περίθαλψη, είναι σχεδόν πάντοτε θανατηφόρο. Τούτο εκφράζει και το γνωμικό:
Αν σε κρούσει στο νερόν
μεν βουρήσεις στογ γιατρόν.
Μ' αν σε κρούσει εις την ξέρην
πρώτος ο παπάς το ξέρει.
Εννοεί ότι η νεροφίδα, γνωστή στην Κύπρο ως δρόπης, είναι ακίνδυνη και ούτε γιατρός χρειάζεται, ενώ το δάγκωμα του στεριανού φιδιού καταλήγει στην επιστράτευση του παπά (που θα τελέσει την κηδεία) γιατί σε παλαιότερες εποχές, εξαιτίας των συνθηκών (ανυπαρξία γιατρών, φαρμάκων και άλλων μέσων) το δάγκωμα της κουφής ήταν πάντοτε θανατηφόρο. Γι΄ αυτό και τα λαϊκά γιατροσόφια των παλαιότερων εποχών πάντοτε περιείχαν και συνταγές κατά του δαγκώματος της κουφής. Κι αυτός ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, προσπαθώντας να βοηθήσει με τον δικό του τρόπο στην αντιμετώπιση του σοβαρότατου αυτού προβλήματος, περιέλαβε στο τέλος της Ἱστορίας του και ειδικό κεφάλαιο με τίτλο Θεραπίαι διά τό δάγκαμα τῆς Κουφῆς ἤ τῆς ἔχιδνας (Αρχ. Κυπρ., Ἱστορία Χρονολογική τῆς Νήσου Κύπρου, Βενετία, 1788, σσ. 398-399). Αναφέρει δε ότι προς βοήθειαν τῶν χωρικῶν περιέλαβε στο έργο του διάφορες συνταγές, ἐπειδή εἰς τήν Νῆσον ἂλλο ζῶον ἤ θηρίον πλέον φαρμακερόν καί θανατηφόρον εἰς ζῶα καί ανθρώπους, δέν γίνεται, παρά ἡ λεγομένη ἀπό τούς ἐντοπίους Κουφή...
Στη λαϊκή κυπριακή ποίηση, κυρίως δε στα ερωτικά τραγούδια, ο ψυχικός πόνος των ερωτευμένων παραβάλλεται προς τον πόνο από το οδυνηρότατο δάγκωμα της κουφής:
Ο δακκαμμένος της κουφής τζ'αι το νερόν τζ'οιμάται
μα 'γιώνι ππέφτω τζ' εν καμμώ' ίντα κακόν λοάται;
Δκυο κούφοι του Πεντάσσ΄ινου έρκουνται να με φάσιν
μα στους καμούς της μ' ηύρασιν τζ' εστράφησαν τζ'αι πάσιν
να με δακκάσει μια κουφή πον πα στον λυσσιασμόν της,
ψοφά γιατί το τέρτιμ' μου νικά το φάρμακόν της.
Και στις κατάρες, βέβαια, έχει τη θέση της η κουφή:
Μιάλη, κουφή, τριτζ'έφαλη, πατσάλα τζ'αι κουντούρα
να φάει τημ μανούλλαν της γιατ' εν κατζ'ή, μουρμούρα.
Ή, πάλι, στο τραγούδι της Λενουκκούς:
...Κόρη τζ' είπουν της μάνας σου Λενού να μεν σ' αρμάσει
τζ'αι τζ'είν' η ασυγχώρητη γυρεύκει να σε χάσει.
Πήεν τζ'αι σ' εστεφάνωσεν με δεκατρείς παπάες,
απού να ππέσουμ' πάνω της οι άνυδρες κουφάες...
Οι άνυδρες κουφάες ήσαν εκείνες που δεν έπιναν νερό, που ζούσαν «άνευ ύδατος», θεωρούνταν δε επιθετικές και πολύ φαρμακερές. Στην περιοχή Μόρφου μέχρι σήμερα λέγεται η κατάρα:
Που να τον φάει η κουφή του Μπάρατζ’η.
