Παραδοσιακό και εύγευστο κυπριακό έδεσμα, που σερβίρεται κρύο ως μέρος των κυπριακών μεζέδων. Ουσιαστικά πρόκειται για τρόπο διατηρήσεως του κρέατος για αρκετό χρονικό διάστημα, σε εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχαν ψυγεία. Η ζαλατίνα παρασκευάζεται από χοιρινό κρέας, ως εξής:
Το κρέας (κυρίως από το κεφάλι και τα πόδια του χοίρου) κόβεται σε κομμάτια που βράζονται για λίγο σε ζεστό νερό. Ξεπλένονται με κρύο νερό και βράζονται στη φωτιά μέχρι να ψηθούν. Στο νερό στο οποίο βράζονται, προστίθενται διάφορα αρώματα που είναι η κανέλα, τα γαρύφαλλα (μουσκοκάρφια), αψά κόκκινα πιπέρια και κλωναράκια από λασμαρί. Ενώ το κρέας βράζει, ταυτόχρονα ξαφρίζεται. Προστίθενται ύστερα χυμός λεμονιού, χυμός κιτρομήλου και ξίδι. Προστίθεται επίσης λίγο αλάτι. Αφού το κρέας ψηθεί, τα κομμάτια του ξεκοκκαλίζονται και κόβονται σε μικρότερα. Στη συνέχεια τοποθετούνται ξανά στην κατσαρόλα και ξαναβράζονται στον ίδιο ζωμό ο οποίος όμως έχει περάσει από κούλιασμα με κουρούκλα (τουλουπάνι). Τα πιπέρια και τα κλωναράκια από λασμαρί τοποθετούνται ξανά μαζί με τα κρέατα. Αφού καταστηθούν, τα κρέατα τοποθετούνται σε τσούκες (τσουκάλια) τα οποία γεμίζονται με το ζωμό. Αφήνονται να κρυώσουν και να πήξει η σαλαμούρα.
Ένας πρακτικός τρόπος για να δούμε αν η ζαλατίνα έχει γίνει στη φωτιά, είναι να βάζουμε την ανοικτή μας παλάμη πάνω από την κατσαρόλα στην οποία βράζει. Αν η παλάμη κολλά από τους υδρατμούς, τότε η ζαλατίνα είναι ψημένη.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και βοδινό κρέας, που τοποθετείται στην κατσαρόλα μαζί με το χοιρινό.
Η ζαλατίνα παρασκευάζεται ακόμη στην Κύπρο. Σε παλαιότερες εποχές παρασκευαζόταν σε όλα τα χωριά από τις γυναίκες, όταν σφαζόταν κατά τις γιορτές ο χοίρος που εκτρεφόταν στο σπίτι, οπότε το κρέας του έπρεπε να διατηρηθεί με διάφορους τρόπους, μεταξύ δε αυτών, και με κατασκευή ζαλατίνας.