Ευρώπης Συμβούλιο και Κύπρος

Image

Το Συμβούλιο της Ευρώπης  ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου του 1949, οπότε υπεγράφη στο Λονδίνο ο καταστατικός του χάρτης. Η ίδρυσή του αποτελεί ένα βήμα προς την πραγμάτωση της ιδέας της ευρωπαϊκής ένωσης η οποία πριν από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο διακηρύχθηκε από τον Αριστείδη Μπριάν που συνέταξε και το σχέδιο για οργάνωση καθεστώτος Ομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ένωσης (1 Μαΐου 1930), μετά δε τον πόλεμο προπαγανδίστηκε από τον Τσόρτσιλ και ενισχύθηκε από την Ευρωπαϊκή Κίνηση (Mouvement Européen). Τα κράτη - μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι σήμερα 47,δηλαδή το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, πλην της Λευκορωσίας. Τα ιδρυτικά του μέλη ήσαν 10: Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Η Κύπρος εντάχθηκε το 1961.

 

Σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης σύμφωνα με το άρθρο 1 του Καταστατικού του είναι η πραγματοποίηση στενότερης ενότητας μεταξύ των μελών προς διαφύλαξη και ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών οι οποίες αποτελούν κοινό κτήμα τους και η διευκόλυνση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου τους.

 

Ο σκοπός αυτός θα επιδιώκεται από τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης με την εξέταση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, με τη σύναψη συμφωνιών και την αποδοχή κοινής δράσης επί οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού, επιστημονικού, νομικού και διοικητικού πεδίου καθώς και με τη διαφύλαξη και ανάπτυξη  των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

 

Τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι βασικά δυο: η Κοινοβουλευτική Συνέλευση και η Επιτροπή των Υπουργών Εξωτερικών των χωρών - μελών.

 

Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση αποτελείται από 170 κοινοβουλευτικούς αντιπροσώπους και ισάριθμους αντικαταστάτες. Ο αριθμός των αντιπροσώπων κατά κράτος ποικίλλει και αυτοί διορίζονται από τις Κοινοβουλευτικές Συνελεύσεις κάθε κράτους. Η Κύπρος εκπροσωπείται στη Συμβουλευτική Συνέλευση με τρία μέλη. Η Συνέλευση με δική της πρωτοβουλία ή με αίτηση του εξ Υπουργών Συμβουλίου συζητεί και διαβιβάζει πορίσματα προς την Επιτροπή των Υπουργών υπό μορφή συστάσεων, για θέματα που εμπίπτουν στους σκοπούς και την αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

Η Επιτροπή των Υπουργών Εξωτερικών ή αναπληρωτών εξετάζει, κατόπιν συστάσεως της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ή με δική της πρωτοβουλία, τα μέτρα προς πραγμάτωση του σκοπού του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα πορίσματα διαβιβάζονται στις κυβερνήσεις των κρατών - μελών. Μεταξύ της Κοινοβουλευτίκής Συνέλευσης και της Επιτροπής των Υπουργών λειτουργεί σαν σύνδεσμος μια Μεικτή Επιτροπή.

 

Στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης συντάσσονται με τη βοήθεια ειδικών επιτροπών διάφορες συμβάσεις από τις οποίες πολλές έχουν υπογραφεί και επικυρωθεί από τα κράτη -μέλη.

 

Η σπουδαιότερη είναι η Σύμβαση της Ρώμης (4 Νοεμβρίου 1950) περί της Διαφυλάξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της 20.3.1952. Για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα λειτουργούν δυο ανεξάρτητα όργανα: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης εξετάζει προκαταβολικά το παραδεκτό της προσφυγής και εκδίδει σχετική απόφαση. Σε περίπτωση καταφατικής απόφασης προσπαθεί να επιτύχει φιλική διευθέτηση۬   εάν αυτό δεν γίνει κατορθωτό η Επιτροπή προχωρεί στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, συντάσσει εισήγηση, στην οποία εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα, και διατυπώνει γνωμάτευση κατά πόσο τα περιστατικά συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εισήγηση αυτή διαβιβάζεται στην Επιτροπή των Υπουργών, η οποία, αν η υπόθεση δεν έχει αχθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδίδει βάσει της εισηγήσεως της Επιτροπής οριστική απόφαση για παραβίαση ή μη της Σύμβασης και για τα μέτρα τα οποία σε περίπτωση παραβίασης θα πρέπει να ληφθούν από το κράτος προς επανόρθωση.

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο ιδρύθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1958, παρεμβαίνει όταν η Επιτροπή ήθελε παραπέμψει το θέμα ενώπιόν του ή αχθεί το θέμα από το ενδιαφερόμενο κράτος. Ενώπιον της Επιτροπής δύνανται να προσφύγουν και άτομα κατά συμβαλλομένου κράτους αν το τελευταίο απεδέχθη ρητά την αρμοδιότητα αυτή της Επιτροπής με δήλωσή του σύμφωνα με το άρθρο 25 της Σύμβασης.

