Σχετικά με την Polignosi
|
Χορηγοί
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025
Τράπεζα Κύπρου & Εφημερίδα Πολίτης
Εξειδικευμένη Αναζήτηση
Λήμματα (Α-Ω)
Σαν Σήμερα
Κυπριακή Διάλεκτος (Α-Ω)
Φώτο Γκάλερι
Αφιερώματα
Κοινόν Κυπρίων
Ογκολογικό Κέντρο
Πολιτιστικό Ίδρυμα
IDEA
SupportCY
Κουίζ
Γενικές γνώσεις
Γεωγραφία
Ιστορία
Πολιτισμός
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Καύκαρος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. αυτός που δεν έχει μαλλιά. 2. θηλυκό πρόβατο που έχει κουρευτεί. 3. ακέρατο ζώο.
Συνώνυμα:
Καυκάρα (η), Καυκαρίν (το), Καφκάρα (η), Καφκαρίν (το), Κάφκαρος (ο)