Οι κίρκοι (Harrier) είναι αρπαχτικά ημερόβια πουλιά της οικογένειας των Accipitridae (Αετίδες), της υποοικογένειας Circinae (Κιρκίνες) και του γένους Circus. Σε ολόκληρο τον πλανήτη συναντάμε περισσότερα από 18 διαφορετικά είδη κίρκων. Διακρίνονται για τις οξύτατές τους αισθήσεις, όπως την ακοή και ειδικά την όραση, το γρήγορο και ευέλικτο πέταγμά τους, τη γρηγοράδα των αντανακλαστικών τους και για τα ισχυρά δολοφονικά τους ράμφη και νύχια τα οποία κόβουν τη σάρκα σαν λεπίδες.
Είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πουλιά και τρέφονται με μεγαλόσωμα έντομα, μικρά θηλαστικά, αμφίβια, ερπετά και πουλιά. Κυνηγούν πάνω από ανοικτές εκτάσεις κυρίως χαμηλά, με χαρακτηριστικές εμπρός και πίσω κινήσεις με τις φτερούγες τους ανορθωμένες σε σχήμα V. Κυνηγούν επίσης σε σχετικά χαμηλές ταχύτητες (περίπου 30 χλμ/ώρα), αιφνιδιάζοντας το θήραμα, το οποίο συλλαμβάνουν σε μικρή απόσταση από την επιφάνεια του εδάφους ή πάνω στο έδαφος, κυνηγώντας το για πολύ μικρές αποστάσεις. Πολλά είδη συνηθίζουν να αιωρούνται στον αέρα ή να πετούν κυκλικά για να εντοπίζουν τα θηράματά τους.
Οι κίρκοι είναι μεσαίου μεγέθους και στα περισσότερα είδη τους εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός και με τα θηλυκά να είναι σχεδόν πάντοτε μεγαλύτερα. Στην Κύπρο συναντάμε τέσσερα είδη κατά την αποδημία των πουλιών η οποία γίνεται το φθινόπωρο και την άνοιξη. Δεν αναπαράγονται στον τόπο μας. Σχεδόν όλοι οι κίρκοι φτιάχνουν τη φωλιά τους με κλαδιά και χόρτα στο έδαφος ανάμεσα σε πυκνά χόρτα, θάμνους και καλάμια. Γεννούν τρία μέχρι έξι αβγά αναλόγως του είδους, και τη φροντίδα του μεγαλώματος των νεοσσών αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς. Το γεγονός ότι τα πουλιά αυτά φωλιάζουν στο έδαφος εμπερικλείει μεγάλους κινδύνους για τα αβγά και τους νεοσσούς από αρπαχτικά ζώα, κυρίως από αλεπούδες.
Τα τέσσερα είδη που συναντάμε στην Κύπρο είναι:
Ο χειμωνόκιρκος είναι μεταναστευτικό πουλί και στην Κύπρο απαντάται μόνον ως διαβατικός χειμερινός επισκέπτης, σε μεγάλες ανοικτές, υγρές περιοχές που περιλαμβάνουν τυρφώνες, παρόχθια δάση, ελώδη λιβάδια, υφάλμυρους βάλτους και υγρά χωράφια, ενώ παρατηρούνται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων κατά τη μετανάστευση, όπως στα ψηλά βουνά, βραχώδη φαράγγια, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα κατεβαίνουν σε επίπεδες, ανοικτές περιοχές, όπως αγροτικές εκτάσεις και λιβάδια, κατά προτίμηση κοντά σε υγροτόπους. Το κτίσιμο της φωλιάς γίνεται κυρίως από το θηλυκό στο έδαφος με την τοποθέτηση ενός στρώματος από κλαδιά, επιστρωμένο με μαλακά χόρτα. Αν η κατασκευή γίνει πάνω σε υγρό έδαφος, τότε η φωλιά είναι συνήθως μεγαλύτερη. Η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 29-39 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή.
Ο λιβαδόκιρκος θεωρείται εξαιρετικός ταξιδευτής, καλύπτοντας μεγάλες αποστάσεις κατά τη μετανάστευση. Είναι είδος των πεδινών περιοχών, που φωλιάζει κυρίως στις κοιλάδες ποταμών, πεδιάδες, και στα μέρη που γειτνιάζουν με τις λίμνες και τη θάλασσα. Η φωλιά κατασκευάζεται στο έδαφος από καλάμια, ξερόκλαδα και σκληρό γρασίδι, επιστρωμένη με μαλακό χορτάρι και με διάμετρο 30-40 εκατοστών, αλλά μπορεί να φθάσει και τα 80 εκατοστά. Γεννά τέσσερα μέχρι πέντε αβγά, και η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 27-40 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό.