 

Συμβούλιο της Ευρώπης και Κύπρος: Η Κύπρος έγινε το 14ο μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 24 Μαϊου 1961, δηλαδή λίγο μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της. Το κυριότερο όφελος που πηγάζει από τη συμμετοχή αυτή είναι βασικά πολιτικό. Με την συμμετοχή γίνεται αισθητή η παρουσία της Κύπρου σε ένα χώρο που χαρακτηρίζεται από κοινά ιδανικά και αξίες και από κοινή πολιτιστική κληρονομιά. Επί πλέον η κυπριακή συμμετοχή, υπό τις σημερινές συνθήκες κατοχής κυπριακού εδάφους από τουρκικά στρατεύματα, αποτελεί ακόμη μια αναγνώριση της διεθνούς οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της νομιμότητας της κυπριακής κυβέρνησης. Τα πιο πάνω οφέλη επιτυγχάνονται όχι μόνο με τη συμμετοχή της Κύπρου στα επίσημα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και με τη συμμετοχή σε πολλές επιτροπές, διασκέψεις, συνέδρια κλπ. που διοργανώνει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Κύπρος επωφελείται επίσης από το νομοθετικό έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης (που μέχρι σήμερα περιλαμβάνει 122 περίπου συμβάσεις, συμφωνίες, πρωτόκολλα κλπ.), αφ' ενός μεν συμμετέχοντας στις εργασίες των επιτροπών που επεξεργάζονται τα διάφορα νομοθετικά όργανα και αφ' ετέρου συμβαλλόμενη εκσυγχρονίζει το εσωτερικό της δίκαιον και το εναρμονίζει με το δίκαιον του ευρωπαϊκού χώρου. Η συμμετοχή της Κύπρου στο Συμβούλιο της Ευρώπης έχει και άλλα ωφελήματα, όπως είναι για παράδειγμα η παροχή οικονομικής, επιστημονικής, τεχνικής κ.α. βοήθειας πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία τομέων όπως η συνεργασία σε θέματα φυλακών, η χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων από το Ταμείο Αποκαταστάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης κλπ.

 

Ιδιαίτερα ο μηχανισμός που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών έχει φανεί χρήσιμος στην Κύπρο όταν αυτή κατήγγειλε τις τουρκικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφός της.

 

Η Κύπρος υπέβαλε τρεις προσφυγές εναντίον της Τουρκίας στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαν συνέπεια της τουρκικής εισβολής του 1974 και της συνεχιζόμενης κατοχής μεγάλου τμήματος του νησιού. Στην πρώτη προσφυγή (19 Σεπτεμβρίου 1974) η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τόνισε ότι η Τουρκία στις 20 Ιουλίου του 1974 εισέβαλε στην Κύπρο, κατέλαβε μεγάλη έκταση κυπριακού εδάφους στο βόρειο τμήμα του νησιού και στις 14 Αυγούστου επεξέτεινε την κατοχή της στο 40% του κυπριακού εδάφους. Κατηγόρησε ταυτόχρονα την Τουρκία για μαζικές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Η δεύτερη προσφυγή έγινε στις 21 Μαρτίου 1975. Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας κατηγόρησε την Τουρκία ότι από την υποβολή της Πρώτης προσφυγής είχε διαπράξει και εξακολουθούσε να διαπράττει περαιτέρω παραβιάσεις της ίδιας Σύμβασης.

 