Ο Μπάρατζ'ης είναι παραθαλάσσια περιοχή μεταξύ Συριανοχωριού και Καζιβερών, με πυκνή βλάστηση από καζάβκια, βάτους και αγριοκάλαμα, ζούσε δε εκεί η φοβερή «κουφή του Μπάρατζ'η» που τρομοκρατούσε τους κατοίκους της περιοχής και κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει. Οι χωρικοί τότε, ιδίως οι βοσκοί της περιοχής, ζήτησαν τη βοήθεια του «Κουταλιανού», νέου, χειροδύναμου, ριψοκίνδυνου και γενναίου, γνωστού ανά το παγκύπριο, από τον οποίο ζήτησαν να εξολοθρεύσει το φοβερό ερπετό. Ο «Κουταλιανός» (που του εδόθη το επίθετο του Έλληνα γνωστού λαϊκού ήρωα Παναγή Κουταλιανού, που είχε γίνει θρύλος στα τέλη του 19ου αιώνα για τη δύναμή του, και προς τον οποίο έτσι αντιπαραβαλλόταν), παίρνοντας την αρκολιέτινην ματσούκαν του (=ρόπαλο από άγρια ελιά) πήγε κι έψαξε πολλές φορές στην περιοχή, πουθενά όμως δεν βρήκε το θρυλικό κι επικίνδυνο ερπετό. Τότε οι χωρικοί αποφάνθηκαν ότι η φοβερή κουφή όταν άκουσε τες παδκιές (=τον ήχο των βαριών βημάτων) του Κουταλιανού, έδωκεμ μες στογ γιαλόν τζ' επνίηκεν!
Πολλές άλλες αφηγήσεις γίνονταν σ' όλη την Κύπρο για φοβερές κουφάες, αφηγήσεις που απέρρεαν από τον φόβο που προκαλούσε το ερπετό αυτό, το οποίο μόνο λαϊκοί ή μυθικοί ήρωες ήσαν σε θέση ν' αντιμετωπίσουν και που στις παραστάσεις Καραγκιόζη καταβαλλόταν συνήθως από τον Μεγαλέξανδρο.
Κατά την Αρχαιότητα υπήρχε η αντίληψη, όπως διασώζει ο Αιλιανός, πως η μύραινα (=σμύρνα ή σμέρνα) κατά την εποχή των ερώτων της βγαίνει από τη θάλασσα στη ξηρά και συνουσιάζεται με την κουφή:
... Ἡ μύραινα, ὅταν ὁρμῆς ἀφροδισίου ὑποπλησθῇ, πρόεισιν εἰς τήν γῆν καί ὁμιλίαν ποθεῖ νυμφίου καί μάλα πονηροῦ ۬ πάρεισι γάρ εἰς ἔχεως φωλεόν καί ἄμφω συμπλέκονται. Ἤδη δέ φασι καί ὁ ἔχις οἰστρήσας καί ἐκεῖνος εἰς μεῖξιν ἀφικνεῖται πρός τήν θάλατταν... καί συρίσας τήν ἐρωμένην παρακαλεῖ καί αὐτή πρόσεισι...
Ακόμη ο Αιλιανός προσθέτει ότι η κουφή, προτού συνουσιασθεί με τη σμύρνα, αφαιρεί το δηλητήριό της για να μην προκαλέσει κακό σ΄ αυτήν:
.. τον ἰόν ἀπεμεῖ καί ἐκβάλλει καί οὕτω ὑποσυρίσας τήν νύμφην παρακαλεῖ, ὅταν δέ τά τῆς ἀφροδισίου σπουδῆς τελέσωσι μετ' ἀλλήλων ὄργια, ἡ μέν ἐπί τά κύματα καί τήν θάλατταν ὥρμησεν, ὁ δέ ἀναρροφήσας τόν ἰόν αὖθις εἰς τά ἢθη τά οἰκεῖα ἐπάνεισιν...
Η αρχαία αυτή παράδοση των γάμων της κουφής με τη σμύρνα είναι γνωστή και στην Κύπρο, αποτελεί δε ακόμη πεποίθηση αρκετών ψαράδων και κατοίκων παραλιακών περιοχών.
Στην Κύπρο είναι χαρακτηριστική η ονομασία φίνα με την οποία είναι γνωστή η κουφή, το πλέον επικίνδυνο είδος από όλα τα ερπετά του νησιού. Η ονομασία φίνα προέρχεται, κατά τον Άντρο Παυλίδη, από την αρχαία ελληνική λέξη φοίνιος (ο) που σημαίνει τον φονικό, τον αιμοσταγή. Ως φοίνιον αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες την έχιδνα εκείνη της οποίας το δηλητήριο ήταν θανατηφόρο.