Ο στεπόκιρκος είναι μεταναστευτικό πουλί και συχνάζει σε ημιερήμους και στέπες έως τα 2.000 μέτρα, ενώ οι προτιμώμενες περιοχές ωοτοκίας είναι τα λιβάδια κοντά σε μικρά ποτάμια και λίμνες. Μπορεί να φωλιάσει μέχρι και στα 1.200 μέτρα, ενώ έχει παρατηρηθεί να φωλιάζει τον χειμώνα στα Ιμαλάια μέχρι τα 3.000 μέτρα και, στην Αφρική μέχρι τα 4.000 μέτρα. Διαφέρει από τους άλλους κίρκους, στο ότι προτιμάει πιο ξηρά ενδιαιτήματα. Η φωλιά κατασκευάζεται κυρίως από το θηλυκό στο έδαφος, είναι ελαφρά υπερυψωμένη και μπορεί να καλύπτεται από υψηλή βλάστηση, ενώ σπανιότερα βρίσκεται πάνω σε χαμηλούς θάμνους. Γεννά τέσσερα μέχρι πέντε αβγά, και η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 28-30 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του στεπόκιρκου μειώθηκαν δραματικά κατά τον 20ό αιώνα. Σε πολλές περιοχές, όπως τα Βαλκάνια, τη Μολδαβία και τη Λευκορωσία έχει σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ ο κυριότερος όγκος αναπαράγεται στη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, την Ουκρανία, και την Τουρκία.
Ο καλαμόκιρκος είναι μεταναστευτικό πουλί και αναπαράγεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο καλαμόκιρκος είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος και ο πιο κοινός από όλους τους κίρκους που συναντάμε στον τόπο μας. Ο καλαμόκιρκος συναντάται σε υγροτόπους, ιδίως εκείνους που είναι πλούσιοι σε καλαμιώνες, μπορεί επίσης να τον δούμε σε πολλά άλλα ανοιχτά ενδιαιτήματα, όπως γεωργικές εκτάσεις ή αμμοθίνες, δέλτα ποταμών και λιμνοθάλασσες, ιδίως όταν αυτές οι περιοχές γειτνιάζουν με έλη. Επίσης απαντάται και σε ορυζώνες. Γεννά και αυτός στο έδαφος τέσσερα μέχρι πέντε αβγά. Η επώαση πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, με το αρσενικό να την εφοδιάζει με τροφή και διαρκεί 33-38 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει την τροφή. Κατόπιν, κυνηγούν και οι δύο γονείς ταυτόχρονα.
Η επιβίωση του ασπροσιάχινου
Στην Κύπρο πολλοί κίρκοι σκοτώνονται κάθε χρόνο από ασυνείδητους κυνηγούς. Κίνδυνο επίσης αποτελούν και τα παράνομα ξόβεργα και τα δίχτυα, καθώς οι κίρκοι βλέπουν τα μικροπούλια που πιάνονται σε αυτά και στην προσπάθειά τους να τα αρπάξουν, πιάνονται και αυτοί. Σε μια επίσκεψή μου στις 25 Μαρτίου του 2016 στο Κάβο Γκρέκο για παρατήρηση και φωτογράφιση πουλιών βρήκα έναν στεπόκιρκο (Pallid Harrier) (κινδυνεύoν είδος παγκόσμια με αφανισμό) πιασμένο σε ξόβεργο που πετούσε και το κουβαλούσε μαζί του. Η επιβίωση του ασπροσιάχινου αυτού είναι πλέον αμφίβολη, καθώς η ζημιά που προκάλεσε το ξόβεργο στο φτέρωμά του θα επηρεάσει την ικανότητα να πετά, άρα και την ικανότητά του να κυνηγήσει για να τραφεί και να μεταναστεύσει. Κίνδυνο αποτελούν και η καταστροφή των οικοτόπων και η υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων.
Όλα τα είδη προστατεύονται με αυστηρή νομοθεσία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