Η τουρκική κυβέρνηση υπέβαλε ένσταση, υποστηρίζοντας ότι οι δυο προσφυγές δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές επειδή ο αιτητής δεν αντιπροσώπευε την Κυπριακή Δημοκρατία, ότι η Τουρκία δεν είχε δικαιοδοσία επί της περιοχής στην οποία είχαν παραβιαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι δεν είχαν εξαντληθεί οι εσωτερικές διαδικασίες για επανόρθωση και ότι οι δυο προσφυγές συνιστούσαν κατάχρηση του δικαιώματος για αναφορά. Στις 26 Μαΐου του 1975. η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα διακήρυξε το παραδεκτό των δυο κυπριακών προσφυγών. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου διορίστηκε ερευνητική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο καθηγητής του King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Fawcell, που ήλθε στην Κύπρο για να εξετάσει τις κατηγορίες της Κυπριακής Δημοκρατίας εναντίον της Τουρκίας. Η ερευνητική επιτροπή εργάστηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες επειδή δεν της επετράπη από τους Τούρκους η μετάβαση στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού. Η Τουρκία αρνήθηκε να συνεργαστεί με την ερευνητική επιτροπή, κατά παράβαση του σχετικού άρθρου της Σύμβασης σύμφωνα με το οποίο τα κράτη υποχρεούνται να παρέχουν κάθε διευκόλυνση για αποτελεσματική διεξαγωγή έρευνας σε τέτοιες περιπτώσεις. Ωστόσο η επιτροπή, σύμφωνα με την Σύμβαση, αποφάσισε ότι η άρνηση της Τουρκίας να συνεργαστεί δεν την εμπόδιζε να ολοκληρώσει την ερευνά της και να προχωρήσει. Η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της στις 18 Μαΐου του 1976 και υπέβαλε τη σχετική έκθεσή της προς την Επιτροπή Υπουργών στις 10 Ιουλίου του 1976. Η εξ Υπουργών Επιτροπή είχε καθήκον, σύμφωνα με τη Σύμβαση, να αποφασίσει με πλειοψηφία δυο τρίτων κατά πόσο υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης και σε περίπτωση καταφατικής απόφασης η εξ Υπουργών Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει την περίοδο κατά την οποία το συμβαλλόμενο μέρος (στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία) θα έπρεπε να πάρει τα αναγκαία μέτρα που θα αποφάσιζε η Επιτροπή. Εάν το συμβαλλόμενο μέρος δεν συνεργαζόταν, η εξ Υπουργών Επιτροπή θα έπρεπε να αποφασίσει τι αποτέλεσμα θα εδίδετο στην αρχική της απόφαση και να δημοσιεύσει την έκθεση. Σαν πρώτο βήμα η Επιτροπή των Υπουργών κάλεσε την Τουρκία να προβεί σε παρατηρήσεις πάνω στην έκθεση της Επιτροπής. Η Τουρκία υπέβαλε ένα «μεμοράντουμ» στο οποίο προβάλλονταν ψευδείς και αστήρικτες θέσεις. Η κυπριακή κυβέρνηση κάλεσε την Επιτροπή των Υπουργών να μη παραβλέψει την έκθεση της ερευνητικής επιτροπής. Η Επιτροπή Υπουργών δεν έκαμε καμιά έρευνα για τις θέσεις της Τουρκίας στο «μεμοράντουμ», όμως απέφυγε και να ασκήσει τα καθήκοντα της όπως προβλέπονται από την Σύμβαση. Ενώ η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έγιναν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο από την Τουρκία, η Επιτροπή των Υπουργών παρέλειψε να καθορίσει τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν εκ μέρους της Τουρκίας προς επανόρθωση και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της, τι θα έπρεπε να ακολουθήσει.

 

Ωστόσο η νομική σημασία της έκθεσης της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι μεγάλης σημασίας και από νομικής και από πολιτικής απόψεως. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης βρήκε την Τουρκία υπεύθυνη στις πιο κάτω περιπτώσεις κατά παράβαση της σχετικής Σύμβασης:

α) για άρνηση να επιτρέψει την επιστροφή πέραν των 170.000 Ελληνοκυπρίων στα σπίτια τους στο βόρειο τμήμα της Κύπρου

β) για εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων από τις κατοικίες τους

γ) για χωρισμό των οικογενειών των Ελληνοκυπρίων

δ) για περιορισμό χιλιάδων Ελληνοκυπρίων σε κέντρα συγκεντρώσεως

ε) για κράτηση Ελληνοκυπρίων στρατιωτών και πολιτών στην Τουρκία

στ) για μαζικές δολοφονίες μεγάλης κλίμακος Ελληνοκυπρίων πολιτών από τις δυνάμεις εισβολής

ζ) για βιασμούς και άλλες απάνθρωπες πράξεις εναντίον πολιτών και στρατιωτών που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία

η) για στέρηση της κατοχής τόσο της κινητής όσο και της ακίνητης περιουσίας των Ελληνοκυπρίων

θ) για διακρίσεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές με την δικαιολογία ότι ανήκουν σε διαφορετική θρησκεία, φυλή και εθνότητα.

 

Η τρίτη προσφυγή της Κύπρου υπεβλήθη στις 6.9.1977. Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τόνιζε ότι αφ' ότου η διερευνητική επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της για τις δυο πρώτες προσφυγές στις 18 Μαΐου του 1976, η Τουρκία συνέχιζε να παραβιάζει τις διατάξεις της σχετικής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της και υπέβαλε την έκθεσή της στην Επιτροπή Υπουργών στις 4.10.1983.

 

Η Κύπρος επέβαλε και 4η διακρατική προσφυγή κατά της Τουρκίας, για την οποία εκδόθηκε το 1999 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στην απόφαση η Τουρκία καταδεικνύεται ως ένοχη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, καθώς για συνεχή παραβἰαση αριθμών άρθρων της Ευρωπάϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

 

Ι. ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image