Η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων καθιερώθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 4 Δεκεμβρίου του 2000 και πρωτογιορτάσθηκε στις 20 Ιουνίου 2001, με αφορμή τα 50 χρόνια από την υπογραφή της «Συνθήκης για το καθεστώς των προσφύγων».
Η Συνθήκη αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη σύσταση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η οποία ήταν επιφορτισμένη να βοηθήσει στη μετεγκατάσταση των 1,2 εκατομμυρίων Ευρωπαίων που είχαν μείνει άστεγοι εξαιτίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Στα 54 χρόνια της ύπαρξής της, η Ύπατη Αρμοστεία έχει βοηθήσει πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους και για τις προσπάθειές της αυτές έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το διεθνές δίκαιο ορίζει ότι πρόσφυγες είναι οι άνθρωποι που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιστρέψουν στις χώρες τους, εξαιτίας βάσιμου φόβου δίωξης, με βάση τη φυλή, το θρήσκευμα, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την εθνικότητά τους ή τη συμμετοχή τους σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.
Σήμερα, η Ύπατη Αρμοστεία είναι ένας από τους κυριότερους ανθρωπιστικούς οργανισμούς στον κόσμο. Τα περισσότερα από 5.000 στελέχη της, πολλά από τα οποία αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρούς κινδύνους κατά της προσωπικής τους ασφάλειας, βοηθούν πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους που συγκεντρώνουν την ιδιότητα του πρόσφυγα.
Ο αριθμός των ανθρώπων που διαφεύγουν από τον πόλεμο, τις διώξεις και τις συγκρούσεις ξεπέρασε τα 70 εκατομμύρια το 2018. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό που έχει δει ποτέ η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) στα 70 περίπου χρόνια λειτουργίας της.
Η ετήσια έκθεση του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (2019)
Σύμφωνα με στοιχεία από την ετήσια έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ «Παγκόσμιες Τάσεις» («Global Trends»), η οποία δημοσιεύτηκε στις 19 Ιουνίου 2019, καταδεικνύεται ότι σχεδόν 70,8 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν εκτοπιστεί με τη βία. Συγκριτικά, αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των ξεριζωμένων είναι διπλάσιος σε σχέση με 20 χρόνια πριν, και κατά 2,3 εκατ. μεγαλύτερος σε σχέση με πέρυσι, ενώ αντιστοιχεί σε πληθυσμό μεγαλύτερο της Ταϋλάνδης.
Τα 70,8 εκατομμύρια αποτελούν ένα συντηρητικό νούμερο, κυρίως επειδή η κρίση στη Βενεζουέλα αντικατοπτρίζεται μόνο εν μέρει στον αριθμό αυτόν. Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία των χωρών υποδοχής, περίπου 4 εκατ. κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει τη Βενεζουέλα, γεγονός που την καθιστά μια από τις μεγαλύτερες πρόσφατες κρίσεις εκτοπισμού παγκοσμίως. Αν και η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών χρήζουν διεθνούς προσφυγικής προστασίας, ως σήμερα μόλις μισό εκατομμύριο περίπου έχουν προχωρήσει επισήμως σε αίτημα ασύλου.
«Αυτοί οι αριθμοί επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά την μακροπρόθεσμη αυξητική τάση του αριθμού των ανθρώπων που χρειάζονται προστασία εξαιτίας του πολέμου, των συγκρούσεων και των διώξεων. Ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιείται για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι συχνά διχαστική, παρατηρούμε επίσης ένα μεγάλο κύμα γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης, ιδίως από τις κοινότητες που υποδέχονται ήδη μεγάλους αριθμούς προσφύγων. Βλέπουμε επίσης να αναλαμβάνουν μεγαλύτερη δράση νέοι φορείς, όπως φορείς ανάπτυξης, ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδιώτες. Το γεγονός αυτό δεν αντανακλά μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα του Παγκόσμιου Συμφώνου για τους Πρόσφυγες», δήλωσε ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Φίλιπο Γκράντι. «Πρέπει να χτίσουμε πάνω σε αυτά τα θετικά παραδείγματα και να διπλασιάσουμε την αλληλεγγύη που δείχνουμε με τους χιλιάδες αθώους ανθρώπους που αναγκάζονται, καθημερινά, να εγκαταλείπουν τις εστίες τους».
Ανάμεσα στα 70,8 εκατ. που αναφέρει η έκθεση του ΟΗΕ βρίσκονται τρεις βασικές ομάδες. Η πρώτη είναι οι πρόσφυγες, δηλαδή άνθρωποι που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους λόγω του πολέμου, των διώξεων ή των συγκρούσεων. Το 2018, ο αριθμός των προσφύγων έφτασε τα 25,9 εκατ. παγκοσμίως, δηλαδή 500.000 περισσότεροι από το 2017. Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονται οι 5,5 εκατ. Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που εμπίπτουν στην εντολή της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA).
Η δεύτερη ομάδα είναι οι αιτούντες άσυλο – άνθρωποι που βρίσκονται εκτός της χώρας καταγωγής τους και λαμβάνουν διεθνή προστασία, αλλά περιμένουν να βγει η απόφαση του αιτήματος ασύλου τους. Στο τέλος του 2018, υπήρχαν 3,5 εκατ. αιτούντες άσυλο παγκοσμίως.
Η τρίτη και μεγαλύτερη ομάδα, που ανέρχεται στα 41,3 εκατ., είναι άνθρωποι που έχουν εκτοπιστεί σε άλλες περιοχές εντός της χώρας καταγωγής τους, μια κατηγορία που είναι γνωστή ως «εσωτερικά εκτοπισμένοι» (IDPs).
Η συνολική αύξηση των εκτοπισμένων συνεχίζει να ξεπερνάει σε ρυθμό την εύρεση λύσεων για τους ανθρώπους αυτούς. Η καλύτερη λύση για οποιονδήποτε πρόσφυγα είναι να μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του οικειοθελώς, σε συνθήκες ασφάλειας και αξιοπρέπειας. Άλλες λύσεις περιλαμβάνουν την ένταξη στην κοινότητα υποδοχής ή την επανεγκατάσταση σε μια τρίτη χώρα. Ωστόσο, μόνο 92.400 πρόσφυγες επανεγκαταστάθηκαν σε τρίτες χώρες το 2018, που αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 7% όσων περιμένουν για επανεγκατάσταση. Περίπου 593.800 πρόσφυγες κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ 62.600 πολιτογραφήθηκαν.
«Σε οποιαδήποτε προσφυγική κατάσταση, όπου κι αν αυτή εντοπίζεται, όσο κι αν διαρκεί, θα πρέπει να δίνεται συνεχώς έμφαση στην εύρεση λύσεων και την άρση των εμποδίων που δυσκολεύουν τους ανθρώπους να επιστρέψουν στις εστίες τους», πρόσθεσε ο κ. Γκράντι. «Πρόκειται για ένα πολύπλοκο έργο στο οποίο είναι αφιερωμένη η Υ.Α., και το οποίο απαιτεί, ωστόσο, τη συνεργασία όλων των χωρών για την επίτευξη του κοινού καλού. Αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας».